Οι φιλελεύθερες
δημοκρατίες του δυτικού πολιτισμού είναι παρά τις ατέλειες και
δυσλειτουργίες τους η μεγαλύτερη πολιτική κατάκτηση της νεωτερικότητας.
Έχουν όμως ένα πολύ σημαντικό μειονέκτημα: Είναι εξαιρετικά πολύπλοκες
στη λειτουργία τους.Η εξήγηση για αυτήν την πολυπλοκότητα είναι
σχετικά απλή. Οι ίδιες οι κοινωνίες γίνονται όλο και πιο περίπλοκες. Η
κλασική διαστρωμάτωση σε εργατική, μεσαία και ανώτερη τάξη δεν έχει
πλέον ούτε περιγραφική αξία. Διαφορετικές ομάδες συμφερόντων,
διαφορετικά κοινωνικά στρώματα με συγκρουόμενες επιδιώξεις, επάλληλες
ταυτότητες συγκροτούν έναν ποικιλόμορφο και ποικιλόχρωμο καμβά. Η
επιδίωξη του «γενικού συμφέροντος» στο πλαίσιο ενός κοινωνικού
συμβολαίου είναι μία διαρκής άσκηση συμβιβασμών, υποχωρήσεων,
διαπραγματεύσεων. Η ανάγκη σύνθεσης σε αυτήν την ετερογένεια των
επιδιώξεων λειτουργεί ως καταλύτης για πολιτικές συμπράξεις που στο
παρελθόν θα ήταν αδιανόητες. Ακριβώς για αυτό το λόγο στις περισσότερες
ευρωπαϊκές χώρες οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι ο κανόνας, όχι η
εξαίρεση.
Η Ελλάδα εισήλθε ως συνήθως με καθυστέρηση σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Η τρικομματική κυβέρνηση πριν από έναν χρόνο ήταν η έμπρακτη άρνηση του μεταπολιτευτικού μοντέλου της μετωπικής σύγκρουσης. Στην πορεία η ΔΗΜΑΡ δεν άντεξε. Η ηθικολογία υπερίσχυσε της πολιτικής. Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ αποφάσισαν να κρατήσουν τη χώρα ζωντανή. Το εάν θα πετύχουν είναι άμεση συνάρτηση της δυνατότητας να υπερβούν το πελατειακό παρελθόν τους και να αποτολμήσουν τις ριζικές τομές που έχει ανάγκη ο τόπος.
Έχουν όμως ένα επιπρόσθετο πρόβλημα να αντιμετωπίσουν: το λαϊκισμό που ηγεμονεύει στην ελληνική κοινωνία. Απέναντι στα πολύπλοκα προβλήματα ο λαϊκισμός αντιπαραθέτει την αφελή και πολιτικά επικίνδυνη αφήγηση περί «καλών» και «κακών». Εάν φύγουν οι τελευταίοι, οι καλοί θα τα λύσουν όλα με «ένα άρθρο, έναν νόμο». Δεν υπάρχουν πολύπλοκα προβλήματα για τους λαϊκιστές. Όλα είναι απλά και εύκολα, ασπρόμαυρα, όπως στις παλιές ταινίες.
Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της αντίληψης η πρόσφατη διακήρυξη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπου «ορίζεται ότι οι κρατικές δαπάνες για υγεία, παιδεία, κατοικία εξαιρούνται από τον υπολογισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Και το κράτος παρέχει δωρεάν υπηρεσίες παιδείας, υγείας και περίθαλψης σε όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της χώρας» (11 προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την εναλλακτική διακυβέρνηση της χώρας).
Ακριβώς όπως στο Μεσαίωνα, οι καλόγεροι βάφτιζαν το κρέας ψάρι στις περιόδους νηστείας. Η διαφορά είναι βέβαια ότι οι καλόγεροι δεν έδιναν λογαριασμό σε κανέναν, ενώ μία χώρα που θέλει να λέγεται ευρωπαϊκή οφείλει να σέβεται τους κανόνες του παιχνιδιού, αλλιώς κανείς δεν την παίρνει στα σοβαρά και κυρίως δεν της δανείζει.
