Εξωφρενικό σε χρήματα και ανθρώπινο δυναμικό αποδεικνύεται το κόστος της παραμονής των Βρετανών στρατιωτών στο Αφγανιστάν, καθώς η μέχρι σήμερα εμπλοκή της γηραιάς Αλβιώνος στον πόλεμο, ο οποίος άρχισε το 2006, έχει κοστίσει ήδη στους Βρετανούς φορολογούμενους τουλάχιστον 37 δισ. λίρες.
Το ποσό αυτό ισοδυναμεί με περισσότερες 2.000 λίρες για κάθε νοικοκυριό, σύμφωνα με το βιβλίο του Φρανκ Λέντγουιτζ που φέρει τον εύστοχο τίτλο «Ο τελευταίος αυτοκρατορικός πόλεμος», το οποίο κυκλοφορεί την επόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Γέιλ και ασκεί δριμύτατη κριτική στο Ηνωμένο Βασίλειο και στον ρόλο του στη σύγκρουση.
Εναλλακτικά, σε επίπεδο στρατιωτικών δαπανών, το ποσό θα ήταν αρκετό για να εξοπλίσει το Ναυτικό με σμήνος αεροσκαφών υπερσύγχρονης τεχνολογίας ή να συγκροτήσει τρεις ταξιαρχίες πεζοναυτών, να τις εφοδιάσει με την τελευταία λέξη της στρατιωτικής τεχνολογίας και να τις χρηματοδοτεί για 10 χρόνια.
Σε ό,τι αφορά τις ανθρώπινες απώλειες και τους τραυματισμούς, φυσικούς και ψυχικούς, ο συγγραφέας αναφέρει ότι τα βρετανικά στρατεύματα στην επαρχία Χελμάντ έχουν σκοτώσει τουλάχιστον 500 αμάχους και περίπου οι μισές από τις οικογένειες αυτές έχουν αποζημιωθεί από τη βρετανική κυβέρνηση. Για τους συμπατριώτες του, ο Λέντγουιτζ γράφει ότι 444 Βρετανοί στρατιώτες έχουν σκοτωθεί και τουλάχιστον 2.600 έχουν τραυματιστεί στον πόλεμο που μετρά ήδη 7 χρόνια, ενώ άλλοι 5.000 στρατιώτες έχει υποστεί βαριά ψυχολογικά τραύματα.
Από την πλευρά του, το υπουργείο Αμυνας έχει εκτιμήσει το έως τώρα κόστος της διεξαγωγής στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν στις 25 δισ. λίρες και υποστηρίζει ότι τα στρατεύματα παραμένουν στη Χελμάντ για την προστασία της βρετανικής εθνικής ασφάλειας, βοηθώντας τους Αφγανούς να συγκροτήσουν τις δικές τους στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις.
Οι αληθινοί νικητές του πολέμου δεν είναι άλλοι από τους εμπόρους ναρκωτικών, τους συμβούλους για την ανάπτυξη της χώρας και φυσικά τις μεγάλες εταιρείες όπλων. Κι αυτό γιατί ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής βοήθειας αντί να δοθεί για την ανοικοδόμηση της χώρας και την ανακούφιση των Αφγανών πολιτών, σκορπίζεται απλόχερα σε κάθε είδους συμβούλους.
Το μείζον σφάλμα, καταλήγει ο συγγραφέας, υπήρξε η αντιμετώπιση της Αλ Κάιντα ως στρατιωτικού προβλήματος, καθώς επί της ουσίας ήταν ένα πρόβλημα που αφορούσε την αντικατασκοπία και όχι τον στρατό. Συμπερασματικά ο συγγραφέας επισημαίνει ότι αυτό που συζητούν μεταξύ τους τα ηγετικά στελέχη των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων είναι ότι το Λονδίνο ξόδεψε τόσο αίμα και χρήμα στο Αφγανιστάν όχι για τα δικά του συμφέροντα αλλά για να διατηρήσει τις στενότερες δυνατές σχέσεις με την Ουάσινγκτον.