Η αλήθεια είναι ότι οι προσδοκίες μας για το πολιτικό μέλλον της Αιγύπτου αλλά και των άλλων κρατών μετά την Αραβική Ανοιξη ήταν υπερβολικές. Είναι ποτέ δυνατόν σε ένα κράτος της Μ. Ανατολής ή της Βόρειας Αφρικής να επικρατήσει αποσπασματικά ένα δημοκρατικό καθεστώς με ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. αυτό της Δανίας;
Διότι ο χαρακτήρας του πολιτικού καθεστώτος μιας χώρας και οι δυνατότητες περαιτέρω εκδημοκρατισμού της αξιολογούνται με κριτήρια που αναφέρονται στην ιστορική της διαδρομή και στο πολιτικό περιβάλλον της περιοχής όπου ανήκει γεωγραφικά. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κράτη περιοχών με ομοιογενή χαρακτηριστικά κυβερνώνται από καθεστώτα του ιδίου ή παρεμφερούς τύπου.
Η Δυτική Ευρώπη, η Λατινική Αμερική, η Μέση Ανατολή, η Αφρική αποτελούν πειστικά παραδείγματα. Δεν ήταν λοιπόν εφικτό στη Μ. Ανατολή, που χαρακτηρίζεται από τα δικτατορικά και φεουδαρχικά καθεστώτα όλων των κρατών της, να ανθήσει μια δημοκρατία δυτικού τύπου. Επειδή μάλιστα τα σύνορα των κρατών της Μ. Ανατολής σχεδιάστηκαν με μοναδικό κριτήριο την εξισορρόπηση των ξένων συμφερόντων, δημιουργώντας ανομοιογενή μορφώματα και εγκλωβίζοντας εθνοτικές και θρησκευτικές αντιπαλότητες, όπου επιχειρήθηκε βίαια η εγκαθίδρυση δημοκρατίας τα αποτελέσματα ήσαν καταστροφικά.
Σύμφωνα με τον Μάικλ Μαν, έναν από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της ιστορικής κοινωνιολογίας, η επιβολή της εκλογικής διαδικασίας στο Ιράκ από τις ΗΠΑ, με τη στρατιωτική επέμβασή τους, επιδείνωσε τα αδιέξοδα της χώρας και οδήγησε το Ιράκ στο φάσμα της τριχοτόμησης διότι εντάθηκε η πόλωση. Το ίδιο συμβαίνει σήμερα στην Αίγυπτο.
Από την αρχή της Αραβικής Ανοιξης έως σήμερα προβάλλει το ερώτημα: Γιατί όλες οι εξεγέρσεις περιορίστηκαν στα κοσμικά καθεστώτα της ευρύτερης περιοχής και δεν άγγιξαν σχεδόν καθόλου τα αναχρονιστικά κληρονομικά καθεστώτα των εμίρηδων και των σεΐχηδων; Σε σημείο που όταν κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων η σπίθα της αμφισβήτησης του καθεστώτος μεταλαμπαδεύτηκε στο Μπαχρέιν, οι λαϊκές αντιδράσεις καταπνίγηκαν μέσα στη βία και στο αίμα με την εισβολή σαουδαραβικών και δυνάμεων των κρατών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου για να προστατεύσουν το καθεστώς του βασιλιά Χαλίφα, χωρίς καμιά ένσταση από τη Δύση. Και όχι μόνον αυτό. Αλλά η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ πρωτοστατούν στην ανατροπή των κοσμικών καθεστώτων της περιοχής (Λιβύη, Συρία), ευθυγραμμιζόμενες με τις επιδιώξεις της Δύσης.
Γιατί όμως η Δύση βοήθησε με κάθε μέσον την επικράτηση του μετριοπαθούς Ισλάμ στις χώρες της Αραβικής Ανοιξης; Κατ' αρχάς διότι επιδιώκει, αξιοποιώντας το μετριοπαθές Ισλάμ, να περιορίσει τη θρησκευτική ριζοσπαστικοποίηση των λαών της περιοχής και, κατά δεύτερο λόγο, διότι η θρησκεία του Ισλάμ με τις διάφορες εκφάνσεις της (σουνίτες, σιίτες, αλεβίτες κ.ά.) επιτρέπει στα δυτικά συμφέροντα να διασπούν την ενότητα του αραβικού κόσμου σε περιφερειακό και κρατικό επίπεδο και να δρομολογούν τις επιθυμητές εξελίξεις.
Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι εξελίξεις στην Αίγυπτο θα προβληματίσουν τη Δύση για το μέλλον της Συρίας. Οπωσδήποτε όμως θα ελαττώσουν την επιρροή της Αγκυρας στον αραβικό κόσμο, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι η Αίγυπτος αποτελεί την ισχυρότερη αραβική χώρα. Αν μάλιστα συνεκτιμήσουμε το γεγονός ότι οι σχέσεις της Αγκυρας με τις τρεις μητροπόλεις του αραβικού κόσμου, τη Δαμασκό (έδρα του χαλιφάτου των Ομεϊάδων), τη Βαγδάτη (έδρα του χαλιφάτου των Αββασίδων) και το Κάιρο (έδρα του χαλιφάτου των Φατιμίδων) είναι μετά τις τελευταίες εξελίξεις ψυχρές έως εχθρικές, τότε είναι αυτονόητο ότι η επιρροή της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο οδηγείται στο ναδίρ της.
Αυτό θα αναγκάσει τον Ερντογάν να ενισχύσει την παρέμβασή του στο Παλαιστινιακό και να οξύνει τις σχέσεις του με το Ισραήλ. Ο Ασαντ παλαιότερα, κατά τη διάρκεια συνάντησης με αντιπροσωπεία χριστιανικών οργανώσεων της Μ. Ανατολής, φέρεται ότι δήλωσε: «Αρνούμαι να δεχθώ να αντικαθιστά ο οθωμανισμός τον παναραβισμό και να ξαναγίνεται η Τουρκία το κυριότερο κέντρο απόφασης για τον αραβικό κόσμο». Οπωσδήποτε αυτές οι φιλοδοξίες της Αγκυρας, προσωρινά τουλάχιστον, ανακόπτονται.