18 Ιουλίου 2013

Ανταγωνιστικότητα και εργατικό κόστος

https://encrypted-tbn3.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTbpf5wX8ij2DxtLPOXnu9yfV8milc0xgLdZiMiTVEhVU78XssOqgΝαπολέων Μαραβέγιας, Ελευθεροτυπία, 16/07/2013
Είναι γενικά παραδεκτό ότι η ανταγωνιστικότητα μιας εθνικής οικονομίας συνδέεται άμεσα με το κόστος παραγωγής κατά μονάδα προϊόντος, δηλ. με το επίπεδο παραγωγικότητας σε σχέση με το συνολικό κόστος της παραγωγής.Στο θέμα αυτό, η κυρίαρχη οικονομική σκέψη θεωρεί ότι η μείωση του κόστους εργασίας μπορεί να μειώσει το κατά μονάδα κόστος παραγωγής άμεσα και αποτελεσματικά. Προς την κατεύθυνση αυτή, συνεπώς, κινούνται οι συμβουλές των διεθνών οργανισμών προτείνοντας την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και την ευελιξία των μισθών. Προφανώς, αυτή είναι και η επιδίωξη του Προγράμματος Προσαρμογής της χώρας μας προκειμένου να βελτιωθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητά της, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ελλειμματικό εμπορικό της ισοζύγιο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κόστος εργασίας (μισθοί και εισφορές) είναι το μοναδικό στοιχείο κόστους παραγωγής που μπορεί να συρρικνωθεί άμεσα σε σχέση με τα άλλα στοιχεία κόστους παραγωγής, που είναι: το κόστος των πρώτων υλών, της ενέργειας, της γραφειοκρατίας, του χρήματος (επιτόκια) κ.λπ. Αν και συχνά το κόστος εργασίας είναι σχετικά μικρό ποσοστό του συνολικού κόστους, έχει μεγάλη σημασία, γιατί μόνο οι μισθοί μπορούν να περιοριστούν μέσω της νομοθεσίας (ευελιξία της αγοράς εργασίας), της ανεργίας, της μείωσης της διαπραγματευτικής δύναμης των εργατικών ενώσεων κ.ά. Τα άλλα στοιχεία κόστους (πρώτες ύλες, ενέργεια, επιτόκια κ.ά.) είναι σταθερά, καθώς η τιμή τους εξαρτάται από τη συνθήκες της εσωτερικής και συχνότερα της διεθνούς αγοράς. Οσον αφορά το κόστος της γραφειοκρατίας, δηλ. της εμπλοκής των δημοσίων υπηρεσιών στη διαδικασία παραγωγής (καθυστέρηση, διαφθορά, αναποτελεσματικότητα), αυτό εξαρτάται από τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης, πράγμα που δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί, ιδίως στις μεσογειακές χώρες.

Ομως, η σχετική «ευκολία» βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, μέσω της μείωσης του εργατικού κόστους, έχει πολύ σοβαρές συνέπειες σε πολλά επίπεδα, πράγμα που συχνά και συστηματικά παραγνωρίζεται από την κυρίαρχη οικονομική σκέψη. Πρώτα απʼ όλα παραγνωρίζεται ότι η μείωση του κόστους παραγωγής κατά μονάδα προϊόντος μπορεί να προέλθε, όχι μόνο από τη μείωση του κόστους, αλλά και από την τεχνολογική και οργανωτική βελτίωση των μεθόδων παραγωγής. Με την αναδιάρθρωση των παραγωγικών μονάδων και την εισαγωγή νέων τρόπων παραγωγής, είναι δυνατόν να αυξηθεί η παραγωγικότητα χωρίς να μειωθεί το κόστος εργασίας. Αντίθετα, μπορεί και να αυξηθούν οι μισθοί, αν τα οφέλη της αυξημένης παραγωγικότητας διανεμηθούν «δίκαια» μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου.

Ακόμη περισσότερο, δεν πρέπει να υποτιμάται η σημασία που έχει το ύψος του εργατικού κόστους στις αποφάσεις για την τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγικής διαδικασίας. Αν το κόστος εργασίας είναι χαμηλότερο από το κόστος του κεφαλαίου, οι επιχειρήσεις δεν έχουν συμφέρον να εισαγάγουν τεχνολογικές καινοτομίες αυξάνοντας τις επενδύσεις. Προτιμούν να συνεχίσουν με παραδοσιακές μεθόδους χρησιμοποιώντας το συντελεστή που έχει σχετικά χαμηλότερη τιμή, δηλαδή την εργασία. Ετσι, προφανώς, περιορίζεται η αύξηση της παραγωγικότητας που προκύπτει από την τεχνολογική πρόοδο. Στη σημερινή περίοδο της κρίσης, όπου επιτυγχάνεται μείωση του κόστους εργασίας (ευελιξία μισθών), το κατά μονάδα κόστος, έπειτα από μια πρόσκαιρη μείωση, μπορεί να αυξηθεί (λόγω της υποχώρησης της παραγωγικότητας), με αποτέλεσμα τη μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας - όταν επιδιώκεται το αντίθετο. Επιπλέον, η αύξηση της απασχόλησης, που προκύπτει με τον τρόπο αυτό (προτίμηση της σχετικά φθηνότερης εργασίας αντί του κεφαλαίου), είναι περιορισμένη, λόγω των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης ή ακόμη και της ύφεσης που παρατηρείται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Τέλος, ας σημειωθεί ότι η μείωση του μεριδίου της εργασίας στη διανομή του παραγόμενου εισοδήματος, μέσω της συρρίκνωσης του εργατικού μισθού, δεν συμβαδίζει με τη δημοκρατική εξέλιξη μιας κοινωνίας και προοιωνίζεται ευρύτερες κοινωνικές συγκρούσεις και πολιτική αστάθεια.
Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός