ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΕξ αφορμής της κρίσης στη Συρία και των επιδρομών με πυραύλους
κρουζ που ετοιμάζουν οι ΗΠΑ, επανέρχεται στο προσκήνιο το θέμα των
Βρετανικών Βάσεων με μια κομματική ηγεσία να χρησιμοποιεί έναν ξύλινο
πολιτικό λόγο και ψευτομαγκιές, που σε τελική ανάλυση όχι μόνο τις
Βάσεις δεν μπορούν να διώξουν από την Κύπρο, αλλά προκαλούν γέλωτα στο
Λονδίνο και κατάθλιψη στον λαό. Έξω λοιπόν οι Βάσεις! Συμφωνούμε. Ας
πάει η κομματική ηγεσία να τις διώξει αντί να φαφλατίζει. Ή ας σκεφτεί,
επιτέλους, αλλιώς. Και εξηγούμαστε:
1. Οι Βάσεις δεν ασκούν κρατική κυριαρχία, αλλά συμβατική, που σημαίνει ότι: Α. οι εξουσίες τους πηγάζουν από τη συνθήκη εγγύησης και μόνο. Β. ούτε ασκήσεις ούτε πτήσεις ή άλλες δραστηριότητες αναλαμβάνονται από τους Βρετανούς στις Βάσεις χωρίς την εκ των προτέρων ενημέρωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Καμιά, δε, αμφιβολία δεν υπάρχει ότι πρόκειται για αποικιοκρατικό κατάλοιπο. Πότε όμως εγείραμε τα ζητήματα αυτά; Η εκάστοτε πολιτική μας είναι άλλη: Εφόσον είναι ανοικτό το Κυπριακό, δεν έχουμε την πολυτέλεια μετώπου με τους Βρετανούς. Αυτή και αν είναι λανθασμένη αντίληψη. Διότι θα έπρεπε να πράτταμε τον αντίθετο. Θα έπρεπε να οικοδομούσαμε μια τέτοια πολιτική ώστε η υπόθεση των Βάσεων να ήταν μεθοδολογικό εργαλείο δικής μας πίεσης επί της φιλοτουρκικής βρετανικής πολιτικής.
2. Το ζητούμενο στην παρούσα φάση δεν είναι μόνο το νομικό καθεστώς των Βάσεων, αλλά εάν και ποιος έχει χρησιμοποιήσει χημικά όπλα στη Συρία και αν θα πρέπει να τιμωρηθεί, καθότι πρόκειται για έγκλημα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας. Λογικά, ως παθόντες από την τουρκική εισβολή, θα θέλαμε να τιμωρηθούν οι ένοχοι, οποιοιδήποτε και αν είναι αυτοί. Είτε πρόκειται για τον Άσαντ είτε για τους αντικαθεστωτικούς Τζιχατιστές είτε και για τους δύο. Καμιά, βεβαίως, αμφιβολία δεν υπάρχει ότι το καθεστώς Άσαντ είναι φασιστικό, ενώ, από την πλευρά τους, οι Τζιχατιστές συνιστούν εξίσου επικίνδυνη ομάδα, ειδικώς αν έρθουν στην εξουσία. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η πολιτική των ΗΠΑ στη Συρία σε διπλωματικό επίπεδο έχει όντως εγκλωβιστεί, υπό την έννοια ότι ορθώς υποστηρίζει την απομάκρυνση του Άσαντ, αλλά δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι το επόμενο καθεστώς θα είναι καλύτερο από το υφιστάμενο.
Το ζητούμενο δεν είναι μόνο εάν θα χρησιμοποιηθούν οι Βάσεις, αλλά εάν θα πρέπει να τιμωρηθούν οι ένοχοι. Ναι, θα πρέπει να τιμωρηθούν οι ένοχοι, διότι αυτά τα παιδιά στη Συρία, οι γέροντες και οι γυναίκες, ο άμαχος ανδρικός πληθυσμός που ήταν θύματα των χημικών όπλων, μπορούσαν να ήταν δικοί μας συγγενείς και φίλοι. Συνεπώς, υπάρχει ηθικός λόγος για την τιμωρία καθώς και αποτρεπτικός, δηλαδή να μην επαναληφθούν τέτοια εγκλήματα. Ορθότερο θα ήταν να λυθεί πολιτικά το ζήτημα της Συρίας. Εφόσον όμως αυτό κατέστη αδύνατο, γιατί να λέμε όχι ακόμη και στη χρήση των Βάσων, όταν, ούτως ή άλλως, θα χρησιμοποιηθούν; Πέραν του ιδεαλιστικού υπάρχει και το πολιτικό και στρατηγικό ζήτημα: Τι οφέλη θα έχουμε και τι ζημιές, όταν είναι αντιληπτό για άλλη μια φορά ότι οι ΗΠΑ κυριαρχούν στη γειτονιά μας, καθώς και κάτι άλλο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη:
Η Τουρκία είναι το δεξί χέρι του ηγεμόνα που έχει πρόθεση ενεργητικής εμπλοκής στο Κυπριακό.
Καμιά, μάλιστα, αμφιβολία δεν υπάρχει ότι για τη στήριξή της προς τις ΗΠΑ θα ζητήσει ανταλλάγματα όχι μόνο στη Συρία αλλά και στο Κυπριακό, καθώς και στο φυσικό αέριο. Ερώτημα, λοιπόν: Πότε θα είμαστε σε καλύτερη θέση, όταν στηρίζουμε ηθικές πολιτικές των ΗΠΑ ή όταν φωνασκούμε χωρίς ουσία για τις Βάσεις και βάζουμε νερό στον μύλο της τουρκικής πολιτικής;
Άλλωστε, επειδή περί Βάσεων ο λόγος, υπάρχει άραγε μεγαλύτερη ήττα για τους Βρετανούς από το γεγονός ότι η δική τους άμυνα τελεί υπό τη δική μας εξάρτηση, δηλαδή υπό τη δική μας αντιπυραυλική ομπρέλα των Buk και των TOR-M1; Οι σοβαρές και αξιόπιστες πολιτικές δεν οικοδομούνται με σύνδρομα και φωνασκίες ή με ψευδοπαλληκαρισμούς, αλλά επί τη βάσει ορθολογισμού, ο οποίος είναι θύμα της ξύλινης γλώσσας κενού περιεχόμενου, που επί σειράν ετών δεν διώχνει, αλλά τσιμεντώνει τις Βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο.
1. Οι Βάσεις δεν ασκούν κρατική κυριαρχία, αλλά συμβατική, που σημαίνει ότι: Α. οι εξουσίες τους πηγάζουν από τη συνθήκη εγγύησης και μόνο. Β. ούτε ασκήσεις ούτε πτήσεις ή άλλες δραστηριότητες αναλαμβάνονται από τους Βρετανούς στις Βάσεις χωρίς την εκ των προτέρων ενημέρωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Καμιά, δε, αμφιβολία δεν υπάρχει ότι πρόκειται για αποικιοκρατικό κατάλοιπο. Πότε όμως εγείραμε τα ζητήματα αυτά; Η εκάστοτε πολιτική μας είναι άλλη: Εφόσον είναι ανοικτό το Κυπριακό, δεν έχουμε την πολυτέλεια μετώπου με τους Βρετανούς. Αυτή και αν είναι λανθασμένη αντίληψη. Διότι θα έπρεπε να πράτταμε τον αντίθετο. Θα έπρεπε να οικοδομούσαμε μια τέτοια πολιτική ώστε η υπόθεση των Βάσεων να ήταν μεθοδολογικό εργαλείο δικής μας πίεσης επί της φιλοτουρκικής βρετανικής πολιτικής.
