Η συριακή κρίση
αναδεικνύει την ανάγκη διαμόρφωσης ενός εθνικού δόγματος εξωτερικής
πολιτικής που να κατατείνει στην αναβάθμιση του γεωστρατηγικού ρόλου της
Ελλάδας, στο πλαίσιο των σημαντικών εξελίξεων που συντελούνται κυρίως
σε γεωπολιτικό και ενεργειακό επίπεδο στην ευρύτερη περιοχή της
Μεσογείου.Σύμφωνα με την κυρίαρχη ανάλυση, η Ελλάδα- ως μοναδικό μέλος της ΕΕ
και του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο - αποτελεί δύναμη σταθερότητας σε
μια ζώνη αστάθειας. Αυτό, σε συνδυασμό με το ρόλο που μπορεί να
διαδραματίσει στον ενεργειακό χάρτη της περιοχής, προσφέρει
πλεονεκτήματα για τη διαμόρφωση στρατηγικών συμμαχιών με μεγάλες και
περιφερειακές δυνάμεις σε ένα πεδίο προσφορότερο από αυτό της
διαχείρισης της οικονομικής κρίσης.
Ασφαλώς το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Η Ελλάδα της δεκαετίας του ’90 και των αρχών του 2000 βρέθηκε σε εξίσου σημαντική θέση γεωπολιτικά όντας σαφέστατα πιο ισχυρή οικονομικά απ’ ό,τι σήμερα. Και όμως, απέτυχε να αναδειχθεί σε δύναμη σταθερότητας στα Βαλκάνια εν μέσω των πολέμων της Γιουγκοσλαβίας ή τουλάχιστον να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τις χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία) που βρίσκονταν σε διαδικασία ένταξης στις ευρωατλαντικές δομές. Οποιαδήποτε θετική διπλωματική πρωτοβουλία (πχ Ατζέντα Θεσσαλονίκης 2003 ή Εθνικό Σχέδιο Οικονομικής Ανασυγκρότησης των Βαλκανίων) χάθηκε στην έλλειψη συνέχειας, σε επικοινωνιακούς χειρισμούς, σε εθνικιστικές κραυγές αντίδρασης, ακόμη και σε συστήματα διαπλεκόμενων μικροπολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων.
Δυστυχώς, ο ως τώρα χειρισμός, όχι μόνο της συριακής κρίσης, αλλά και της ευρύτερης πολιτικής μας στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική δεν προμηνύει κάτι ριζικά διαφορετικό. Τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε τη σύγκρουση κυβέρνησης-αντιπολίτευσης με όρους αντιπαράθεσης ιμπεριαλιστών και αντιιμπεριαλιστών. Πολλή φασαρία, δυνατές κραυγές, απλοϊκές αναλύσεις και προκατασκευασμένες σκέψεις κατατίθενται αντί επεξεργασμένων προτάσεων και σχεδιασμών για το πώς μπορεί η χρεοκοπημένη χώρα να βελτιώσει τη θέση της σε ένα σύνθετο και ρευστό παγκόσμιο περιβάλλον.Οι σημαντικές ερωτήσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια πιο δημιουργική διπλωματία δεν συζητιούνται καν:
Γιατί μια χώρα της οποίας οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις έχουν και είχαν κεντρική σημασία σε οποιαδήποτε Δυτική επιχείρηση των τελευταίων χρόνων (Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη) και αναμφισβήτητα θα έχουν την ίδια σημασία στις επικείμενες επιχειρήσει στην Συρία, δεν βρίσκεται στο Core Group χωρών για την συριακό;
Ποια είναι η πολιτική αξιοποίησης ερεισμάτων στη Συρία της ελληνικής κυβέρνησης, είτε αυτή αφορά την κοινότητα Συρορθοδόξων, είτε τις επαφές που εδώ και δεκαετίες καλλιεργούνται με πολιτικούς, επιχειρηματίες κ.ο.κ. στο πλαίσιο της θρυλούμενης ελληνο-αραβικής φιλίας στην οποία έχουμε επενδύσει επί δεκαετίες;
Ποιον ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίσει η Ελλάδα (με κοινοτικά κονδύλια) στον ανθρωπιστικό τομέα (μεταφορά προσφύγων, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μεταφορά φαρμάκων/τροφίμων κλπ) ενδεχομένως σε συνεργασία με την Κύπρο, ειδικά τη στιγμή που σειρά δυτικών χωρών έχουν δηλώσει ότι είναι διατεθειμένες να αναλάβουν μέρος του βάρους των Σύρων που φεύγουν από την περιοχή; Μήπως θα πρέπει να περιμένουμε –όπως κάναμε με τις επιχειρήσεις στην Λιβύη- για να ανακαλύψουμε ότι η Κρήτη μπορεί να βοηθήσει ως «κέντρο ανθρωπιστικής βοήθειας» ή ότι η ελληνική ναυτιλία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε πολλαπλά επίπεδα ή ότι ο Πειραιάς – υπό μερική ιδιοκτησία COSCO- μπορεί να αξιοποιηθεί περαιτέρω;
Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της Ελλάδας όταν θα χειριστεί αυτό το ζήτημα αναλαμβάνοντας την Προεδρία της ΕΕ σε λίγους μήνες; Πώς μπορεί να αντιμετωπίσει το τεράστιο προσφυγικό κύμα που ενδέχεται να δημιουργηθεί σε περίπτωση παρατεταμένης διεθνούς στρατιωτικής παρέμβασης στην Συρία;
Πώς επηρεάζει η στρατιωτική συνεργασία της χώρας μας με το Ισραήλ τη θέση μας σε περίπτωση στρατιωτικής παρέμβασης της Δύσης στη Συρία, με ή χωρίς ευρύτερη ανάφλεξη;
Ακόμα και αυτοί που σνομπάρουν αυτές τις σκέψεις και προτιμούν να βλέπουν τον κόσμο με μακροϊστορικούς γεωπολιτικούς όρους, δεν κάνουν τις σωστές «μεγάλες» ερωτήσεις. Σε μία περιοχή στην οποία οι ΗΠΑ υποχωρούν πολιτικά (αλλά όχι οικονομικά) από παντού (Παλαιστινιακό, Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη) αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια, ποιες είναι οι περιφερειακές δυνάμεις οι οποίες πρέπει να έχουν ρόλο στη σταθεροποίηση της περιοχής;
Γιατί οι εναλλακτικές είναι συγκεκριμένες: Μετριοπαθείς Ισλαμοδημοκρατικές δυνάμεις όπως το ΑΚP του Ερντογάν ή η Μουσουλμανική Αδελφότητα, η Αλ Κάιντα, το Ιράν, η Ρωσία, στρατοκρατικά καθεστώτα τύπου Ασσάντ ή «προσωρινές στρατιωτικές κυβερνήσεις» όπως αυτή της Αιγύπτου.
Ποια είναι τα περιθώρια για στήριξη δημοκρατικών φιλελεύθερων δυνάμεων στην περιοχή και πώς μπορεί αυτή η στήριξη να είναι αποτελεσματική (κυρώσεις, βομβαρδισμός, εξοπλισμός αντιπολίτευσης, αποχή από οιαδήποτε παρέμβαση);
Ποιος πρέπει να είναι ο στόχος μιας διεθνούς στρατιωτικής επέμβασης (ανατροπή Ασσάντ, καταστροφή αποθεμάτων χημικών όπλων του καθεστώτος ή στοχευμένα πλήγματα που θα οδηγήσουν το καθεστώς σε διαπραγματεύσεις αλλάζοντας το συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του); Ποιες θα είναι οι συνέπειες της πτώσης του καθεστώτος Ασσάντ και ποιες της διατήρησής του στην εξουσία;
Είναι σημαντικό να διασφαλίσουμε ότι η συζήτηση για το συριακό γίνεται σε μία ορθολογική και στέρεη βάση. Και αν δεν μπορούμε να κάνουμε το μείζον (να προωθήσουμε τα συμφέροντά μας ευθέως), τουλάχιστον να κάνουμε το έλασσον (να εξασφαλίσουμε ότι αποκομίζουμε ανταλλάγματα για το ρόλο που καθορίζουν άλλοι για εμάς). Για να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος και να μην χάσουμε άλλη μια ευκαιρία σε μία περίοδο που οι ευκαιρίες είναι λίγες και πιο πολύτιμες από ποτέ.
