ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΟΚΙΜΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η αλήθεια είναι ότι το περίφημο «σουηδικό μοντέλο» αποτελούσε επί δεκαετίες την πιο προχωρημένη εκδοχή του σοσιαλδημοκρατικού κράτους πρόνοιας. Επί πρωθυπουργίας Ούλαφ Πάλμε, οι εισοδηματικές ανισότητες στη Σουηδία δεν ήταν μεγαλύτερες από εκείνες χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ακόμη και σήμερα, παρά τις περικοπές κοινωνικών δαπανών, μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά επιδοτείται από το κράτος με 2.212 ευρώ τον μήνα, ενώ οι γονείς απολαμβάνουν άδεια 480 ημερών για κάθε παιδί που γεννιέται. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι όπως πριν.
Η κεντροδεξιά κυβέρνηση του Φρέντρικ Ράινφελντ, η οποία κυβερνά τη Σουηδία από το 2006, έχει μειώσει τους φόρους που επιβαρύνουν τους πλούσιους κατά 20 δισ. ευρώ. Αν τη δεκαετία του 1990 η ψαλίδα ανάμεσα στο 10% των πλουσιότερων Σουηδών προς το 10% των φτωχότερων ήταν 4:1, σήμερα είναι 6:1. Από πρώτη χώρα του δυτικού κόσμου, ως προς την κοινωνική ισότητα, η Σουηδία έχει πέσει στη 14η θέση. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, είναι σήμερα η χώρα εκείνη στην οποία οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται με τον ταχύτερο ρυθμό. Οι δραματικές περικοπές κονδυλίων για την Τοπική Αυτοδιοίκηση οδήγησαν σε ραγδαία υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου, ιδίως στις εργατικές και μεταναστευτικές περιοχές.
Η εντεινόμενη περιθωριοποίηση τμήματος του μεταναστευτικού πληθυσμού προκαλεί αντανακλαστικές αντιδράσεις μεσαίων στρωμάτων που πλήττονται από την κρίση, τροφοδοτώντας την ξενοφοβία. Το μέχρι χθες περιθωριακό, ακροδεξιό κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών κατέκτησε το 5% των ψήφων στις εκλογές του 2010 και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις το ανεβάζουν στο 10%. Πρόσφατα, ο κεντροδεξιός υπουργός Μετανάστευσης Τόμπιας Μπίλστρομ προκάλεσε σάλο δηλώνοντας ότι η μεταναστευτική πολιτική της Σουηδίας «δεν είναι πλέον βιώσιμη» και ότι όσοι συμπαραστέκονται στους μετανάστες «δεν είναι ξανθοί, γαλανομάτηδες Σουηδοί», αλλά μελαψοί, πρώην μετανάστες οι ίδιοι. Ολα δείχνουν ότι τα χειρότερα έπονται...
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΤΑΡΑΧΕΣ
Σε κύριο άρθρο της, υπό τον τίτλο «Το σύνδρομο της Στοκχόλμης», η συντηρητική αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal ενοχοποιεί τον «ακραίο εξισωτισμό» του σουηδικού μοντέλου για την αδυναμία πρόσβασης των πιο φτωχών στρωμάτων στην αγορά εργασίας. «Οι υψηλοί κατώτατοι μισθοί που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις και η υψηλή φορολογία καθιστούν αδύνατη των πρόσβαση των εργατών χαμηλής ειδίκευσης στην αγορά εργασίας. Αυτοί οι περιθωριοποιημένοι εργάτες αναγκάζονται να καταφύγουν είτε στα επιδόματα του κοινωνικού κράτους είτε στη μαύρη οικονομία». Διαμετρικά αντίθετα ήταν τα συμπεράσματα της The Guardian.
«Οι κεντροδεξιοί ηγέτες της Σουηδίας οφείλουν να αντισταθούν στον πειρασμό της κατεδάφισης όσων πέτυχαν δεκαετίες φωτισμένης, κοινωνικής πολιτικής. Καλύτερα θα ήταν να θέσουν στους εαυτούς τους πιο σεμνά ερωτήματα, με αφορμή τις πρόσφατες ταραχές: Τι ήταν αυτό που λειτούργησε αποτελεσματικά με τους Γιουγκοσλάβους και δεν λειτουργεί με τους Σομαλούς;».
Πρώτα ήρθε το Παρίσι, τον Οκτώβριο του 2005, ύστερα το Λονδίνο, τον Αύγουστο του 2011, και τώρα η Στοκχόλμη.
Και στις τρεις περιπτώσεις, αλυσιδωτές, βίαιες ταραχές στα εργατικά
προάστια των κοσμοπολίτικων μεγαλουπόλεων, με πρωταγωνιστές εφήβους,
πρώτης ή δεύτερης γενιάς μετανάστες, ράγισαν τη βιτρίνα της «ανοιχτής,
πολυπολιτισμικής κοινωνίας». Αυτή τη φορά το σοκ ήταν ακόμη μεγαλύτερο, καθώς προερχόταν από τη χώρα η οποία μέχρι πρόσφατα δίκαια υπερηφανευόταν για το πιο προχωρημένο κοινωνικό κράτος και την πιο γενναιόδωρη πολιτική ασύλου στη Δύση. Στον αμείλικτο καθρέφτη της πραγματικότητας, το περίφημο «Folkhemmet», το σουηδικό Σπίτι των Λαών, δεν φαντάζει πια σαν το πιο όμορφο του κόσμου.
Το φαινόμενο μοιάζει να επαναλαμβάνεται με μαθηματική κανονικότητα. Στο Παρίσι, ρόλο πυροκροτητή έπαιξε ο θάνατος του 15χρονου Μπουνά Τραορέ και του 17χρονου Ζιέντ Μπενά, παιδιών μεταναστών από την Αφρική, στη διάρκεια αστυνομικής καταδίωξης στο υποβαθμισμένο προάστιο Κλισί-σου-Μπουά. Τις βρετανικές ταραχές πυροδότησε ο θανάσιμος πυροβολισμός του 29χρονου μαύρου Μαρκ Ντάγκαν από αστυνομικούς, οι οποίοι τον καταδίωκαν στο Τότεναμ του βορείου Λονδίνου. Οσο για τη Σουηδία, την αφορμή έδωσε ο θάνατος του 69χρονου Λενίνε Ρέλβας-Μάρτινς, Πορτογάλου μετανάστη με ψυχολογικά προβλήματα, ο οποίος πυροβολήθηκε από αστυνομικούς μέσα στο διαμέρισμά του, στο Χάσμπι, προάστιο της Στοκχόλμης, το οποίο κατοικείται σε ποσοστό 80% από μετανάστες.
Πίσω από κάθε αφορμή, κρύβονται πολλές αιτίες.
Η απώλεια μιας ζωής από τον υπερβάλλοντα ζήλο κάποιων αστυνομικών
οργάνων έπαιξε και στις τρεις περιπτώσεις τον ρόλο του σπινθήρα, μόνο
γιατί κάτω από την απατηλή επιφάνεια της κοινωνικής γαλήνης είχε
συσσωρευτεί πολύ «μπαρούτι». Ένα αστικό υποπρολεταριάτο νέων ανθρώπων, συνήθως ξενικής προέλευσης, χωρίς δουλειά,
χωρίς σπουδές και χωρίς μέλλον, αντιμέτωπο με καθημερινούς, κάποτε
ταπεινωτικούς ελέγχους από τις αστυνομικές αρχές, δεν χρειαζόταν παρά
μια τυχαία σπίθα για να εκραγεί. Στο Χάσμπι, το 20% των νέων δεν πηγαίνει ούτε στη δουλειά ούτε στο σχολείο. Σε ολόκληρη τη Σουηδία, οι μετανάστες αντιστοιχούν στο 15% του πληθυσμού, αλλά εκπροσωπούν το 35% των ανέργων.
Προτού εκδηλωθεί το πρόσφατο «τσουνάμι» των βίαιων ταραχών, είχαν
αρχίσει να πληθαίνουν οι σποραδικές μικροεξεγέρσεις νέων στη Στοκχόλμη,
το Γκέτεμποργκ και το Μάλμε. Το καζάνι έβραζε από καιρό...
Η αλήθεια είναι ότι το περίφημο «σουηδικό μοντέλο» αποτελούσε επί δεκαετίες την πιο προχωρημένη εκδοχή του σοσιαλδημοκρατικού κράτους πρόνοιας. Επί πρωθυπουργίας Ούλαφ Πάλμε, οι εισοδηματικές ανισότητες στη Σουηδία δεν ήταν μεγαλύτερες από εκείνες χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ακόμη και σήμερα, παρά τις περικοπές κοινωνικών δαπανών, μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά επιδοτείται από το κράτος με 2.212 ευρώ τον μήνα, ενώ οι γονείς απολαμβάνουν άδεια 480 ημερών για κάθε παιδί που γεννιέται. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι όπως πριν.
Η κεντροδεξιά κυβέρνηση του Φρέντρικ Ράινφελντ, η οποία κυβερνά τη Σουηδία από το 2006, έχει μειώσει τους φόρους που επιβαρύνουν τους πλούσιους κατά 20 δισ. ευρώ. Αν τη δεκαετία του 1990 η ψαλίδα ανάμεσα στο 10% των πλουσιότερων Σουηδών προς το 10% των φτωχότερων ήταν 4:1, σήμερα είναι 6:1. Από πρώτη χώρα του δυτικού κόσμου, ως προς την κοινωνική ισότητα, η Σουηδία έχει πέσει στη 14η θέση. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, είναι σήμερα η χώρα εκείνη στην οποία οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται με τον ταχύτερο ρυθμό. Οι δραματικές περικοπές κονδυλίων για την Τοπική Αυτοδιοίκηση οδήγησαν σε ραγδαία υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου, ιδίως στις εργατικές και μεταναστευτικές περιοχές.
Η εντεινόμενη περιθωριοποίηση τμήματος του μεταναστευτικού πληθυσμού προκαλεί αντανακλαστικές αντιδράσεις μεσαίων στρωμάτων που πλήττονται από την κρίση, τροφοδοτώντας την ξενοφοβία. Το μέχρι χθες περιθωριακό, ακροδεξιό κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών κατέκτησε το 5% των ψήφων στις εκλογές του 2010 και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις το ανεβάζουν στο 10%. Πρόσφατα, ο κεντροδεξιός υπουργός Μετανάστευσης Τόμπιας Μπίλστρομ προκάλεσε σάλο δηλώνοντας ότι η μεταναστευτική πολιτική της Σουηδίας «δεν είναι πλέον βιώσιμη» και ότι όσοι συμπαραστέκονται στους μετανάστες «δεν είναι ξανθοί, γαλανομάτηδες Σουηδοί», αλλά μελαψοί, πρώην μετανάστες οι ίδιοι. Ολα δείχνουν ότι τα χειρότερα έπονται...
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΤΑΡΑΧΕΣ
Το σοκ από τις πρόσφατες ταραχές σε προάστια της Στοκόχλμης και άλλων σουηδικών πόλεων τροφοδότησε σε διεθνή κλίμακα έντονο προβληματισμό για το μέλλον του κοινωνικού κράτους.
Σε κύριο άρθρο της, υπό τον τίτλο «Το σύνδρομο της Στοκχόλμης», η συντηρητική αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal ενοχοποιεί τον «ακραίο εξισωτισμό» του σουηδικού μοντέλου για την αδυναμία πρόσβασης των πιο φτωχών στρωμάτων στην αγορά εργασίας. «Οι υψηλοί κατώτατοι μισθοί που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις και η υψηλή φορολογία καθιστούν αδύνατη των πρόσβαση των εργατών χαμηλής ειδίκευσης στην αγορά εργασίας. Αυτοί οι περιθωριοποιημένοι εργάτες αναγκάζονται να καταφύγουν είτε στα επιδόματα του κοινωνικού κράτους είτε στη μαύρη οικονομία». Διαμετρικά αντίθετα ήταν τα συμπεράσματα της The Guardian.
«Οι κεντροδεξιοί ηγέτες της Σουηδίας οφείλουν να αντισταθούν στον πειρασμό της κατεδάφισης όσων πέτυχαν δεκαετίες φωτισμένης, κοινωνικής πολιτικής. Καλύτερα θα ήταν να θέσουν στους εαυτούς τους πιο σεμνά ερωτήματα, με αφορμή τις πρόσφατες ταραχές: Τι ήταν αυτό που λειτούργησε αποτελεσματικά με τους Γιουγκοσλάβους και δεν λειτουργεί με τους Σομαλούς;».
*Δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» την Κυριακή 2 Ιουνίου 2013