09 Σεπτεμβρίου 2013

Πόσο μακριά είναι η Συρία; Η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή μας αφορά άμεσα

Ηαδυναμία σχηματισμού μιας ευρείας συμμαχίας δυτικών δυνάμεων εναντίον της Συρίας του Μπασάρ αλ Ασαντ απέδειξε, όπως και στην περίπτωση του δεύτερου πολέμου κατά του Ιράκ το 2003, ότι η διάλυση της ΕΣΣΔ απελευθέρωσε τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οι οποίες επί μισό αιώνα ευρίσκοντο σε λανθάνουσα κατάσταση λόγω της συσπείρωσης της Δύσης προ της κομμουνιστικής απειλής.Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι είχαν ως αιτία τις ενδοϊμπεριαλιστικές διαφορές των δυνάμεων της Δύσης και όχι τις ιδεολογικές διαφορές τους με την ΕΣΣΔ. Ούτε πρέπει να λησμονούμε ότι πεδίον των πολεμικών συγκρούσεων υπήρξε το έδαφος της ίδιας της Ευρώπης, παρ' όλο που τα συμφέροντα των πρωταγωνιστών των δύο Παγκόσμιων Πολέμων συγκρούονταν στην περιφέρεια για την αναδιανομή του αποικιακού πλούτου.

Επομένως είναι λανθασμένη η άποψη που θεωρεί ότι ο εμφύλιος που διεξάγεται στη Συρία είναι μακριά και η σύγκρουση των συμφερόντων στη Μ. Ανατολή, που ήδη δίχασε την Ευρώπη, δεν αφορά τους λαούς της Γηραιάς Ηπείρου και ειδικότερα, λόγω γειτνίασης, τη χώρα μας.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα κράτος μάς χωρίζει από την ευρύτερη περιοχή των εξελίξεων: η Τουρκία. Αν λοιπόν ασκηθούν στην Αγκυρα πιέσεις προκειμένου να επιτευχθούν οι επιθυμητές εδαφικές διευθετήσεις στην Εγγύς και τη Μ. Ανατολή στο πλαίσιο μιας επαναχάραξης των συνόρων και της διευθέτησης του κουρδικού προβλήματος, θα πρέπει να περιμένουμε ότι αυτές οι πιέσεις θα μεταφερθούν μέσω της Τουρκίας στη χώρα μας και συγκεκριμένα στο Αιγαίο και στη Θράκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χρήστος Γιανναράς σε άρθρο του στις 19/3/2006 με τίτλο «Δισυπόστατη επικράτεια στη Θράκη» διερωτάται:

«Το σενάριο που κάποτε εμφανίστηκε υπαινικτικά ότι η Θράκη θα μπορούσε να είναι από τα πιθανά ανταλλάγματα που θα παραχωρηθούν στην Τουρκία όταν οι ΗΠΑ απαιτήσουν την ίδρυση ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, έχει άραγε ερείσματα ρεαλιστικής πρόβλεψης;». Η άποψη ότι η χώρα μας θα κινδυνεύσει να υποστεί την αντανάκλαση των εδαφικών ανακατατάξεων στη Μ. Ανατολή στο πλαίσιο μιας νέας ισορροπίας συμφερόντων είναι απόλυτα λογική. Επομένως οι εξελίξεις στην εγγύς και Μ. Ανατολή μάς αφορούν άμεσα.

Τα σενάρια της επαναχάραξης των συνόρων δεν έχουν χαρακτήρα επιστημονικής φαντασίας. Μπορεί στο βάθος των εξελίξεων να είναι το Ιράν και η χειραγώγηση του παλαιστινιακού λαού, αλλά ήδη από το 2006 ο σημερινός αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ήταν υπέρμαχος της τριχοτόμησης του Ιράκ. Μάλιστα, με δική του πρωτοβουλία η αμερικανική Γερουσία, με 75 ψήφους υπέρ και μόλις 23 κατά, είχε ψηφίσει υπέρ της διάσπασης του Ιράκ, απόφαση που προσέκρουσε στο βέτο τού τότε προέδρου Μπους. Το γεγονός ότι ακολούθησε πλήθος πανεπιστημιακών μελετών που υποστήριζαν ότι «η μοναδική ελπίδα για την ύπαρξη ενός σταθερού Ιράκ είναι η διάσπασή του» (Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς, Ινστιτούτο Μπρούκινγκς κ.ά.) αποδεικνύει ότι η ιδέα της επαναχάραξης των συνόρων έχει ωριμάσει στις ΗΠΑ. Μάλιστα, η αδυναμία της μελλοντικής συμβίωσης των θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων στη Συρία είναι εμφανέστερη έναντι του Ιράκ λόγω του εμφυλίου.

Πριν από δύο μήνες βρέθηκε στην Αλεξ/πολη ο Lawrence Harrison, ερευνητής και διδάσκων στο Fletcher School του Πανεπιστημίου Tafts, επί σειράν ετών συνεργάτης του Κέντρου Διεθνών Υποθέσεων Weatherhead του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και στενός συνεργάτης του Samuel Huntington και συνεκδότης συγγραμμάτων κοινού ενδιαφέροντος. Σε εκδήλωση που έλαβε χώρα στο Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, η συζήτηση επικεντρώθηκε για ένα χρονικό διάστημα στο πρόβλημα της Συρίας και τη σύνδεση της Τουρκίας με τις εξελίξεις στην Εγγύς και τη Μ. Ανατολή.

Η τοποθέτηση του ομιλητή ήταν λιτή και σαφής: «Εκείνο που γνωρίζω, είπε, είναι ότι η ιστορία της Τουρκίας δεν έχει τελειώσει ακόμη», υπονοώντας κατά την ερμηνεία μου την εδαφική της έκταση και τη θέση των συνόρων της. Εκείνο το οποίο γνωρίζουμε εμείς είναι ότι η ιστορία των δύο κρατών Ελλάδας, Τουρκίας και των λαών τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη κατά τρόπο επώδυνο από δημιουργίας του ελληνικού κράτους. Ο,τι αφορά τη μία χώρα επηρεάζει δυνητικά και την άλλη.