Με τον Σάββα Ιακωβίδη
- Τι σημαίνει η εξέγερση των Τούρκων κατά της διακυβέρνησης Ερντογάν
- Δεν πρόκειται για «τουρκική άνοιξη», αλλά για τις πρώτες σοβαρές ρωγμές στο σουλτανάτο του Πρωθυπουργού -
- Ο Πρόεδρος
Γκιουλ προηγείται στις προτιμήσεις για τις προεδρικές του 2014
- ΤΟ ΠΑΡΚΟ ΓΚΕΖΙ ήταν η αφορμή, οι βαθύτερες αιτίες πρέπει να αναζητηθούν αλλού και φτάνουν μέχρι την ανάληψη της εξουσίας, το 2002
Οι ογκώδεις διαδηλώσεις που σημειώνονται την τελευταία εβδομάδα, με αφορμή την καταστροφή του δημοφιλούς πάρκου Γκεζί, κοντά στη γνωστή πλατεία Ταξίμ, ήταν η πρώτη και πρωτοφανής αμφισβήτηση ενός πρωθυπουργού, που άρχισε να προκαλεί το λαϊκό αίσθημα επειδή ενοχλεί την προσωπική και ιδιωτική ζωή των Τούρκων κα παραβιάζει τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες τους.
Το πάρκο Γκεζί ήταν η αφορμή. Οι βαθύτερες αιτίες πρέπει να αναζητηθούν αλλού και φτάνουν μέχρι την ανάληψη της εξουσίας, το 2002. Τότε, με θεωρητικό τον καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, Νταβούτογλου, ο Ερντογάν έκανε στροφή στην εξωτερική όπως και στην εσωτερική πολιτική. Μαθητής του γνωστού σκληρού ισλαμιστή ηγέτη, Νετσμετίν Έρμπακαν, ο Ερντογάν επεδίωξε τρεις μεγάλους στόχους: Να αναδείξει την Τουρκία σε περιφερειακή και, μετέπειτα, σε παγκόσμια δύναμη.
Να αναπτύξει οικονομικά την χώρα. Να υλοποιήσει το δόγμα Νταβούτογλου για «μηδενικά προβλήματα» με τις γειτονικές χώρες. Ο Ερντογάν εμφανώς έθεσε και έναν τέταρτο, μέγιστο, στόχο:
Τη σταδιακή αλλά μεθοδική διολίσθηση της Τουρκίας προς το Ισλάμ - αυτό που οι Αμερικανοί αφελώς αποκαλούσαν «soft Islam» και χειροκροτούσαν το λεγόμενο «τουρκικό μοντέλο δημοκρατίας» ως πρότυπο, δήθεν, για τις αραβικές χώρες με δεσποτικά καθεστώτα. Ποια σχέση, όμως, μπορεί να έχει το «μαλακό Ισλάμ» με τη δημοκρατία; Καμία!
Το δόγμα Νταβούτογλου
Με την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση στην τουρκική εξωτερική πολιτική. Ο θεωρητικός του Τούρκου Πρωθυπουργού, Νταβούτογλου, κωδικοποίησε την τουρκική εξωτερική πολιτική στο γνωστό δόγμα, «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες». Παράλληλα, όμως, υπέβαλε στον Ερντογάν πως, αν ήθελε να κερδίσει τον αραβικό κόσμο, έπρεπε να συγκρουστεί πρώτα με το Ισραήλ και, φυσικά, με τις ΗΠΑ. Έτσι, από το 2002 αρχίζει η χειροτέρευση των σχέσεων με το ισραηλινό κράτος, ενώ το 2003 η Άγκυρα απέρριψε αμερικανικό αίτημα για διέλευση στρατευμάτων, διά της Τουρκίας προς το Βόρειο Ιράκ, για να κτυπηθεί ο Σαντάμ Χουσεΐν. Η πολιτική Ερντογάν-Νταβούτογλου απέβλεπε στην απεξάρτηση της Τουρκίας από τις δυτικές αγκάλες, παρά το γεγονός ότι ανήκει στο ΝΑΤΟ και στην υλοποίηση μιας πιο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής, που να υποστηρίζει τα τουρκικά συμφέροντα και στοχοθεσίες.
Η πολιτική περί «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» κατέληξε, τελικά, σε πολλαπλά προβλήματα με όλους τους γείτονες της Τουρκίας. Το δόγμα ουσιαστικά κατέρρευσε, αφού από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή, όλες οι χώρες αντιμετώπισαν με δυσπιστία, δυσθυμία και συχνά με έκδηλη ενόχληση τις νεο-Οθωμανικές, αυτοκρατορικές στοχεύσεις της Άγκυρας. Ο Ερντογάν μπορεί να κέρδισε προσωρινά τους αραβικούς δρόμους αλλά προκάλεσε την καχυποψία και την αμφιβολία των αραβικών κυβερνήσεων, ακόμα και εκείνων που προέκυψαν από τη λεγόμενη «αραβική άνοιξη», που μετεξελίχθηκε σε βαρύ «αραβικό χειμώνα».
Οι σαπουνόπερες και οι «δύο μεθύστακες»
Ο Ερντογάν ευθύς εξ αρχής επιδόθηκε στην οικονομική ανασυγκρότηση της Τουρκίας. Είναι γεγονός ότι τριπλασίασε το βιοτικό επίπεδο των Τούρκων και ανέδειξε την Τουρκία στη 17η οικονομία παγκόσμια. Μια νέα επιχειρηματική και οικονομική ελίτ, υπό την σκιά του κόμματός του, της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης, εκκολάφθηκε την τελευταία δεκαετία. Τούρκοι επιχειρηματίες ανέλαβαν μεγάλα έργα από τη Ρωσία μέχρι τον Καύκασο, τη Μέση Ανατολή μέχρι τη Βόρεια Αφρική. Η διπλωματική μηχανή του Υπουργείου Εξωτερικών απεδύθη σε μια τεράστια προσπάθεια διαμόρφωσης της εικόνας μιας Τουρκίας, που επιδιώκει να παίξει σημαντικό και διαμεσολαβητικό ρόλο στις συγκρούσεις και στις κρίσεις της περιοχής.
Οι Τούρκοι διπλωμάτες αξιοποίησαν στο έπακρον ό,τι οι Αμερικανοί αποκαλούν «soft power» (μαλακή δύναμη), χρησιμοποιώντας ακόμα και τουρκικές σαπουνόπερες για να προϊδεάσουν τα πλήθη από το Μαρόκο μέχρι το Αζερμπαϊτζαν (της Ελλάδας, δυστυχώς, περιλαμβανομένης…) και χώρες της Μέσης Ανατολής, για τον τουρκικό πολιτισμό (!). Στο εσωτερικό, ανασυγκροτήθηκε το δικαστικό σύστημα και η αναθεώρηση του Συντάγματος βρίσκεται σε εξέλιξη, παρά τις αντιδράσεις. Υπάρχει λόγος: Ο Ταγίπ Ερντογάν σχεδιάζει, κατά τις εκλογές του 2014, να αναδειχθεί στην προεδρία της Δημοκρατίας μέσα από ένα προεδρικό σύστημα, που να είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Ο Ερντογάν έπαθε ό,τι και γνωστοί δικτάτορες, αλλ’ επενδυμένοι με δήθεν δημοκρατικό μανδύα: Πιστεύει πως, επειδή έχει την πλειοψηφία -στις τελευταίες εκλογές πήρε σχεδόν 50% των ψήφων- έχει το δικαίωμα να ενεργεί με τη δύναμη της πλειοψηφίας και να αγνοεί τον υπόλοιπο λαό.
Πρόκειται γι' αυτό που, στην πολιτική επιστήμη, αποκαλείται «πλειοψηφική δημοκρατία» αλλά με αυταρχικές εκδιπλώσεις. Έτσι εξηγούνται και οι δηλώσεις του Ερντογάν μετά την εκδήλωση των διαδηλώσεων και την προσπάθεια βίαιης καταστολής τους. Σε απάντηση καταγγελιών της αντιπολίτευσης, ο Ταγίπ είπε με έκδηλη αλαζονεία: «Αν αυτοί συγκεντρώσουν 100 χιλιάδες, εγώ θα μαζέψω ένα εκατομμύριο». Επίσης χαρακτήρισε ως «πλιατσικολόγους, εξτρεμιστές και πράκτορες ξένων συμφερόντων» τους διαδηλωτές, στην πλειοψηφία τους, νέοι και φοιτητές.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθεί και η πρωτοφανής, για τους Τούρκους, δήλωσή του, με αφορμή την ποτοαπαγόρευση, μετά τις 10 το βράδυ. Ενώ η κυβέρνησή του ισχυρίζεται ότι εφαρμόζει κοινοτική οδηγία, στην πράξη οι ενέργειές της καθοδηγούνται από ισλαμικές διατάξεις.
Στις 28 Μαΐου, απαντώντας σε επικρίσεις και στις αντιδράσεις των πολιτών, είπε:
«Ό,τι αφορά τη θρησκεία, αν υποβάλλει ότι είναι αληθινό, θα του αντισταθείτε; Αν η νομοθεσία που εισήχθη από δύο μεθύστακες είναι σεβαστή, γιατί θεωρείτε πως ο νόμος που επιβάλλεται από τη θρησκεία πρέπει να απορριφθεί;». Ποιοι είναι οι «δύο μεθύστακες», στους οποίους αναφέρθηκε ο Ερντογάν; Κατά τους κοσμικούς Κεμαλιστές, ο ένας είναι ο ιδρυτής του τουρκικού κράτους, Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος ήταν γνωστός για την αγάπη του για το ποτό. Ο άλλος φαίνεται να είναι ο στενός φίλος και συνεργάτης του και μετέπειτα Πρωθυπουργός της χώρας, Ισμέτ Ινονού.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, ο Ερντογάν κατέφερε σοβαρότατο πλήγμα στο κοσμικό τουρκικό κράτος και στον Κεμαλισμό. Πρώτα, εγκλείοντας τον στρατό στους στρατώνες και, ύστερα, με δήθεν συνωμοσίες από το «βαθύ κράτος» (Εργκένεκον) και με την υπόθεση «Βαριοπούλα», εξουθένωσε τους αντιπάλους του, κραταιώνοντας το ΑΚΡ σε μια Τουρκία που δίνει σταθερά την εικόνα μονοκομματικού κράτους, με ελεγχόμενο, φιμωμένο Τύπο και δεκάδες δημοσιογράφους στις φυλακές.
Το «τουρκικό μοντέλο»
ΜΕΤΑ την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία, το 2002, στις ΗΠΑ, κυρίως, όπως και στην Ευρώπη άρχισε μια συζήτηση κατά πόσον η Τουρκία στρεφόταν προς Ανατολάς και προς το Ισλάμ. Ο Τούρκος Πρωθυπουργός, με επιδέξια πολιτική έπεισε σχεδόν τους πάντες ότι ήταν ένας δημοκράτης ισλαμιστής, που ενδιαφερόταν να εντάξει τη χώρα του στην Ε.Ε. Ακόμα και Έλληνες Κύπριοι και Έλληνες πολιτικοί και δημοσιογράφοι εκθείαζαν τον δήθεν αναμορφωτή, δημοκράτη και ευρωπαϊστή Ερντογάν. Μάλιστα, ανέμεναν από αυτόν μια νέα πολιτική προσέγγιση στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό. Η επιθετική, επεκτατική πολιτική και συμπεριφορά του διάψευσε ακόμα και τους πιο ένθερμους υμνητές του, στην Κύπρο και στην Ελλάδα.
Ο Ερντογάν, σε συνέντευξή του σε αιγυπτιακό τηλεοπτικό σταθμό, τον Σεπτέμβριο του 2011, διαβεβαίωσε: «Στην Τουρκία, η συνταγματική κοσμικότητα προσδιορίζει ότι το κράτος βρίσκεται σε ίση απόσταση από όλες τις θρησκείες». Και πρόσθεσε: «Σε ένα κοσμικό κράτος, οι πολίτες είναι ελεύθεροι να πιστεύουν ό,τι θέλουν». Αυτές οι θέσεις ήταν εκείνες που χειροκροτήθηκαν στην Δύση ως το «τουρκικό μοντέλο δημοκρατίας», το οποίο θα μπορούσε να εξαχθεί στις αραβικές χώρες. Αυτό το μοντέλο, όμως, μετεξελίχθηκε σταδιακά και μεθοδικά σε ένα ισλαμικό, συντηρητικό και αυταρχικό καθεστώς, που επέβαλε τη μαντίλα στις γυναίκες, απαγόρευσε το ποτό, τα προφυλακτικά, τις εκτρώσεις, τα φιλιά και γέμισε την Τουρκία με δεκάδες χιλιάδες τζαμιά, σε μια σταθερή διολίσθηση προς το Ισλάμ.
Κούρδοι και Αλεβίτες
Ο ΕΡΝΤΟΓΑΝ επικρίνεται από κεμαλιστές και ακροδεξιούς ότι διά της αναγνώρισης δικαιωμάτων στους Κούρδους οδηγεί τη χώρα σε διάλυση. Κατηγορείται, επίσης, από την αριστερά ότι παραδόθηκε στον καπιταλισμό. Η ουσία είναι ότι οι μεν Κούρδοι δεν τον εμπιστεύονται, οι δε Αλεβίτες, που είναι μια σημαντική μειονότητα 15-20 εκατομμυρίων, τον αναθεματίζουν, ιδιαίτερα μετά τη θεμελίωση μιας τρίτης γέφυρας πάνω από τον Βόσπορο. Της δόθηκε το όνομα του σουλτάνου Σελίμ του Α’, που κατηγορείται για μεγάλες σφαγές Αλεβιτών και Σιιτών μουσουλμάνων. Τούρκος αρθρογράφος, ο Αχμέτ Χακάν, διερωτήθηκε, απευθυνόμενος προς τον Τούρκο Πρωθυπουργό: «Όταν στην Μέση Ανατολή γίνονται πόλεμοι για θρησκευτικούς λόγους δεν θα έπρεπε να είστε πιο προσεκτικοί;».
Είναι επίσης γεγονός πως, μετά το μάντρισμα του στρατού στους στρατώνες, γίνονται συχνά εκκαθαρίσεις από στοιχεία που δεν είναι μουσουλμανικά. Π.χ. εκατοντάδες αξιωματικοί, με την υποψία ότι είναι Αλεβίτες, απομακρύνθηκαν ενώ στα σώματα ασφαλείας εισέρχονται σωρηδόν μουσουλμάνοι. Οι Κούρδοι απεσύρθησαν μεν αλλά δεν αφοπλίστηκαν. Οι εξελίξεις στην περιοχή ευνοούν στο μέλλον την ανακήρυξη κουρδικού κράτους. Το φάσμα της κρατικής αποσύνθεσης της Τουρκίας φαντάζει ακόμα πιο εφικτό στο μέλλον.
Τα διλήμματα του Ερντογάν και το άστρο του Γκιουλ
ΑΣ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΟΥΜΕ ευθύς εξ αρχής δύο πράγματα. Πρώτον, όσα συμβαίνουν σήμερα στην Τουρκία δεν συνιστούν προάγγελο μιας «τουρκικής άνοιξης». Καμία σχέση με τη λεγόμενη «αραβική άνοιξη». Ο Ερντογάν δεν είναι… Μουμπάρακ. Δεύτερον, υπάρχει η εκτίμηση ότι η Τουρκία δεν θα κάνει, αυτήν τη φορά, εξαγωγή της εσωτερικής κρίσης είτε προς το Αιγαίο είτε προς την Κύπρο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα σταματήσει τη γνωστή πολιτική των παραβιάσεων και των προκλήσεων. Αυτό που παρατηρείται στη χώρα είναι ενδεικτικό μιας νέας τάξης πραγμάτων, που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια. Άνοιξε ένας νέος δρόμος χωρίς επιστροφή, που θα σημαδέψει τις εξελίξεις στη χώρα για τα επόμενα χρόνια.
Οι διαδηλωτές στην Κων/πολη, στην Άγκυρα, στη Σμύρνη και σε άλλες μεγάλες πόλεις είναι κατά πλειοψηφία νέοι και νέες, που έχουν έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, απορρίπτουν τη μαντίλα και τον έλεγχο της προσωπικής ζωής τους, καταφεύγουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, προπάντων, απαιτούν σεβασμό της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητάς τους, των ελευθεριών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους. Ένας ενδεικτικός αριθμός: Στην Τουρκία υπάρχουν 15 εκατομμύρια φοιτητές. Είναι μία δύναμη που μπορεί να ανατρέψει ή και να αλλάξει την πολιτική σκηνή.
Ο Ερντογάν και το κόμμα του εμφανίζουν μιαν αυξανόμενη τάση και επίδειξη αυταρχισμού και επιβολής κανόνων συμπεριφοράς στη ζωή των πολιτών. Οι Τούρκοι φαίνονται να μην ανέχονται πια την αλαζονεία της εξουσίας και τα φαραωνικά σχέδια του Ερντογάν, που επηρεάζουν αμεσότατα την ποιότητα ζωής τους. Επίσης δεν ανέχονται μια πατερναλιστική προσέγγιση που επιδιώκει να τους στρέψει προς ένα Ισλάμ σε ένα κράτος που, διά του Ατατούρκ, εδώ και 90 σχεδόν χρόνια, επιμένει στην κοσμικότητα.
Τίθεται ένα καίριο ερώτημα: Πού θα πάει η Τουρκία; Παρά τις διαδηλώσεις, ο Ερντογάν δεν φαίνεται να χάνει, προς το παρόν, την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων. Όμως, οι συγκρούσεις, οι χιλιάδες συλλήψεις, η φίμωση του Τύπου και οι θάνατοι πολιτών προκάλεσαν σοβαρότατες ρωγμές στο σουλτανάτο του Τούρκου Πρωθυπουργού. Η εικόνα του ξεθωριάζει, ακόμα και μέσα στο κόμμα του. Να προσεχθούν οι αποστάσεις που τήρησαν ο αναπληρωτής Πρωθυπουργός, Αρίντς, που ζήτησε συγγνώμη από τους διαδηλωτές και ο δήμαρχος της Πόλης, Τόμπας, που ομολόγησε ότι η αστυνομική βία ήταν υπερβολική.
Ο Ερντογάν βρίσκεται ενώπιον δύο διλημμάτων: Είτε θα πάρει το μήνυμα της έκδηλης δυσαρέσκειας του τουρκικού λαού και θα αφήσει το κοσμικό κράτος να λειτουργήσει με ανεξιθρησκεία και σεβασμό στις θεμελιώδεις ελευθερίες είτε θα επιμείνει στη σημερινή πολιτική μεθοδικής και σταθερής ισλαμοποίησης της χώρας, πράγμα που θα οδηγήσει σε μιαν ανελεύθερη, θεοκρατική και, τελικά, ίσως φονταμενταλιστική «δημοκρατία». Το άλλο ερώτημα είναι: Ο στρατός και οι κεμαλιστές πόσο ακόμα θα μένουν απαθείς; Και οι Αμερικανοί απλώς θα παρακολουθούν τον φίλο τους Ταγίπ να επιβάλλει ανελεύθερες και αντιδημοκρατικές πρακτικές;
Ήδη ανατέλλει το άστρο του Προέδρου Γκιουλ, ο οποίος κράτησε εμφανείς αποστάσεις από την πολιτική Ερντογάν, υποβάλλοντας ξεκάθαρα ότι, δημοκρατία δεν είναι μόνο η ψήφος στις κάλπες. Από τη «μαύρη Παρασκευή», 31 Μαΐου 2013, η Τουρκία δεν είναι πια η ίδια. Η Ελλάδα και η Κύπρος, παρά τα προβλήματά τους, επιβάλλεται να παρακολουθούν στενά και να αναλύουν την κατάσταση όπως θα εξελίσσεται στη χώρα αυτή. Η Τουρκία είναι απρόβλεπτη. Και ο Ερντογάν, επίσης…