Με αφορμή την πρόσφατη δήλωση του
ΔΝΤ πως το «μνημόνιο στην Ελλάδα ήταν λάθος κίνηση» μιλήσαμε με τον
αναπληρωτή καθηγητή Οικονομικών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης κ. Δημήτρη Μάρδα για το φαινόμενο της κρίσης στην Ελλάδα
αλλά και τις πολιτικές που μπορούν να εφαρμοστούν για την αντιμετώπιση
της.
Πώς θα χαρακτηρίζατε εσείς την πολιτική που επιβάλλει το μνημόνιο?
Μπορεί να υπάρξει κάποιου άλλου είδους πολιτική?
Ποιες πιθανές λύσεις θα προτείνατε?
Πού οφείλεται η «οικονομική κρίση» στην Ελλάδα σήμερα?
Στην
περίπτωση της Ελλάδας η κρίση εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το πρόβλημα
του χρέους. Στην Ελλάδα έχουμε κρίση χρέους και κρίση ρευστότητας.
Μπορούσε κάποιος να προβλέψει την κρίση πριν από το 2009 γιατί υπήρχε
μια διόγκωση του δημοσίου χρέους της χώρας, χωρίς να υπάρχει μια
προσπάθεια αποκλιμάκωσης.
Ποιος ευθύνεται για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα?
Κατ’
αρχάς ευθύνονται οι πολιτικοί γιατί αυτοί συντάσσουν έναν
προϋπολογισμό. Αν ο προϋπολογισμός έχει πολλά ελλείμματα, αυτά τα
ελλείμματα κάποια ώρα συσσωρεύονται και μπαίνουν στο χρέος. Το έλλειμμα
σου για να το καλύψεις δανείζεσαι. Αυτό το δάνειο που παίρνεις για να
καλύψεις το έλλειμμα του ετήσιου προϋπολογισμού ενσωματώνεται στο χρέος.
Κάποια ώρα αποπληρώνεις κάτι και αυτό αφαιρείται από το χρέος. Κάποια
ώρα προσθέτεις νέα ελλείμματα και αυτά προσθέτονται στο χρέος. Στην
περίπτωσή μας οι αποπληρωμές είναι πολύ λιγότερες από τις προσθήκες με
αποτέλεσμα να διογκώνεται το χρέος. Την ευθύνη την έχουν αυτοί που
συνέθεσαν προϋπολογισμούς από το 1965 και μετά. Πάρθηκαν λανθασμένες
αποφάσεις που οδήγησαν σε υψηλά ετήσια ελλείμματα στον προϋπολογισμό, τα
οποία διόγκωσαν το χρέος καθώς δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν στους
χρόνους που έπρεπε να αποπληρωθούν. Οι πολιτικοί θεωρούσαν ότι μπορούμε
να ζούμε συνεχώς με δανεικά. Αυτή ήταν η αντίληψη της εποχής.
Πώς θα χαρακτηρίζατε εσείς την πολιτική που επιβάλλει το μνημόνιο?
Από
την στιγμή που οφείλεις χρήματα είναι εύλογο ότι οι πιστωτές θα σου
βάλουν κάποιους όρους. Το ζητούμενο είναι το πώς μπήκαν αυτοί οι όροι,
αν διαπραγματευτήκαμε αυτούς τους όρους και το κυρίως ζητούμενο είναι το
αν είχαμε αντιληφθεί ποια ήταν η θέση μας το 2009. Πιστεύω ότι δεν
είχαν αντιληφθεί το βάρος του ελληνικού χρέους στο σύνολο της ευρωπαϊκής
οικονομίας με αποτέλεσμα να μην το διαπραγματευτούν. Το είδαν ως εθνικό
θέμα ενώ είμαστε ένα υποσύνολο ενός μεγάλου συνόλου που λέγεται ευρώ
και είμαστε αναπόσπαστο κομμάτι του. Δεν είμαστε περιθωριακά
συνδεδεμένοι. Αυτό δεν το εκτίμησαν σωστά. Δεν είναι όλα τα στοιχεία του
μνημονίου άσχημα. Έχει όμως και υπερβολές που θα μπορούσαμε να τις
αποφύγουμε.
Μπορεί να υπάρξει κάποιου άλλου είδους πολιτική?
Μπορεί
να υπάρξει ακόμα και τώρα, στο πλαίσιο αυτού του καναλιού που έχουμε
μπει. Η προσέγγιση «παίρνω και σχίζω το μνημόνιο» είναι ένα πολιτικό
πυροτέχνημα. Υποθέτω και αυτοί που το υποστηρίζουν δεν το πολύ
πιστεύουν. Σαφώς η Ελλάδα μπορεί ακόμα να διαπραγματευτεί. Παράδειγμα:
έρχεται η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ που δηλώνει ότι έγιναν λάθη
στρατηγικής στην χώρα. Η ερώτηση είναι: «Γιατί μας επέβαλαν τόσο σκληρά
μέτρα την στιγμή που γνώριζαν εκ των προτέρων ότι δεν μπορούσαν να
εφαρμοστούν»? Δηλαδή, έρχεται ένα μνημόνιο και έχουμε έναν υπουργό
οικονομικών που είναι ο κ. Παπακωνσταντίνου. Όλοι θα περιμέναμε τον κ.
Παπακωνσταντίνου να τον πλαισιώνουν τρεις μεγάλες ομάδες: μια
τραπεζιτών, μία οικονομολόγων και μία νομικών. Αυτές δεν τις είδαμε.
Μπορεί το υπουργείο να έχει τις υποδομές του και τους συμβούλους του
αλλά αυτή η ομάδα δεν ήταν αρκετή για να δώσει μια αξιοπρεπή λύση στο
μνημόνιο. Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο λάθος που έγινε, Μετά ήρθαν ένα σωρό
σύμβουλοι γύρω από τον κ. Παπανδρέου: πολλά γνωστά ονόματα. Ωστόσο,
διαπιστώσαμε ότι όσα διεθνώς διακήρυσσαν δεν εφαρμόστηκαν στην χώρα μας.
Αυτό τι σημαίνει? Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο κ. Στίγκλιτς άλλα έλεγε
και άλλα πρότεινε. Απλά αυτά που πρότεινε δεν έγιναν αποδεχτά. Άρα
φοβάμαι ότι ενώ υπήρχαν πάρα πολλοί καλοί σύμβουλοι γύρω από τον
Παπανδρέου, αυτός μάλλον δεν τους άκουσε. Μάλλον, άκουγε κάποιους άλλους
συμβούλους. Με αποτέλεσμα να έχουμε αυτή την εκτροπή που είχαμε.
Ποιες πιθανές λύσεις θα προτείνατε?
Έχουμε
ένα πρόβλημα ρευστότητας και για να λυθεί αυτό το πρόβλημα υπάρχουν
τρεις λύσεις: δημιουργείται ένα ευρωομόλογο σε επίπεδο κοινότητας και
έρχεται η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα και βγάζει χρήματα και λύνει το
πρόβλημα. Αυτό όμως μπορεί να δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις κάτι
που φοβάται η Γερμανία. Μπορεί, δεν είναι απόλυτο. Μία λύση είναι αυτή.
Δεύτερη λύση είναι να πούμε: γυρίζουμε στην δραχμή και έχουμε και το
ευρώ και την δραχμή και κάποια ώρα η δραχμή θα υποσκελίσει το ευρώ και
θα γυρίσουμε στην δραχμή χωρίς να το καταλάβουμε. Η τρίτη λύση που
ακούγεται είναι να δημιουργηθεί ένα συμπληρωματικό νόμισμα, δεν εννοούμε
την δραχμή. Είναι π.χ. ένα ομόλογο το οποίο μπορεί να κυκλοφορήσει σε
εθνικό επίπεδο και να έχει έναντι, γιατί όλα τα ομόλογα πρέπει να έχουν
κάτι ως αντίκρισμα., collateral στην τεχνική γλώσσα, να έχει ως
αντίκρισμα κάποιες αξίες. Αυτές οι αξίες για μας μπορεί να είναι κάποια
υπερσύγχρονα τουριστικά ακίνητα τα οποία θα χτίσουμε. Η έννοια του
συμπληρωματικού νομίσματος, η οποία άρχισε να ανατέλλει το τελευταίο
χρονικό διάστημα, κάποια ώρα πρέπει από το αφηρημένο και το ακαδημαϊκό
να περάσει στο πλαίσιο της πολιτικής και ενδεχομένως να συζητήσουμε την
δημιουργία ενός συμπληρωματικού νομίσματος στην χώρα γιατί έχουμε
τρομακτικό πρόβλημα ρευστότητας.