Η απόφαση για εξοπλισμό των ανταρτών και η αποστολή ρωσικών S-300 στον Ασαντ
The Guardian
H απόφαση υπέρ του εξοπλισμού των ανταρτών στη Συρία που έλαβε -έστω
και με επιφυλάξεις- η Ε.Ε., υπό την αφόρητη πίεση της Βρετανίας και της
Γαλλίας σε βάρος της ευρωπαϊκής ενότητας τα ξημερώματα της Τρίτης, δεν
είναι παρά ένα τεράστιο διπλωματικό ρίσκο το οποίο στηρίζεται στη λογική
ότι το καθεστώς Aσαντ θα υποχρεωθεί πλέον σε ουσιαστικές
διαπραγματεύσεις για μια πολιτική μετάβαση. Αυτή τη στιγμή, οι
πιθανότητες να «βγει» το ρίσκο είναι μικρές. Οι κίνδυνοι αυτής της
κίνησης αναδείχθηκαν λίγες ώρες μετά την απόφαση της Ρωσίας, που
ανακοίνωσε ότι δεν προτίθεται να ακυρώσει την πώληση του υπερσύγχρονου
αντιαεροπορικού συστήματος S-300 στο συριακό καθεστώς. Την Πέμπτη, ο
ίδιος ο Μπασάρ Aσαντ δήλωνε, εμφανώς ικανοποιημένος, ότι το πρώτο τμήμα
του πυραυλικού συστήματος βρίσκεται ήδη στη Συρία.
Παραμένει, λοιπόν, εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσον ο Aσαντ θα
«εντυπωσιασθεί» από την αγγλογαλλική στρατηγική (δεδομένου ότι κανένα
άλλο κράτος της Ε.Ε. δεν δείχνει διατεθειμένο να εμπλακεί στρατιωτικά
στο συριακό ναρκοπέδιο). Βάσει της συμφωνίας μεταξύ των υπουργών
Εξωτερικών της Ε.Ε., άλλωστε, όπλα δεν πρόκειται να παραδοθούν στους
αντάρτες πριν από το φθινόπωρο. Επιπλέον, Βρετανία και Γαλλία καλούνται
να τηρήσουν ορισμένες προϋποθέσεις ασφαλείας, όπως να διασφαλίσουν πως
τα όπλα θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για την προστασία πολιτών –
πράγμα αδύνατον.
Τη στιγμή δε που η σύνθεση της διεθνούς συνδιάσκεψης του Ιουνίου στη
Γενεύη παραμένει γρίφος, ο Ασαντ έχει αποδείξει προ πολλού ότι δεν
υποκύπτει σε απειλές. Γνωρίζει καλά ότι η αποκαθήλωσή του αποτελεί
απαράβατο όρο για τη Δύση και τους αντάρτες. Αντιλαμβάνεται, επίσης, ότι
η υποστήριξη της Ρωσίας στο πρόσωπό του ενισχύεται και πως ούτως ή
άλλως δεν μπορεί να διαφύγει.
Ο Ασαντ ίσως να ανησυχούσε περισσότερο αν ο
Λευκός Οίκος λάμβανε μια παρόμοια απόφαση με της Ε.Ε. Σε κάθε
περίπτωση, ο ίδιος πιστεύει ότι η CIA βοηθάει τα κράτη του Κόλπου στη
διοχέτευση όπλων προς του αντάρτες και ως εκ τούτου πιθανότατα θα
διερωτάται «τι άλλαξε;».
Αυτό που έχει αλλάξει δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης είναι
ότι οι προβλέψεις διάχυσης της κρίσης στον Λίβανο, το Ιράκ, την Ιορδανία
και την Τουρκία έχουν αρχίσει να επιβεβαιώνονται. Οι επιθέσεις με
ρουκέτες στον νότιο Λίβανο και στο Ισραήλ αποτελούν ακόμα μία ένδειξη
επαλήθευσης του «κακού σεναρίου», που θέλει τον συριακό εμφύλιο να
μετουσιώνεται σε περιφερειακή διαθρησκειακή σύγκρουση. Αυτό που αλλάζει
τώρα είναι πως αν η Βρετανία και η Γαλλία αποστείλουν όπλα στη Συρία, η
κρίση θα κλιμακωθεί και ο αριθμός των θυμάτων θα αυξηθεί περαιτέρω.
Περισσότερα όπλα, περισσότερα πτώματα, περισσότερη δυστυχία. Θα πίστευε
κανείς ότι το πάθημα θα τους είχε γίνει μάθημα.