Το ερώτημα είναι γιατί αυτές οι απλοϊκές και ισοπεδωτικές αντιλήψεις έχουν απήχηση σε ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Παρότι δεν μπορεί να δοθεί τεκμηριωμένη απάντηση στο πλαίσιο αυτού του κειμένου, αξίζει να επισημανθεί μία διάσταση, που δεν έχει και τόσο συζητηθεί. Τουλάχιστον δύο γενιές ανατράφηκαν σε περιβάλλον τεχνητής ευημερίας, ευζωίας και ακραίου ατομικισμού. Οι γενιές αυτές υπέστησαν σοκ με την κρίση και πολιτικοποιήθηκαν με όρους ποδοσφαιρικού χουλιγκανισμού. Η πολυπλοκότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας τούς άφησε παγερά αδιάφορους. Υπέκυψαν στις σειρήνες του αριστεροδέξιου λαϊκισμού, πίστεψαν ότι υπάρχουν μαγικές λύσεις, βρήκαν τους αποδιοπομπαίους τράγους, επινόησαν εχθρούς, έστησαν κρεμάλες και απαίτησαν να καεί η Βουλή.
Και μετά ήλθαν οι Χρυσαυγίτες…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία» στις 9/07/2013
Η Ελλάδα εισήλθε ως συνήθως με καθυστέρηση σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Η τρικομματική κυβέρνηση πριν από έναν χρόνο ήταν η έμπρακτη άρνηση του μεταπολιτευτικού μοντέλου της μετωπικής σύγκρουσης. Στην πορεία η ΔΗΜΑΡ δεν άντεξε. Η ηθικολογία υπερίσχυσε της πολιτικής. Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ αποφάσισαν να κρατήσουν τη χώρα ζωντανή. Το εάν θα πετύχουν είναι άμεση συνάρτηση της δυνατότητας να υπερβούν το πελατειακό παρελθόν τους και να αποτολμήσουν τις ριζικές τομές που έχει ανάγκη ο τόπος.
Έχουν όμως ένα επιπρόσθετο πρόβλημα να αντιμετωπίσουν: το λαϊκισμό που ηγεμονεύει στην ελληνική κοινωνία. Απέναντι στα πολύπλοκα προβλήματα ο λαϊκισμός αντιπαραθέτει την αφελή και πολιτικά επικίνδυνη αφήγηση περί «καλών» και «κακών». Εάν φύγουν οι τελευταίοι, οι καλοί θα τα λύσουν όλα με «ένα άρθρο, έναν νόμο». Δεν υπάρχουν πολύπλοκα προβλήματα για τους λαϊκιστές. Όλα είναι απλά και εύκολα, ασπρόμαυρα, όπως στις παλιές ταινίες.
Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της αντίληψης η πρόσφατη διακήρυξη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπου «ορίζεται ότι οι κρατικές δαπάνες για υγεία, παιδεία, κατοικία εξαιρούνται από τον υπολογισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Και το κράτος παρέχει δωρεάν υπηρεσίες παιδείας, υγείας και περίθαλψης σε όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της χώρας» (11 προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την εναλλακτική διακυβέρνηση της χώρας).
Ακριβώς όπως στο Μεσαίωνα, οι καλόγεροι βάφτιζαν το κρέας ψάρι στις περιόδους νηστείας. Η διαφορά είναι βέβαια ότι οι καλόγεροι δεν έδιναν λογαριασμό σε κανέναν, ενώ μία χώρα που θέλει να λέγεται ευρωπαϊκή οφείλει να σέβεται τους κανόνες του παιχνιδιού, αλλιώς κανείς δεν την παίρνει στα σοβαρά και κυρίως δεν της δανείζει.
Το ερώτημα είναι γιατί αυτές οι απλοϊκές και ισοπεδωτικές αντιλήψεις έχουν απήχηση σε ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Παρότι δεν μπορεί να δοθεί τεκμηριωμένη απάντηση στο πλαίσιο αυτού του κειμένου, αξίζει να επισημανθεί μία διάσταση, που δεν έχει και τόσο συζητηθεί. Τουλάχιστον δύο γενιές ανατράφηκαν σε περιβάλλον τεχνητής ευημερίας, ευζωίας και ακραίου ατομικισμού. Οι γενιές αυτές υπέστησαν σοκ με την κρίση και πολιτικοποιήθηκαν με όρους ποδοσφαιρικού χουλιγκανισμού. Η πολυπλοκότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας τούς άφησε παγερά αδιάφορους. Υπέκυψαν στις σειρήνες του αριστεροδέξιου λαϊκισμού, πίστεψαν ότι υπάρχουν μαγικές λύσεις, βρήκαν τους αποδιοπομπαίους τράγους, επινόησαν εχθρούς, έστησαν κρεμάλες και απαίτησαν να καεί η Βουλή.
Και μετά ήλθαν οι Χρυσαυγίτες…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία» στις 9/07/2013