02 Ιουνίου 2013

Γενοκτονία, άρνηση και τιμωρία

Στις 24 Φεβρουαρίου του 1994, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «ημέρας μνήμης για τη γενοκτονία των Ελλήνων στον Μικρασιατικό Πόντο» και το 1998, επίσης ομόφωνα, την ανακήρυξη «της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος». Αν και ουδείς αμφισβητεί τις σφαγές, για κάποιους ιστορικούς, ο όρος «γενοκτονία» δεν αποδίδει ακριβώς όσα συνέβησαν στον Πόντο και στη Μικρά Ασία την περίοδο 1914-1923. Στο πλαίσιο των ζυμώσεων γύρω απ’ το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο επανήλθε ένα ακανθώδες ζήτημα: είναι ορθή η ποινικοποίηση της αμφισβήτησης μιας γενοκτονίας; Ενας πολιτικός επιστήμονας και ένας ιστορικός τοποθετούνται, ο καθένας από τη δική του σκοπιά, πάνω σε αυτό το επίμαχο θέμα.

Ο πραγματικός αντιρατσισμός
Του Δημητρη Χριστοπουλου*
Η άρνηση ενός ιστορικού γεγονότος που έχει χαραχθεί στη μνήμη μιας μερίδας ανθρώπων ως αποτρόπαιο έγκλημα είναι σαφώς κάτι πολύ οδυνηρό για εκείνους. Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν είναι σε ποια βάση μπορεί να θεμελιωθεί η ποινικοποίηση αυτής της άρνησης.

Βλέπω τρεις προοπτικές, και οι τρεις ωστόσο αδιέξοδες. Η πρώτη αφορά την πραγματολογική εγκυρότητα ή όχι του γεγονότος: αν και τι πραγματικά έγινε. Η προοπτική αυτή είναι επισφαλής διότι ίδιον των εθνών δεν είναι να ανακαλύπτουν την Ιστορία, αλλά να τονίζουν κάποια γεγονότα και να απωθούν άλλα, δηλαδή να «επινοούν τις παραδόσεις τους», όπως έγραφε ο Χομπσμπάουμ.

Ολα σχεδόν τα έθνη αυτοθυματοποιούνται, και αυτό ανεξάρτητα από τον βαθμό ιστορικής εγκυρότητας της αιτίας θυματοποίησης, σε τελευταία ανάλυση, ηρωοποίησής τους. Η δεύτερη προοπτική αφορά το μέγεθος της οδύνης που δημιουργείται σε έναν πληθυσμό. Μπορεί όμως να πει κανείς ότι αν η άρνηση δημιουργεί οδύνη σε έναν μεγάλο αριθμό είναι πράξη κολάσιμη, ενώ αν αρκείται σε λιγότερους ανθρώπους όχι; Πώς αλήθεια μπορεί να πείσει κανείς μια μάνα που έχασε το παιδί της στο Πολυτεχνείο το 1973 ότι η Ακροδεξιά είναι σε θέση ελεύθερα να αρνείται τι έγινε το βράδυ εκείνο, ενώ δεν μπορεί να αρνείται την εβραϊκή γενοκτονία;

Η τρίτη προοπτική που βλέπουμε σχετίζεται με το κοινωνικό και ηθικό εκτόπισμα της άρνησης του εγκλήματος εξαιτίας των τριγμών που αυτή μπορεί να επιφέρει στην κοινωνική ειρήνη. Κοινώς, «αν μου αρνείσαι αυτό που έπαθα και πονάω για αυτό, θυμώνω και εξεγείρομαι». Αυτή η θεμελίωση κυνικά φαίνεται η πιο πειστική, πλην όμως θα οδηγούσε στην εξής αποτρόπαιη κατάσταση: ενόψει της ενόχλησης κάποιων, η οποία μάλιστα θα κλιμακωνόταν για να γίνει πιο πειστική, οι υπόλοιποι θα πρέπει να κρατούν το στόμα τους κλειστό.

Κατόπιν των παραπάνω, θεωρώ ότι ένα δημοκρατικό-φιλελεύθερο πολίτευμα δεν μπορεί να οδηγείται στην ποινικοποίηση απόψεων που αρνούνται εγκλήματα. Το πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι η ρατσιστική βία και όχι γενικά και αφηρημένα η εκφορά ρατσιστικών απόψεων. Εδώ όμως θέλει προσοχή. Χαρακτηριστικό των ρατσιστικών απόψεων είναι ότι υπαρξιακά εκβάλλουν στη βία. Σε αντίθεση με άλλες ιδεολογίες, που δέχονται ή ανέχονται τη βία, για τον ακραίο ρατσισμό η βία είναι μέσο και σκοπός μαζί. Για τον λόγο αυτό, δεν ισχύει το επιχείρημα των κυβερνώντων ότι το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο είναι αρκετό. Η εικόνα δυστυχώς μιλάει μόνη της σε μια κοινωνία στην οποία η ρατσιστική βία ενδημεί ατιμώρητα διότι ένα κομμάτι της Πολιτείας τη συμμερίζεται.

Οση αποστροφή μπορεί να προκάλεσε η φυλάκιση του Βρετανού αρνητή του Ολοκαυτώματος Ντέιβιντ Ιρβινγκ άλλο τόσο αποτροπιασμό προκαλεί η σπουδή της ελληνικής Δικαιοσύνης να θεωρήσει τη δολοφονική αντιεβραϊκή υστερία του Κ. Πλεύρη «επιστημονικό πόνημα»... Αυτές είναι δυστυχώς οι δύσκολες σταθμίσεις για την Ελλάδα σήμερα.

Νέα νομοθετική ρύθμιση χρειάζεται. Διότι θα είναι μια σοβαρή ένδειξη πολιτικής βούλησης αντιμετώπισης του θέματος. Θέλει όμως προσοχή ώστε να μη δώσουμε το δικαίωμα σε αυτούς που κυκλοφορούν με τα όπλα να μας λένε ότι τους κλείνουμε το στόμα. Τα όπλα πρέπει να τους πάρουμε. Ο πραγματικός αντιρατσισμός δεν είναι νομικός.
* Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Παντείου, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Αντι-μνήμη και αμφισβήτηση
Του Βλαση Αγτζιδη*
Το πρόσφατο θέμα σχετικά με την ποινικοποίηση της άρνησης των αναγνωρισμένων από το ελληνικό κράτος γενοκτονιών (Εβραίων, Αρμενίων, Ποντίων, Μικρασιατών) έφερε στην επιφάνεια ένα καλά κρυμμένο μυστικό, τεχνηέντως απωθημένο, που βρισκόταν όμως στην ίδια τη βάση πάνω στην οποία συγκροτήθηκε οριστικά μετά το 1922 η σύγχρονη ελλαδική κοινωνία. Οι ελληνικές ελίτ (κυβερνητικές αλλά και της Αριστεράς) επέλεξαν να απωθήσουν τα ζητήματα αυτά για πολλές δεκαετίες.

Μόνο στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και λόγω των αλλαγών που επέφερε η εμφάνιση της κοινωνίας των πολιτών, άρχισαν οι οργανώσεις των θυμάτων να θέτουν τα ζητήματα αυτά. Με το αίτημα που διατύπωσαν για την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστησαν από τον τουρκικό εθνικισμό την περίοδο 1914-1923, αλλά και με την κριτική που άσκησαν, τόσο προς τις ελλαδικές ελίτ για την αρνητική τους στάση όσο και προς τον σταλινισμό για τη μεταχείριση αυτών που είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ, αμφισβήτησαν το σύνολο των κυρίαρχων ιδεολογημάτων. Πέτυχαν την αναγνώριση της γενοκτονίας από τη Βουλή των Ελλήνων, κλείνοντας σε συμβολικό επίπεδο τις μεγάλες εκκρεμότητες -πολιτικές και ιδεολογικές- που είχαν οι προσφυγικοί πληθυσμοί με το ελληνικό κράτος.

Ομως το πρόβλημα μεταφέρθηκε στον χώρο της ιστοριογραφίας. Η πλειονότητα των ιστορικών (δεξιοί, αριστεροί και μοντέρνοι) είτε απέφυγαν την εμπλοκή είτε είδαν υπεροπτικά την κίνηση είτε στάθηκαν εξαρχής αρνητικοί προς τους «νέους» προβληματισμούς. Διαμορφώθηκε μια ενστικτώδης υπόγεια άρνηση της γενοκτονίας, που σήμερα έχει παραχωρήσει τη θέση της στον αγνωστικισμό. Το κενό κάλυψε μια νεαρή ιστοριογραφική σχολή -με πολλές εσωτερικές διαφωνίες και αποχρώσεις- που βγήκε από τους κόλπους των προσφυγικών οργανώσεων και πήρε αποστάσεις από τους «παλιούς», διαδίδοντας τη γνώση για τα επίμαχα εκείνα ιστορικά γεγονότα, συνεργαζόμενη με σημαντικούς Τούρκους αντιεθνικιστές ιστορικούς.

Οι διαφωνίες που ενυπάρχουν στην κοινότητα των Ελλήνων ιστορικών και οι σκληροί πόλεμοι για τη μνήμη και την Ιστορία αγγίζουν τον πυρήνα διαμόρφωσης της νεοελληνικής ιδεολογίας.

Παρότι πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια από την πρώτη αναγνώριση (1994), εντούτοις ακόμα η συζήτηση δεν έχει ανοίξει. Με αποτέλεσμα να εκχωρείται χώρος σε μια δημόσια αφήγηση, εν πολλοίς απλοϊκή, καθώς και στην εκμετάλλευση των ιστορικών γεγονότων από διάφορες πολιτικές ομάδες.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια πολύ πιο δύσκολη κατάσταση από αυτή που αντιμετώπισε η Γαλλία όταν συζητούσε για το ζήτημα της ποινικοποίησης της άρνησης της Γενοκτονίας των Αρμενίων, όπου είχε προηγουμένως θεσπιστεί η απαγόρευση της άρνησης του Ολοκαυτώματος. Οπότε, διαπραγματεύτηκαν στο νέο θεωρητικό πλαίσιο μόνο τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Σε εμάς είναι επισήμως αναγνωρισμένες οι Γενοκτονίες των Εβραίων, των Αρμενίων, των Ποντίων και των Μικρασιατών. Για λόγους ηθικούς και όχι μόνο, δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός σε προνομιούχες και μη γενοκτονίες. Αρα, ό,τι γίνει θα γίνει για όλες.

Από την άλλη, πώς μπορεί να προστατευτεί η μνήμη των θυμάτων από έναν επιθετικό θύτη που επιδιώκει την αναθεώρηση της Ιστορίας (π.χ., επίσημη Τουρκία) και τι πρέπει να γίνει με την περίπτωση του ανερχόμενου νεοναζισμού;

Οπως και να έχει το θέμα, το κέρδος για την ιστορική επιστήμη είναι ότι, επιτέλους, με αφορμή το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, άνοιξε η συζήτηση για τα θέματα αυτά.
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός.
http://news.kathimerini.gr/