Η εμβληματική προσωπικότητα
Ερντογάν έχει αναμφίβολα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στην
Τουρκία την τελεταία δεκαετία. Η οικονομική ανάπτυξη, οι ξένες
επενδύσεις (και ως ένδειξη εμπιστοσύνης στη χώρα), η δεσπόζουσα θέση
στην ευρύτερη περιφέρεια, σε συνάρτηση με μία άκρως φιλόδοξη ατζέντα,
καθώς και η ανάδειξη χαρακτηριστικών ενός πρότυπου μετριοπαθούς Ισλάμ
στον απόηχο των αραβικών εξεγέρσεων, δημιούργησαν αίσθηση υπεροχής.
Με Ελλάδα και Κύπρο σε υποχώρηση, το Ισραήλ, υπό την πίεση των ΗΠΑ, να απολογείται, τους Κούρδους πρόθυμους να συμβιβαστούν κατόπιν σχετικής προτροπής του Οτσαλάν, και την Αγκυρα να εξελίσσεται σε βασικό συνομιλητή της Ουάσιγκτον στο καυτό μέτωπο της Συρίας, τα μυαλά πολλών φούσκωσαν.
Από την άλλη, το κλίμα ευφορίας που αποτυπωνόταν και στο εξωτερικό οδήγησε αρκετούς να κάνουν τα στραβά μάτια στη σημαντική υποχώρηση που είχε η, έτσι και αλλιώς, ελλειμματική τουρκική δημοκρατία. Το ανελέητο κυνηγητό των κοσμικών στρατιωτικών θεωρήθηκε αρχικά ότι εντασσόταν στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού, αλλά κατέληξε εσωτερικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών από έναν ηγέτη που απολάμβανε πρωτόγνωρη απήχηση στους κόλπους της κοινωνίας. Το δικαστικό σύστημα υποτάχθηκε στο νέο ισλαμικό κατεστημένο, ενώ η ελευθερία της έκφρασης περιορίστηκε έτι περαιτέρω, ποινικοποιώντας ουσιαστικά την αντίθετη άποψη.
Κάπως έτσι καταλήξαμε στα γεγονότα των τελευταίων ημερών, με αυθόρμητες ως επί το πλείστον αντιδράσεις ενός ετερόκλιτου πλήθους. Η συμμετοχή νεολαίων, του παραδοσιακά δυναμικότερου κομματιού των κοινωνιών, αν μορφοποιηθεί, δύναται να ανατρέψει τα δεδομένα. Οχι τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του, αλλά την ακραιφνή ισλαμοποίηση που επιχειρείται συστηματικά από αυτούς. Είναι το μέλλον της Τουρκίας στην Ανατολή; Θα επέλθει ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός από την επιστροφή στις ισλαμικές ρίζες; Πόσο σταθερή και αξιόπιστη θεωρείται μία χώρα προσανατολισμένη σε πρότυπα που προωθούν τη μισαλλοδοξία, προτάσσοντας -και αναπολώντας- το μεγαλείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Και πόσο, εν τέλει, αποτελεσματική θα είναι μία τέτοια ατζέντα στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, δεδομένου ότι όλα τα κράτη που αποτελούσαν μέρος αυτής επιθυμούν να προχωρήσουν μπροστά αντί να οπισθοδρομήσουν;
Χαρακτηριστική της αντίληψης της νυν ηγεσίας είναι η πρόσφατη «φιλική προτροπή» προς το Κόσοβο να αλλάξει την ύλη των εκπαιδευτικών του βιβλίων, προκειμένου να αποδίδεται καλύτερα η ιστορικότητα των γεγονότων, βάσει της οποίας όλοι ήταν ευτυχείς όταν βρίσκονταν υπό τον οθωμανικό ζυγό. Αντίστοιχα παραδείγματα μεγαλομανίας μπορούν να εντοπιστούν -ειδικά το τελευταίο διάστημα- πολλά. Αναρωτιέμαι, συνεπώς, κατά πόσον αυτή ο άτσαλη επιχείρηση επαναφοράς στο ένδοξο παρελθόν εξυπηρετεί ή αν τελικά υπονομεύει την υλοποίηση των σχεδιασμών Ερντογάν και ΑΚΡ.
Ανεξάρτητα από την κατάληξη που θα έχουν οι διαδηλώσεις, είναι πλέον σαφές ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός μπαίνει στο μικροσκόπιο (ενδεικτικές οι παραινέσεις εκ των στενότερων συμμάχων του, των ΗΠΑ), γεγονός που εύλογα θα περιορίσει τη δυνατότητά του να δρα εν λευκώ, τουλάχιστον στο εσωτερικό. Εχοντας μετεξελίξει την Τουρκία σε απρόβλεπτο παράγοντα δυνητικής αποσταθεροποίησης, ο Ερντογάν πιθανόν να αντιμετωπίσει σύντομα τα επίχειρα των επιλογών του και στο εξωτερικό. Πολύ περισσότερο αν αμφισβητηθούν οι προθέσεις τους, χάριν των οποίων συγκεκριμένοι κύκλοι ισχυρών κρατών αγνοούσαν εξόφθαλμα λανθασμένες επιλογές.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του πρωθυπουργού είναι ότι, λόγω της αμετροέπειας σε σειρά πολιτικών, έχει αποκτήσει, εκτός από ένθερμους υποστηρικτές, και φανατικούς πολέμιους. Το μεγάλο στοίχημα γι' αυτόν είναι να αποδείξει εμπράκτως ότι αφ' ενός πήρε το μήνυμα που εξέπεμψε μέρος της τουρκικής κοινωνίας, αφ' ετέρου αντιλήφθηκε -και εξαιτίας της στάσης μεγάλου κομματιού της διεθνούς κοινότητας- ότι δεν είναι παντοδύναμος ή ισόβιος. Το δυσκολότερο πάντως είναι να κάνει εκπτώσεις στα μεγαλεπήβολα σχέδιά του (πολιτικά, οικονομικά, ακόμη και κατασκευαστικά), γιατί αυτά έχουν συνδεθεί με το μεγαλείο που δήθεν συνιστά η Τουρκία. Θα το αντιληφθεί άραγε εγκαίρως ή θα ακολουθήσει την πεπατημένη των περισσοτέρων πολιτικών;
* Διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο