Του Γιώργου Χατζηιωάννου*Δεν
είναι η πρώτη φορά που η χώρα μας σπεύδει να εμφανιστεί «βασιλικότερη
του βασιλέως» και προσπαθεί να φανεί αρεστή στην Ουάσινγκτον, που την
περίοδο αυτή οργανώνει επιθετική ενέργεια εναντίον της Συρίας, για τη
νομιμότητα της οποίας αμφιβάλλει ακόμη και η πλειοψηφία της αμερικανικής
κοινής γνώμης. Αρκετά χρόνια πριν, σπεύσαμε επίσης από τους πρώτους να
συμπαραταχθούμε με τα σχέδια του Τζορτζ Μπους του νεότερου να
εγκαταστήσει πυραυλικά συστήματα και ραντάρ στην Τσεχία και την Πολωνία,
προκειμένου δήθεν να αντιμετωπιστούν ενδεχόμενες επιθέσεις της
Τεχεράνης, αλλά στην πραγματικότητα για να απειλήσει τη Ρωσία.
Ενδεχομένως τότε η Ελλάδα να είχε πραγματικά ανάγκη να εξισορροπήσει μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας, γιατί με τη δεύτερη συζητούσε τους αγωγούς Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και Σάουθ Στριμ, αλλά και την αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων, γεγονός που αποτελούσε ανατροπή της Συμφωνίας της Γιάλτας, με αποτέλεσμα να καταστεί «μαύρο πρόβατο» που έπρεπε να συνετιστεί. Το σχέδιο όμως που στηρίξαμε ακυρώθηκε από τον ίδιο τον αντικαταστάτη του Μπους στον Λευκό Οίκο, τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, που σήμερα αναβάλλει την επίθεση εναντίον της Συρίας προσπαθώντας να κερδίσει την κοινή γνώμη της χώρας του, αλλά και να εκτιμήσει τις συνέπειες της αναμενόμενης επίθεσης που, κατά γενική ομολογία, θα ανοίξει στην κυριολεξία το «κουτί της Πανδώρας» στη Μέση Ανατολή.
Συνεπώς, ούτε και τώρα δεν συνέτρεχε για την Ελλάδα λόγος καλοπιάσματος της Ουάσινγκτον, αφού επιπλέον και την Γκαζπρόμ απομακρύναμε και τη ΔΕΣΦΑ δώσαμε στο Μπακού και ο ΤΑΡ θα περάσει από το έδαφός μας δωρεάν αφού πληρώσει διόδια στην Τουρκία και με το Ισραήλ υπογράψαμε συμφωνία συνεργασίας για τα ενεργειακά και ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς επισκέφτηκε την Ουάσινγκτον, συμπτωματικά, τις παραμονές της δραματικής εξέλιξης στη Συρία και γενικά έχουμε προσανατολιστεί για άλλη μια φορά αποκλειστικά προς τη Δύση.
Εχουμε πάρει ή ζητήσαμε ποτέ ανταλλάγματα για τις ανωτέρω συμπεριφορές μας;
Στο μεταξύ, η θέση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική συνεχώς αποδυναμώνεται με τις περίφημες «αραβικές ανοίξεις» που δημιουργούν κενό εξουσίας και φέρνουν στα πράγματα φανατικές ομάδες ισλαμιστών, συχνά συμμάχων της Αλ Κάιντα, κάτι που μπορεί σίγουρα να συμβεί και στη Συρία αν η αναμενόμενη αμερικανική επίθεση ανατρέψει τον κατά τα άλλα στυγνό δικτάτορα Μπασάρ αλ Ασαντ. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ γίνονται αυτάρκεις σε ενέργεια και δεν έχουν πλέον ανάγκη τη Μέση Ανατολή, ενώ η Ρωσία κλείνει κολοσσιαίες συμφωνίες για τους υδρογονάνθρακές της με την Κίνα και δεν εξαρτάται πλέον σε μεγάλο βαθμό από τις πωλήσεις της στην Ευρώπη. Αντίθετα, η Ευρώπη -και ειδικότερα η χτυπημένη από την κρίση νότια Ευρώπη και η χώρα μας- επηρεάζονται άμεσα από αυτά που συμβαίνουν στη Συρία, το Ιράκ, το Ιράν, την Τουρκία, την ανατολική Μεσόγειο γενικότερα και τη βόρεια Αφρική.
Θα μπορούσε λοιπόν η Ελλάδα, αντί να δίνει γην και ύδωρ χωρίς σοβαρά ανταλλάγματα στην Ουάσινγκτον, να αξιοποιήσει το ειδικό της βάρος ως καλή διαχρονική σύμμαχος των ΗΠΑ από τη μία πλευρά, αλλά και ως χώρα πνευματικά κοντά στη Μόσχα, όπως δήλωσε πρόσφατα και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν από την άλλη και να ζητήσει από Ουάσινγκτον και Μόσχα να παρέμβουν συνεργαζόμενες ρεαλιστικά, με διπλωματικές μεθόδους και όχι με στρατιωτικές επιθέσεις, στο εξαιρετικά περίπλοκο πρόβλημα της Συρίας, που είναι περίπου το ίδιο με αυτό όλων των αραβικών και μεσανατολικών χωρών. Διότι διαφορετικά, αυτό που περιμένουμε όλοι να γίνει μετά την επιστροφή των μελών του Κογκρέσου από τα μπάνια τους στις Μπαχάμες και τη Χαβάη στις 9 Σεπτεμβρίου, θα λειτουργήσει σαν βούτυρο στο ψωμί της Μόσχας και των δυσαρεστημένων με την Ουάσινγκτον και τη Δύση γενικότερα στη Μέση Ανατολή.
Ενδεχομένως τότε η Ελλάδα να είχε πραγματικά ανάγκη να εξισορροπήσει μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας, γιατί με τη δεύτερη συζητούσε τους αγωγούς Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και Σάουθ Στριμ, αλλά και την αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων, γεγονός που αποτελούσε ανατροπή της Συμφωνίας της Γιάλτας, με αποτέλεσμα να καταστεί «μαύρο πρόβατο» που έπρεπε να συνετιστεί. Το σχέδιο όμως που στηρίξαμε ακυρώθηκε από τον ίδιο τον αντικαταστάτη του Μπους στον Λευκό Οίκο, τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, που σήμερα αναβάλλει την επίθεση εναντίον της Συρίας προσπαθώντας να κερδίσει την κοινή γνώμη της χώρας του, αλλά και να εκτιμήσει τις συνέπειες της αναμενόμενης επίθεσης που, κατά γενική ομολογία, θα ανοίξει στην κυριολεξία το «κουτί της Πανδώρας» στη Μέση Ανατολή.
Συνεπώς, ούτε και τώρα δεν συνέτρεχε για την Ελλάδα λόγος καλοπιάσματος της Ουάσινγκτον, αφού επιπλέον και την Γκαζπρόμ απομακρύναμε και τη ΔΕΣΦΑ δώσαμε στο Μπακού και ο ΤΑΡ θα περάσει από το έδαφός μας δωρεάν αφού πληρώσει διόδια στην Τουρκία και με το Ισραήλ υπογράψαμε συμφωνία συνεργασίας για τα ενεργειακά και ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς επισκέφτηκε την Ουάσινγκτον, συμπτωματικά, τις παραμονές της δραματικής εξέλιξης στη Συρία και γενικά έχουμε προσανατολιστεί για άλλη μια φορά αποκλειστικά προς τη Δύση.
Εχουμε πάρει ή ζητήσαμε ποτέ ανταλλάγματα για τις ανωτέρω συμπεριφορές μας;
Στο μεταξύ, η θέση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική συνεχώς αποδυναμώνεται με τις περίφημες «αραβικές ανοίξεις» που δημιουργούν κενό εξουσίας και φέρνουν στα πράγματα φανατικές ομάδες ισλαμιστών, συχνά συμμάχων της Αλ Κάιντα, κάτι που μπορεί σίγουρα να συμβεί και στη Συρία αν η αναμενόμενη αμερικανική επίθεση ανατρέψει τον κατά τα άλλα στυγνό δικτάτορα Μπασάρ αλ Ασαντ. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ γίνονται αυτάρκεις σε ενέργεια και δεν έχουν πλέον ανάγκη τη Μέση Ανατολή, ενώ η Ρωσία κλείνει κολοσσιαίες συμφωνίες για τους υδρογονάνθρακές της με την Κίνα και δεν εξαρτάται πλέον σε μεγάλο βαθμό από τις πωλήσεις της στην Ευρώπη. Αντίθετα, η Ευρώπη -και ειδικότερα η χτυπημένη από την κρίση νότια Ευρώπη και η χώρα μας- επηρεάζονται άμεσα από αυτά που συμβαίνουν στη Συρία, το Ιράκ, το Ιράν, την Τουρκία, την ανατολική Μεσόγειο γενικότερα και τη βόρεια Αφρική.
Θα μπορούσε λοιπόν η Ελλάδα, αντί να δίνει γην και ύδωρ χωρίς σοβαρά ανταλλάγματα στην Ουάσινγκτον, να αξιοποιήσει το ειδικό της βάρος ως καλή διαχρονική σύμμαχος των ΗΠΑ από τη μία πλευρά, αλλά και ως χώρα πνευματικά κοντά στη Μόσχα, όπως δήλωσε πρόσφατα και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν από την άλλη και να ζητήσει από Ουάσινγκτον και Μόσχα να παρέμβουν συνεργαζόμενες ρεαλιστικά, με διπλωματικές μεθόδους και όχι με στρατιωτικές επιθέσεις, στο εξαιρετικά περίπλοκο πρόβλημα της Συρίας, που είναι περίπου το ίδιο με αυτό όλων των αραβικών και μεσανατολικών χωρών. Διότι διαφορετικά, αυτό που περιμένουμε όλοι να γίνει μετά την επιστροφή των μελών του Κογκρέσου από τα μπάνια τους στις Μπαχάμες και τη Χαβάη στις 9 Σεπτεμβρίου, θα λειτουργήσει σαν βούτυρο στο ψωμί της Μόσχας και των δυσαρεστημένων με την Ουάσινγκτον και τη Δύση γενικότερα στη Μέση Ανατολή.