Ασφαλώς το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Η Ελλάδα της δεκαετίας του ’90 και των αρχών του 2000 βρέθηκε σε εξίσου σημαντική θέση γεωπολιτικά όντας σαφέστατα πιο ισχυρή οικονομικά απ’ ό,τι σήμερα. Και όμως, απέτυχε να αναδειχθεί σε δύναμη σταθερότητας στα Βαλκάνια εν μέσω των πολέμων της Γιουγκοσλαβίας ή τουλάχιστον να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τις χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία) που βρίσκονταν σε διαδικασία ένταξης στις ευρωατλαντικές δομές. Οποιαδήποτε θετική διπλωματική πρωτοβουλία (πχ Ατζέντα Θεσσαλονίκης 2003 ή Εθνικό Σχέδιο Οικονομικής Ανασυγκρότησης των Βαλκανίων) χάθηκε στην έλλειψη συνέχειας, σε επικοινωνιακούς χειρισμούς, σε εθνικιστικές κραυγές αντίδρασης, ακόμη και σε συστήματα διαπλεκόμενων μικροπολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων.
Δυστυχώς, ο ως τώρα χειρισμός, όχι μόνο της συριακής κρίσης, αλλά και της ευρύτερης πολιτικής μας στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική δεν προμηνύει κάτι ριζικά διαφορετικό. Τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε τη σύγκρουση κυβέρνησης-αντιπολίτευσης με όρους αντιπαράθεσης ιμπεριαλιστών και αντιιμπεριαλιστών. Πολλή φασαρία, δυνατές κραυγές, απλοϊκές αναλύσεις και προκατασκευασμένες σκέψεις κατατίθενται αντί επεξεργασμένων προτάσεων και σχεδιασμών για το πώς μπορεί η χρεοκοπημένη χώρα να βελτιώσει τη θέση της σε ένα σύνθετο και ρευστό παγκόσμιο περιβάλλον.Οι σημαντικές ερωτήσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια πιο δημιουργική διπλωματία δεν συζητιούνται καν:
Γιατί μια χώρα της οποίας οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις έχουν και είχαν κεντρική σημασία σε οποιαδήποτε Δυτική επιχείρηση των τελευταίων χρόνων (Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη) και αναμφισβήτητα θα έχουν την ίδια σημασία στις επικείμενες επιχειρήσει στην Συρία, δεν βρίσκεται στο Core Group χωρών για την συριακό;
Ποια είναι η πολιτική αξιοποίησης ερεισμάτων στη Συρία της ελληνικής κυβέρνησης, είτε αυτή αφορά την κοινότητα Συρορθοδόξων, είτε τις επαφές που εδώ και δεκαετίες καλλιεργούνται με πολιτικούς, επιχειρηματίες κ.ο.κ. στο πλαίσιο της θρυλούμενης ελληνο-αραβικής φιλίας στην οποία έχουμε επενδύσει επί δεκαετίες;
Ποιον ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίσει η Ελλάδα (με κοινοτικά κονδύλια) στον ανθρωπιστικό τομέα (μεταφορά προσφύγων, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μεταφορά φαρμάκων/τροφίμων κλπ) ενδεχομένως σε συνεργασία με την Κύπρο, ειδικά τη στιγμή που σειρά δυτικών χωρών έχουν δηλώσει ότι είναι διατεθειμένες να αναλάβουν μέρος του βάρους των Σύρων που φεύγουν από την περιοχή; Μήπως θα πρέπει να περιμένουμε –όπως κάναμε με τις επιχειρήσεις στην Λιβύη- για να ανακαλύψουμε ότι η Κρήτη μπορεί να βοηθήσει ως «κέντρο ανθρωπιστικής βοήθειας» ή ότι η ελληνική ναυτιλία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε πολλαπλά επίπεδα ή ότι ο Πειραιάς – υπό μερική ιδιοκτησία COSCO- μπορεί να αξιοποιηθεί περαιτέρω;
Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της Ελλάδας όταν θα χειριστεί αυτό το ζήτημα αναλαμβάνοντας την Προεδρία της ΕΕ σε λίγους μήνες; Πώς μπορεί να αντιμετωπίσει το τεράστιο προσφυγικό κύμα που ενδέχεται να δημιουργηθεί σε περίπτωση παρατεταμένης διεθνούς στρατιωτικής παρέμβασης στην Συρία;
Πώς επηρεάζει η στρατιωτική συνεργασία της χώρας μας με το Ισραήλ τη θέση μας σε περίπτωση στρατιωτικής παρέμβασης της Δύσης στη Συρία, με ή χωρίς ευρύτερη ανάφλεξη;
Ακόμα και αυτοί που σνομπάρουν αυτές τις σκέψεις και προτιμούν να βλέπουν τον κόσμο με μακροϊστορικούς γεωπολιτικούς όρους, δεν κάνουν τις σωστές «μεγάλες» ερωτήσεις. Σε μία περιοχή στην οποία οι ΗΠΑ υποχωρούν πολιτικά (αλλά όχι οικονομικά) από παντού (Παλαιστινιακό, Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη) αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια, ποιες είναι οι περιφερειακές δυνάμεις οι οποίες πρέπει να έχουν ρόλο στη σταθεροποίηση της περιοχής;
Γιατί οι εναλλακτικές είναι συγκεκριμένες: Μετριοπαθείς Ισλαμοδημοκρατικές δυνάμεις όπως το ΑΚP του Ερντογάν ή η Μουσουλμανική Αδελφότητα, η Αλ Κάιντα, το Ιράν, η Ρωσία, στρατοκρατικά καθεστώτα τύπου Ασσάντ ή «προσωρινές στρατιωτικές κυβερνήσεις» όπως αυτή της Αιγύπτου.
Ποια είναι τα περιθώρια για στήριξη δημοκρατικών φιλελεύθερων δυνάμεων στην περιοχή και πώς μπορεί αυτή η στήριξη να είναι αποτελεσματική (κυρώσεις, βομβαρδισμός, εξοπλισμός αντιπολίτευσης, αποχή από οιαδήποτε παρέμβαση);
Ποιος πρέπει να είναι ο στόχος μιας διεθνούς στρατιωτικής επέμβασης (ανατροπή Ασσάντ, καταστροφή αποθεμάτων χημικών όπλων του καθεστώτος ή στοχευμένα πλήγματα που θα οδηγήσουν το καθεστώς σε διαπραγματεύσεις αλλάζοντας το συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του); Ποιες θα είναι οι συνέπειες της πτώσης του καθεστώτος Ασσάντ και ποιες της διατήρησής του στην εξουσία;
Είναι σημαντικό να διασφαλίσουμε ότι η συζήτηση για το συριακό γίνεται σε μία ορθολογική και στέρεη βάση. Και αν δεν μπορούμε να κάνουμε το μείζον (να προωθήσουμε τα συμφέροντά μας ευθέως), τουλάχιστον να κάνουμε το έλασσον (να εξασφαλίσουμε ότι αποκομίζουμε ανταλλάγματα για το ρόλο που καθορίζουν άλλοι για εμάς). Για να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος και να μην χάσουμε άλλη μια ευκαιρία σε μία περίοδο που οι ευκαιρίες είναι λίγες και πιο πολύτιμες από ποτέ.