Έχει συγκριθεί συχνά η σημερινή κρίση με τη Μεγάλη Ύφεση
του περασμένου αιώνα. Η σύγκριση αυτή μας βοηθά να βρούμε τρόπους για
να βγούμε από την κρίση ή τουλάχιστον να επισπεύσουμε την έξοδο αυτή.Μια από τις πλευρές που ενδεχομένως δεν έχουν προβληθεί αρκετά, γράφει στην El Pais ο καθηγητής οικονομικής ιστορίας Γκαμπριέλ Τορτέγια, είναι η τεράστια ευθύνη που είχαν για την Ύφεση οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Δεν είναι μόνο ότι η κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης αποτέλεσε τον καταλύτη για την ύφεση ούτε το γεγονός πως «όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες πουντιάζουν, ολόκληρος ο κόσμος παθαίνει πνευμονία»,
ούτε ότι η προστατευτική αντίδραση της τότε κυβέρνησης οδήγησε στην
αποσύνθεση του παγκοσμίου εμπορίου και τον πόλεμο των δασμών. Το σημαντικότερο είναι ότι ο απομονωτισμός των Ηνωμένων Πολιτειών μετά
τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν τόσο μεγάλος και ανεύθυνος, ώστε έπληξε
αποφασιστικά τη μεταπολεμική ανάκαμψη και όξυνε τις οικονομικές και
πολιτικές εντάσεις στην Ευρώπη. Για τον λόγο αυτό, η κατάρρευση της Γουολ Στριτ προκάλεσε μια σειρά από
οικονομικές και πολιτικές κρίσεις, που οδήγησαν με τη σειρά τους στον Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όταν τελείωσε ο πρώτος πόλεμος, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μια ηγεμονική δύναμη, καθώς η Αγγλία, η Γερμανία και η Γαλλία είχαν υποστεί σημαντικά πλήγματα στις οικονομίες τους. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, εκτός του ότι είχαν καταστραφεί από τον πόλεμο, είχαν υπερχρεωθεί και απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη με τη συνθήκη των Βερσαλλιών να πληρώσει αποζημιώσεις που είχαν περισσότερο χαρακτήρα τιμωρίας παρά δικαιοσύνης. Η Αγγλία και η Γαλλία είχαν δανειστεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να καλύψουν τις πολεμικές τους δαπάνες. Οι τελευταίες συγκέντρωναν, επιπλέον, τα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού.Ήταν έτσι στο χέρι των Ηνωμένων Πολιτειών να συμβάλουν στην εξομάλυνση της παγκόσμιας κατάστασης και να βοηθήσουν τη χρεοκοπημένη Ευρώπη να βγει από την κρίση. Παρά ταύτα, οι ΗΠΑ ακολούθησαν μια μυωπική πολιτική, χωρίς να αναλάβουν τις ευθύνες που τούς αντιστοιχούσαν.
Ήταν ένας κακός προάγγελος όταν η αμερικανική Γερουσία απέρριψε την ένταξη στην Κοινωνία των Εθνών. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ο πρόεδρος Κάλβιν Κούλιτζ αρνήθηκε την ελάφρυνση του χρέους, λέγοντας «αυτοί χρεώθηκαν, όχι εμείς». Και το πιο σοβαρό απ' όλα ήταν η άρνηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να ακολουθήσει την επεκτατική πολιτική που αντιστοιχούσε σε μια χώρα με τόσο μεγάλα αποθέματα χρυσού. Μια τέτοια πολιτική θα οδηγούσε σε αύξηση των εισαγωγών και οι ευρωπαϊκές χώρες θα έπαιρναν μια ανάσα.Η σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη παρουσιάζει ενδιαφέροντες παραλληλισμούς με εκείνη την εποχή. Η ηγεμονική χώρα σήμερα είναι η Γερμανία, η ίδια χώρα που τότε ήταν ο «ορισμός του PIG»: είχε χάσει, χρωστούσε και ήταν ένοχη για την έναρξη του πολέμου.
Τότε, το νομισματικό σύστημα υπάκουε στον αυστηρό κανόνα του χρυσού. Σήμερα, υπακούει στους ακόμη πιο αυστηρούς κανόνες του ευρώ. Ο κανόνας του χρυσού εμπόδιζε τις ευρωπαϊκές χώρες να ακολουθήσουν στην πράξη μια επεκτατική πολιτική, καθώς τα αποθέματα χρυσού που διέθεταν ήταν λιγοστά. Η μόνη χώρα που θα μπορούσε να το κάνει ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες - αλλά δεν το έκανε. Εκτός από φιλάργυρες, οι ΗΠΑ ήταν και αλαζονικές, κάνοντας συνεχώς στους Ευρωπαίους μαθήματα λιτότητας και ηθικής. Το ίδιο που κάνει δηλαδή σήμερα η Γερμανία.Η Αμερική διδάχθηκε όμως από εκείνη την εμπειρία και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εφάρμοσε το Σχέδιο Μάρσαλ.Η Γερμανία θα έπρεπε να ακολουθήσει σήμερα το παράδειγμα του υπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ και του προέδρου Χάρι Τρούμαν, όχι του Κάλβιν Κούλιτζ. Πηγή: El Pais
Όταν τελείωσε ο πρώτος πόλεμος, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μια ηγεμονική δύναμη, καθώς η Αγγλία, η Γερμανία και η Γαλλία είχαν υποστεί σημαντικά πλήγματα στις οικονομίες τους. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, εκτός του ότι είχαν καταστραφεί από τον πόλεμο, είχαν υπερχρεωθεί και απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη με τη συνθήκη των Βερσαλλιών να πληρώσει αποζημιώσεις που είχαν περισσότερο χαρακτήρα τιμωρίας παρά δικαιοσύνης. Η Αγγλία και η Γαλλία είχαν δανειστεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να καλύψουν τις πολεμικές τους δαπάνες. Οι τελευταίες συγκέντρωναν, επιπλέον, τα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού.Ήταν έτσι στο χέρι των Ηνωμένων Πολιτειών να συμβάλουν στην εξομάλυνση της παγκόσμιας κατάστασης και να βοηθήσουν τη χρεοκοπημένη Ευρώπη να βγει από την κρίση. Παρά ταύτα, οι ΗΠΑ ακολούθησαν μια μυωπική πολιτική, χωρίς να αναλάβουν τις ευθύνες που τούς αντιστοιχούσαν.
Ήταν ένας κακός προάγγελος όταν η αμερικανική Γερουσία απέρριψε την ένταξη στην Κοινωνία των Εθνών. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ο πρόεδρος Κάλβιν Κούλιτζ αρνήθηκε την ελάφρυνση του χρέους, λέγοντας «αυτοί χρεώθηκαν, όχι εμείς». Και το πιο σοβαρό απ' όλα ήταν η άρνηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να ακολουθήσει την επεκτατική πολιτική που αντιστοιχούσε σε μια χώρα με τόσο μεγάλα αποθέματα χρυσού. Μια τέτοια πολιτική θα οδηγούσε σε αύξηση των εισαγωγών και οι ευρωπαϊκές χώρες θα έπαιρναν μια ανάσα.Η σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη παρουσιάζει ενδιαφέροντες παραλληλισμούς με εκείνη την εποχή. Η ηγεμονική χώρα σήμερα είναι η Γερμανία, η ίδια χώρα που τότε ήταν ο «ορισμός του PIG»: είχε χάσει, χρωστούσε και ήταν ένοχη για την έναρξη του πολέμου.
Σήμερα, PIGS είναι οι χώρες της νότιας Ευρώπης που ξόδεψαν όσα είχαν και δανείστηκαν από τη Γερμανία.
Τότε, το νομισματικό σύστημα υπάκουε στον αυστηρό κανόνα του χρυσού. Σήμερα, υπακούει στους ακόμη πιο αυστηρούς κανόνες του ευρώ. Ο κανόνας του χρυσού εμπόδιζε τις ευρωπαϊκές χώρες να ακολουθήσουν στην πράξη μια επεκτατική πολιτική, καθώς τα αποθέματα χρυσού που διέθεταν ήταν λιγοστά. Η μόνη χώρα που θα μπορούσε να το κάνει ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες - αλλά δεν το έκανε. Εκτός από φιλάργυρες, οι ΗΠΑ ήταν και αλαζονικές, κάνοντας συνεχώς στους Ευρωπαίους μαθήματα λιτότητας και ηθικής. Το ίδιο που κάνει δηλαδή σήμερα η Γερμανία.Η Αμερική διδάχθηκε όμως από εκείνη την εμπειρία και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εφάρμοσε το Σχέδιο Μάρσαλ.Η Γερμανία θα έπρεπε να ακολουθήσει σήμερα το παράδειγμα του υπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ και του προέδρου Χάρι Τρούμαν, όχι του Κάλβιν Κούλιτζ. Πηγή: El Pais