09 Ιουνίου 2013

Τα τρία «y»

Δώδεκα χρόνια μετά την ίδρυση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ο Ερντογάν, που θα έδινε τη μάχη κατά των τριών «y» της Τουρκίας: yolsuzluk (διαφθορά), yoksulluk (φτώχεια), yasaklar (απαγορεύσεις), σήμερα τα ξαναβρίσκει απέναντί του
Την Τρίτη 14 Αυγούστου 2001 στην Τουρκία τα βλέμματα είχαν στραφεί στο πεντάστερο Bilkent Hotel της Αγκυρας, όπου 74 άνθρωποι συμμετείχαν στην ίδρυση ενός νέου κόμματος. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Adalet ve Kalkinma Partisi) εμφανίστηκε επίσημα στον πολιτικό χάρτη της χώρας τρεις βδομάδες μετά την απαγόρευση από το συνταγματικό δικαστήριο του Κόμματος Αρετής.

Τα αρχικά των λέξεων στο όνομα του νεοσύστατου κόμματος σχημάτιζαν τη λέξη ΑΚ, που σημαίνει «λευκός», «καθαρός». Σήμα είχε μια κίτρινη φωτισμένη λάμπα και σύνθημα τη μάχη κατά των τριών «y» της Τουρκίας: yolsuzluk (διαφθορά), yasaklar (απαγορεύσεις), yoksulluk (φτώχεια). Δώδεκα χρόνια μετά, το κόμμα του Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται αντιμέτωπο με τα ίδια τρία «y».

Το ΑΚ θεωρήθηκε άλλο ένα εγχείρημα του πολιτικού Ισλάμ να διεκδικήσει ζωτικό χώρο από το παντοδύναμο κεμαλικό κατεστημένο. Τα τέσσερα ισλαμικά κόμματα πριν απ' αυτό ήταν βασισμένα στο κίνημα του Milli Gorusϋ (Εθνικό Οραμα) που ξεκίνησε ο ισλαμιστής Νετζμεντίν Ερμπακάν το 1969 με πρόταγμα την εκβιομηχάνιση, την ανάπτυξη και την οικονομική ανεξαρτησία της χώρας. Κι ενώ στην πραγματικότητα τα ισλαμικά κόμματα δεν υπήρξαν ποτέ αποκομμένα από τους μηχανισμούς της πολιτικής εξουσίας, δεν κατάφεραν να βάλουν στο παιχνίδι της οικονομικής πολιτικής τις κοινωνικές τάξεις που τα στήριζαν.
 
Η αστική τάξη
Η κυβέρνηση συνεργασίας Ετζεβίτ-Ερμπακάν οργάνωσε την εισβολή στην Κύπρο το 1974. Η μουσουλμανική αστική τάξη της Ανατολίας ανδρώθηκε στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο του Τουργκούτ Οζάλ τη δεκαετία του '80. Νωρίτερα, στις αρχές της δεκαετίας του '70, ο Οζάλ υπήρξε στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και λίγο αργότερα είχε προσπαθήσει χωρίς επιτυχία να εκλεγεί βουλευτής με το κόμμα του Ερμπακάν. Ο ίδιος ο Ερμπακάν έγινε πρωθυπουργός για ένα χρόνο μέχρι τον Ιούνιο του 1997, όταν το «βαθύ» κράτος τον υποχρέωσε σε παραίτηση.

Το λεγόμενο «μεταμοντέρνο» πραξικόπημα σημάδεψε τη δεκαετία που ο Ερντογάν, πρώην αρχηγός της Νεολαίας του Ερμπακάν στην Κωνσταντινούπολη και για τέσσερα χρόνια δήμαρχός της, από το 1994 έως το 1998, έμπαινε στα βαθιά νερά της κεντρικής πολιτικής.

Το 1999, ο Ερντογάν μπήκε φυλακή, επειδή απήγγειλε δημόσια στίχους ποίηματος με ισλαμικό περιεχόμενο, και η Τουρκία μπήκε σε αυστηρό πρόγραμμα σταθεροποίησης του ΔΝΤ με περιοριστικά μέτρα της εσωτερικής ζήτησης για τη συγκράτηση του πληθωρισμού.

Η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κληρονομιά του Οζάλ ενάντια στην κεμαλική λογική του ασφυκτικού ελέγχου, όχι μόνο δεν κατάφερε να ρίξει τον πληθωρισμό, αλλά ευνοούσε τις πιέσεις στην ισοτιμία της λίρας, οδηγώντας σε εξάρτηση από το δανεισμό και διαδοχικές τραπεζικές κρίσεις με δραματικές εναλλαγές ανάπτυξης και συρρίκνωσης του ΑΕΠ που καθιστούσαν τους μικρομεσαίους έρμαια της πίστωσης.

Για δύο δεκαετίες, οι δημόσιες επενδύσεις -και αυτές από το εξωτερικό- υπήρξαν ελάχιστες, ενώ τα φορολογικά έσοδα κατέρρεαν. Μόνο οι τράπεζες αυξάνονταν. Αλλά αγνοούσαν τους συντηρητικούς μικρομεσαίους εμπόρους πέραν των παραλίων, υπέρ των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων των μεγάλων αστικών κέντρων. Ούτε οι κεμαλιστές ούτε οι εθνικιστές της ελεύθερης αγοράς κατάφεραν να στηρίξουν τους λεγόμενους «ισλαμιστές-καλβινιστές» της Ανατολίας.

Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε με τη σκληρή ισοτιμία λίρας-δολαρίου που επέβαλε το πρόγραμμα του ΔΝΤ και κατέστρεψε τις εξαγωγές. Οταν στα τέλη του 2000 έγιναν οι πρώτες κερδοσκοπικές επιθέσεις στη λίρα και παρουσιάστηκε έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, το ΔΝΤ άλλαξε γραμμή, επιτρέποντας την ελεύθερη διακύμανση της λίρας. Τα επιτόκια ανέβηκαν και η συναλλαγματική κρίση έφερε πανικό στις τράπεζες. Τον Φεβρουάριο του 2001 η επεισοδιακή συνάντηση του πρωθυπουργού Ετζεβίτ με τον Τούρκο πρόεδρο ήταν αρκετή για να οδηγήσει το ήδη ασταθές χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης σε κατάρρευση.

Τον Μάρτιο της ίδια χρονιάς κατέφτασε εσπευσμένα από τις ΗΠΑ ως «σωτήρας», για να αναλάβει υπουργός Οικονομικών, ο αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Κεμάλ Ντερβίς. Για τους υποστηρικτές του στο κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, ήταν αυτός που έβαλε τις βάσεις για το οικονομικό θαύμα που «καρπώθηκε» ο Ερντογάν. Ο Ντερβίς μεσολάβησε για νέο δανεισμό από το ΔΝΤ, ρύθμισε το τραπεζικό σύστημα, προχώρησε σε ιδιωτικοποιήσεις και μεγαλύτερη απορρύθμιση στην αγορά εργασίας. Για τους εχθρούς του, επιτάχυνε την ανεργία και επέβαλε μια αποικιοκρατική λογική, που εμπόδισε την εθνική συναίνεση, την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και τη γρηγορότερη έξοδο από την κρίση. Υπήρξε το 2003 στέλεχος του ΔΝΤ που σε διαπραγματεύσεις με κυβερνητικά στελέχη είπε: «Ζητήστε λεφτά από το ΝΑΤΟ».

Στο Bilkent Hotel, οι οργανωτές δεν είχαν καλέσει τους βουλευτές από το απαγορευμένο Κόμμα Αρετής. Ηταν μια έξυπνη κίνηση, ενδεικτική της ικανότητας των νέων ισλαμιστών να κερδίζουν επικοινωνιακά. Το νέο κόμμα δεν ήταν δέσμιο της παλιάς γενιάς ισλαμιστών του Ερμπακάν. Λίγες μέρες μετά, η μεταρρυθμιστική πτέρυγα του Ερμπακάν, με πρωτοστάτη τον Αμπντουλάχ Γκιουλ προσχώρησε στο κόμμα του Ερντογάν και ο Γκιουλ έγινε ο πρώτος αρχηγός της κοινοβουλευτικής του ομάδας.
 
Το ισχυρό «δίδυμο»
Το «δίδυμο» αυτό παραμένει στην εξουσία έκτοτε, καθώς όχι μόνο κατάφερε να αφομοιώσει τις νεοφιλελεύθερες συνταγές των προκατόχων του και να τις επικοινωνήσει επιτυχώς απέναντι σε μια μικρομεσαία τάξη που επιζητούσε νόμο, ελευθερία και πλούτο, αλλά διεκδίκησε και πήρε από το κεμαλικό κατεστημένο το μονοπώλιο του φιλοδυτικού εκφραστή.

Μεταξύ 1980 και 2011 το εργατικό δυναμικό της χώρας αυξήθηκε κατά 27 εκατ. Ομως, στο ίδιο διάστημα δημιουργήθηκαν μόνο 6,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Σήμερα το ένα τρίτο του πληθυσμού είναι κάτω των 15 ετών.

Μετά την τρίτη εκλογική νίκη του 2011, το ΑΚ άρχισε να αποκαλύπτει το δικό του εθνικό όραμα, παίζοντας τα τελευταία χαρτιά του αδιέξοδου «εκσυγχρονισμού» που είναι η αστυνομική βία.

Η επιβράδυνση της οικονομίας είχε επισημανθεί εδώ και καιρό. «Η Τουρκία ξεμένει από καύσιμα» έγραφαν οι «Financial Times» (10/9/2012). «Αν δεν υπήρχαν οι εξαγωγές στη Μέση Ανατολή, θα είχε ήδη μπει σε ύφεση». Στον τουρκικό Τύπο έχουν διατυπωθεί κατηγορίες προς την αποκαλούμενη τρόικα του αντιπροέδρου Αλί Μπαμπατζάν, του υπουργού Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ και του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Ερντέμ Μπαστσί, πως η μονεταριστική πολιτική της ισχυρής λίρας και των υψηλών επιτοκίων ευνοεί τις τράπεζες εις βάρος παραγωγών και εξαγωγέων. Η εφημερίδα «Σαμπάχ» κατηγόρησε τους τρεις πως έχουν αυξήσει τους έμμεσους φόρους εις βάρος των καταναλωτών (23/9/2012) και χάνουν τους στόχους για τον πληθωρισμό, που ξεπερνά το 7%. Η Τουρκία εξαρτάται από την εγχώρια κατανάλωση που τροφοδοτείται από την πιστωτική επέκταση.

Το απέναντι στρατόπεδο κατηγορεί το δίδυμο Ερντογάν-Τσαγλαγιάν για λαϊκισμό και ανυπομονησία ως προς την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων. Ο υπουργός Οικονομίας, Ζαφέρ Τσαγλαγιάν, παρομοίασε την Τουρκία με αυτοκίνητο 300 ίππων όπου δεν έχεις λόγο να πατάς φρένο. Ο Μπαμπατζάν απάντησε πως, ενώ οι επιβάτες ζητούν το αυτοκίνητο να πάει γρήγορα, ο δρόμος έχει ομίχλη. «Ο καλός οδηγός έχει το πόδι πάντα στο φρένο».

Οι τελευταίες εξελίξεις αποδεικνύουν πως η σύμπλευση νεοφιλελευθερισμού-νεοσυντηρητισμού κλείνει τον κύκλο της και στην Τουρκία. Πολλοί παρομοίασαν τον Ερντογάν με σουλτάνο. Ο τελευταίος ισχυρός σουλτάνος ήταν εκείνος ο Αβδούλ Χαμίτ, που έκπτωτος στο δρόμο της εξορίας του εκστόμισε τη φράση «Καχρ Ολσούν» («στάχτη να γίνει») για την πόλη των Σερρών που θεωρούνταν προπύργιο των Νεοτούρκων. Θα ήταν η τέλεια ειρωνεία της ιστορίας, αν δεν ήταν πρωθυπουργός.