Του Τάσου Πετρόπουλου*
Η κοινωνική μας ασφάλιση τείνει να απολέσει οριστικά τους όρους που την προσδιορίζουν. Κινδυνεύει να μην είναι κοινωνική και τα πρόσφατα στοιχεία βιωσιμότητας δείχνουν ότι βαθμιαία αποδυναμώνεται αφήνοντας χώρο στην ιδιωτική ασφάλιση. Και τούτο, διότι τα τελευταία χρόνια το κράτος αποσύρεται γοργά από τον εγγυητικό του ρόλο και την εν γένει υποχρέωση που του επιβάλλει το άρθρο 22 του Συντάγματος, να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Ηδη, ορισμένοι θέτουν το αίτημα απαλλαγής ενός ύψους αποδοχών από εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ πληθαίνουν οι εργαζόμενοι που καταφεύγουν στην πρόωρη συνταξιοδότηση από φόβο χειροτέρευσης των όρων και προϋποθέσεων συνταξιοδότησης ή εξωθούνται στην πρόωρη συνταξιοδότηση από σειρά κυβερνητικών μέτρων που καθιστούν επισφαλή τη διατήρηση της εργασίας τους για το μέλλον.
Εξάλλου, η αξιοποίηση του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος για την πρόωρη απομάκρυνση υπαλλήλων, ακόμα και στο Δημόσιο, επιδιώκεται συστηματικά από την κυβέρνηση, η οποία αποβλέπει στις αθρόες παραιτήσεις των δημοσίων υπαλλήλων κάθε φορά που νομοθετεί τα λεγόμενα μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα ή μεταρρύθμισης του κράτους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ν. 4024/2011 που έθετε σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα και εφεδρεία χιλιάδες υπαλλήλους του Δημοσίου, αλλά περιορίστηκε σε πολύ λιγότερους, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των υπαλλήλων αυτών παραιτήθηκε, αφού θα ήταν αδύνατη η επιβίωσή τους λόγω της δραστικής μείωσης του μισθού που θα λάμβαναν. Και τούτο συνέβη μολονότι λίγους μήνες πριν με τον ν. 3865/2010 η κυβέρνηση είχε δώσει την ευχέρεια παραμονής επί τρία επιπλέον έτη στους δημοσίους υπαλλήλους που συμπλήρωναν το ανώτατο όριο ηλικίας, αλλά και στους ιδιωτικούς υπαλλήλους που, σύμφωνα με κανονισμούς εργασίας, αποχωρούσαν υποχρεωτικά από την εργασία τους χωρίς να έχουν εξαντλήσει τα ανώτατα όρια ηλικίας που προέβλεπε τότε το κοινωνικό ασφαλιστικό μας σύστημα. Η αντίφαση αυτή υποδηλώνει όχι μόνο την έλλειψη οράματος της κυβέρνησης για την κοινωνική ασφάλιση, αλλά κυρίως αποκαλύπτει τις προθέσεις της για την αξιοποίησή της προκειμένου να πετύχει τους στόχους που θέτει η τρόικα για τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Παρόμοια αποτελέσματα επέφεραν και οι προ δύο ετών ανακοινώσεις, αλλά και τα μέτρα της κυβέρνησης για δραστική μείωση του εφάπαξ, συρρίκνωση του ύψους των αποζημιώσεων μετά από παραίτηση ή απόλυση των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα και επαχθέστερη φορολόγησή τους και τώρα τα μέτρα του ν. 4093/2012, όπως πλέον ισχύει, για την κινητικότητα των δημοσίων υπαλλήλων.
Οι συνέπειες αυτές εκδηλώνονται στην πιο δραματική τους μορφή στον χώρο των υπόλοιπων εργαζομένων, είτε ανήκουν στον ιδιωτικό, είτε στον δημόσιο τομέα, καθώς οι δυσμενείς μεταβολές των εργασιακών όρων και η επικράτηση της επισφάλειας ως κυρίαρχης κατάστασης τους εξωθούν στη σύνταξη. Για τους λόγους αυτούς εκδηλώνεται κατά το τελευταίο διάστημα ένα γιγαντιαίο, για τα ελληνικά δεδομένα, κύμα πρόωρων αποχωρήσεων εργαζομένων στις τράπεζες, αλλά και σε άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίοι έναντι περιορισμένων οικονομικών ανταλλαγμάτων και από τον φόβο να υποστούν χειρότερες συνέπειες (δηλαδή απολύσεις με τον μειωμένο υπολογισμό της αποζημίωσης, που πρόσφατα προσδιορίστηκε με τους ν. 3863/2010 και 4093/2012, ή αυξημένη φορολόγηση των αποζημιώσεων αυτών), αποδέχονται να αποχωρήσουν από την εργασία τους με τα ανταλλάγματα που προσφέρει ο εργοδότης. Κατά τα προηγούμενα έτη είναι γνωστή η αξιοποίηση του επικουρικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στις τράπεζες, οι οποίες με συστήματα εθελούσιων προγραμμάτων αποχώρησης απαλλάσσονταν από μεγάλο αριθμό εργαζομένων επιβαρύνοντας τα ασφαλιστικά ταμεία επικουρικής και κύριας σύνταξης. Εν τω μεταξύ σε καμία επιχείρηση δεν επεβλήθη η υποχρέωση κάλυψης των ασφαλιστικών ελλειμμάτων που προκλήθηκαν από προγράμματα εθελουσίας εξόδου, ενώ ήδη με τον ν. 3371/2005 οι τραπεζικές επιχειρήσεις απαλλάχθηκαν από υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει για τη διατήρηση της βιωσιμότητας των επικουρικών ταμείων των υπαλλήλων τους.
Υπό τις συνθήκες αυτές και καθώς ούτε ένα μέτρο δεν ελήφθη για την προστασία και ενίσχυση της κοινωνικής ασφάλισης, μιας και όλες οι νομοθετικές παρεμβάσεις των τελευταίων ετών κινήθηκαν στη λογική της λογιστικής αποτίμησης του οικονομικού κόστους ενός συστήματος το οποίο η ίδια η κυβέρνηση ουδέποτε προστάτεψε, καθίσταται ορατή η κατάρρευσή του, η οποία εάν συντελεσθεί θα προκαλέσει κοινωνική έκρηξη ανέλεγκτων διαστάσεων.
Η κοινωνική μας ασφάλιση τείνει να απολέσει οριστικά τους όρους που την προσδιορίζουν. Κινδυνεύει να μην είναι κοινωνική και τα πρόσφατα στοιχεία βιωσιμότητας δείχνουν ότι βαθμιαία αποδυναμώνεται αφήνοντας χώρο στην ιδιωτική ασφάλιση. Και τούτο, διότι τα τελευταία χρόνια το κράτος αποσύρεται γοργά από τον εγγυητικό του ρόλο και την εν γένει υποχρέωση που του επιβάλλει το άρθρο 22 του Συντάγματος, να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Ηδη, ορισμένοι θέτουν το αίτημα απαλλαγής ενός ύψους αποδοχών από εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ πληθαίνουν οι εργαζόμενοι που καταφεύγουν στην πρόωρη συνταξιοδότηση από φόβο χειροτέρευσης των όρων και προϋποθέσεων συνταξιοδότησης ή εξωθούνται στην πρόωρη συνταξιοδότηση από σειρά κυβερνητικών μέτρων που καθιστούν επισφαλή τη διατήρηση της εργασίας τους για το μέλλον.
Εξάλλου, η αξιοποίηση του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος για την πρόωρη απομάκρυνση υπαλλήλων, ακόμα και στο Δημόσιο, επιδιώκεται συστηματικά από την κυβέρνηση, η οποία αποβλέπει στις αθρόες παραιτήσεις των δημοσίων υπαλλήλων κάθε φορά που νομοθετεί τα λεγόμενα μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα ή μεταρρύθμισης του κράτους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ν. 4024/2011 που έθετε σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα και εφεδρεία χιλιάδες υπαλλήλους του Δημοσίου, αλλά περιορίστηκε σε πολύ λιγότερους, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των υπαλλήλων αυτών παραιτήθηκε, αφού θα ήταν αδύνατη η επιβίωσή τους λόγω της δραστικής μείωσης του μισθού που θα λάμβαναν. Και τούτο συνέβη μολονότι λίγους μήνες πριν με τον ν. 3865/2010 η κυβέρνηση είχε δώσει την ευχέρεια παραμονής επί τρία επιπλέον έτη στους δημοσίους υπαλλήλους που συμπλήρωναν το ανώτατο όριο ηλικίας, αλλά και στους ιδιωτικούς υπαλλήλους που, σύμφωνα με κανονισμούς εργασίας, αποχωρούσαν υποχρεωτικά από την εργασία τους χωρίς να έχουν εξαντλήσει τα ανώτατα όρια ηλικίας που προέβλεπε τότε το κοινωνικό ασφαλιστικό μας σύστημα. Η αντίφαση αυτή υποδηλώνει όχι μόνο την έλλειψη οράματος της κυβέρνησης για την κοινωνική ασφάλιση, αλλά κυρίως αποκαλύπτει τις προθέσεις της για την αξιοποίησή της προκειμένου να πετύχει τους στόχους που θέτει η τρόικα για τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Παρόμοια αποτελέσματα επέφεραν και οι προ δύο ετών ανακοινώσεις, αλλά και τα μέτρα της κυβέρνησης για δραστική μείωση του εφάπαξ, συρρίκνωση του ύψους των αποζημιώσεων μετά από παραίτηση ή απόλυση των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα και επαχθέστερη φορολόγησή τους και τώρα τα μέτρα του ν. 4093/2012, όπως πλέον ισχύει, για την κινητικότητα των δημοσίων υπαλλήλων.
Οι συνέπειες αυτές εκδηλώνονται στην πιο δραματική τους μορφή στον χώρο των υπόλοιπων εργαζομένων, είτε ανήκουν στον ιδιωτικό, είτε στον δημόσιο τομέα, καθώς οι δυσμενείς μεταβολές των εργασιακών όρων και η επικράτηση της επισφάλειας ως κυρίαρχης κατάστασης τους εξωθούν στη σύνταξη. Για τους λόγους αυτούς εκδηλώνεται κατά το τελευταίο διάστημα ένα γιγαντιαίο, για τα ελληνικά δεδομένα, κύμα πρόωρων αποχωρήσεων εργαζομένων στις τράπεζες, αλλά και σε άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίοι έναντι περιορισμένων οικονομικών ανταλλαγμάτων και από τον φόβο να υποστούν χειρότερες συνέπειες (δηλαδή απολύσεις με τον μειωμένο υπολογισμό της αποζημίωσης, που πρόσφατα προσδιορίστηκε με τους ν. 3863/2010 και 4093/2012, ή αυξημένη φορολόγηση των αποζημιώσεων αυτών), αποδέχονται να αποχωρήσουν από την εργασία τους με τα ανταλλάγματα που προσφέρει ο εργοδότης. Κατά τα προηγούμενα έτη είναι γνωστή η αξιοποίηση του επικουρικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στις τράπεζες, οι οποίες με συστήματα εθελούσιων προγραμμάτων αποχώρησης απαλλάσσονταν από μεγάλο αριθμό εργαζομένων επιβαρύνοντας τα ασφαλιστικά ταμεία επικουρικής και κύριας σύνταξης. Εν τω μεταξύ σε καμία επιχείρηση δεν επεβλήθη η υποχρέωση κάλυψης των ασφαλιστικών ελλειμμάτων που προκλήθηκαν από προγράμματα εθελουσίας εξόδου, ενώ ήδη με τον ν. 3371/2005 οι τραπεζικές επιχειρήσεις απαλλάχθηκαν από υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει για τη διατήρηση της βιωσιμότητας των επικουρικών ταμείων των υπαλλήλων τους.
Υπό τις συνθήκες αυτές και καθώς ούτε ένα μέτρο δεν ελήφθη για την προστασία και ενίσχυση της κοινωνικής ασφάλισης, μιας και όλες οι νομοθετικές παρεμβάσεις των τελευταίων ετών κινήθηκαν στη λογική της λογιστικής αποτίμησης του οικονομικού κόστους ενός συστήματος το οποίο η ίδια η κυβέρνηση ουδέποτε προστάτεψε, καθίσταται ορατή η κατάρρευσή του, η οποία εάν συντελεσθεί θα προκαλέσει κοινωνική έκρηξη ανέλεγκτων διαστάσεων.