2. Το ζητούμενο στην παρούσα φάση δεν είναι μόνο το νομικό καθεστώς των Βάσεων, αλλά εάν και ποιος έχει χρησιμοποιήσει χημικά όπλα στη Συρία και αν θα πρέπει να τιμωρηθεί, καθότι πρόκειται για έγκλημα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας. Λογικά, ως παθόντες από την τουρκική εισβολή, θα θέλαμε να τιμωρηθούν οι ένοχοι, οποιοιδήποτε και αν είναι αυτοί. Είτε πρόκειται για τον Άσαντ είτε για τους αντικαθεστωτικούς Τζιχατιστές είτε και για τους δύο. Καμιά, βεβαίως, αμφιβολία δεν υπάρχει ότι το καθεστώς Άσαντ είναι φασιστικό, ενώ, από την πλευρά τους, οι Τζιχατιστές συνιστούν εξίσου επικίνδυνη ομάδα, ειδικώς αν έρθουν στην εξουσία. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η πολιτική των ΗΠΑ στη Συρία σε διπλωματικό επίπεδο έχει όντως εγκλωβιστεί, υπό την έννοια ότι ορθώς υποστηρίζει την απομάκρυνση του Άσαντ, αλλά δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι το επόμενο καθεστώς θα είναι καλύτερο από το υφιστάμενο.
Το ζητούμενο δεν είναι μόνο εάν θα χρησιμοποιηθούν οι Βάσεις, αλλά εάν θα πρέπει να τιμωρηθούν οι ένοχοι. Ναι, θα πρέπει να τιμωρηθούν οι ένοχοι, διότι αυτά τα παιδιά στη Συρία, οι γέροντες και οι γυναίκες, ο άμαχος ανδρικός πληθυσμός που ήταν θύματα των χημικών όπλων, μπορούσαν να ήταν δικοί μας συγγενείς και φίλοι. Συνεπώς, υπάρχει ηθικός λόγος για την τιμωρία καθώς και αποτρεπτικός, δηλαδή να μην επαναληφθούν τέτοια εγκλήματα. Ορθότερο θα ήταν να λυθεί πολιτικά το ζήτημα της Συρίας. Εφόσον όμως αυτό κατέστη αδύνατο, γιατί να λέμε όχι ακόμη και στη χρήση των Βάσων, όταν, ούτως ή άλλως, θα χρησιμοποιηθούν; Πέραν του ιδεαλιστικού υπάρχει και το πολιτικό και στρατηγικό ζήτημα: Τι οφέλη θα έχουμε και τι ζημιές, όταν είναι αντιληπτό για άλλη μια φορά ότι οι ΗΠΑ κυριαρχούν στη γειτονιά μας, καθώς και κάτι άλλο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη:
Η Τουρκία είναι το δεξί χέρι του ηγεμόνα που έχει πρόθεση ενεργητικής εμπλοκής στο Κυπριακό.
Καμιά, μάλιστα, αμφιβολία δεν υπάρχει ότι για τη στήριξή της προς τις ΗΠΑ θα ζητήσει ανταλλάγματα όχι μόνο στη Συρία αλλά και στο Κυπριακό, καθώς και στο φυσικό αέριο. Ερώτημα, λοιπόν: Πότε θα είμαστε σε καλύτερη θέση, όταν στηρίζουμε ηθικές πολιτικές των ΗΠΑ ή όταν φωνασκούμε χωρίς ουσία για τις Βάσεις και βάζουμε νερό στον μύλο της τουρκικής πολιτικής;
Άλλωστε, επειδή περί Βάσεων ο λόγος, υπάρχει άραγε μεγαλύτερη ήττα για τους Βρετανούς από το γεγονός ότι η δική τους άμυνα τελεί υπό τη δική μας εξάρτηση, δηλαδή υπό τη δική μας αντιπυραυλική ομπρέλα των Buk και των TOR-M1; Οι σοβαρές και αξιόπιστες πολιτικές δεν οικοδομούνται με σύνδρομα και φωνασκίες ή με ψευδοπαλληκαρισμούς, αλλά επί τη βάσει ορθολογισμού, ο οποίος είναι θύμα της ξύλινης γλώσσας κενού περιεχόμενου, που επί σειράν ετών δεν διώχνει, αλλά τσιμεντώνει τις Βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο.