Με
ρωτάνε για την πρόσφατη έκρηξη της κρίσης στην Κύπρο. Η κρίση όμως για
μένα δεν ήταν κάτι το ξαφνικό. Τη βιώνω μέσα από την προσωπική μου
πορεία εδώ και μια πενταετία περίπου.
Θα
μιλήσω λοιπόν για τη δική μου κρίση, για τον εαυτό μου ως αποτέλεσμα
της ευρωπαϊκής πολιτικής της δεκαετίας του ’90 και των μετέπειτα χρόνων,
ως δημιούργημα (αλλά και απομεινάρι) μιας εποχής που φαίνεται να
αργοπεθαίνει.
Σε
ένα γνωστό άρθρο με τίτλο «Το ευρωπαϊκό κενό» (2007) ο Ολλανδός
κοινωνιολόγος Abram de Swaan, προβάλλοντας το ζήτημα του δημοκρατικού
ελλείμματος στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αναφέρει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση
απέτυχε στο να δημιουργήσει μια ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα: «Δεν υπάρχουν
σχεδόν καθόλου ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ευρωπαϊκά μίντια, Ευρωπαίοι
διανοούμενοι ή ευρωπαϊκές συζητήσεις». Νομίζω, ωστόσο, πως ο De Swaan
παραγνωρίζει μια τάση που αναπτύχθηκε έντονα –κυρίως στις ζώνες της
«ευρωπαϊκής περιφέρειας»– κατά τη δεκαετία του ’90 και, πνέοντας ίσως τα
λοίσθια, συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Αναφέρομαι
στο δίπολο «ευρωπαϊκή ταυτότητα» και «κοινωνία της γνώσης». Αν στην
πρώτη φάση της πορείας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δόθηκε έμφαση στην
ίδρυση και τη σταθερότητα των θεσμών, από τη δεκαετία του ’90 και εξής
το ενδιαφέρον μετακινήθηκε προς τη δόμηση μιας κοινής ευρωπαϊκής
ταυτότητας. Η καλλιέργεια μιας πανευρωπαϊκής ταυτότητας δίπλα στις
εθνικές ταυτότητες των πολιτών σε όλες τις χώρες-μέλη θεωρήθηκε
προϋπόθεση για τη δημοκρατία και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ταυτόχρονα, κέρδισαν μεγάλη ώθηση οι θεωρίες περί δημιουργίας μιας
κοινωνίας της γνώσης, η οποία θα αντικαθιστούσε τη βιομηχανική κοινωνία
και θα οδηγούσε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής
Ένωσης μέσω της ανάπτυξης των γνωστικών δεξιοτήτων. Όλα αυτά
μεταφράστηκαν σε συγκεκριμένες πολιτικές: ερευνητικά και εκπαιδευτικά
προγράμματα (Erasmus, Marie Curie Training Programs), οργανισμοί
χρηματοδότησης (European Research Council, Ευρωπαϊκό Ταμείο
Περιφερειακής Ανάπτυξης), ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά ιδρύματα (European
University Institute) και διδακτορικά προγράμματα (European Doctorate).
Στα
τέλη της δεκαετίας του ’90 και τα πρώτα χρόνια ακόμα του νέου αιώνα, η
Ευρώπη θεωρούνταν η πιο σίγουρη επένδυση, μια προοπτική όλο υποσχέσεις:
«Στην Ευρώπη και με θέματα ευρωπαϊκά! Εκεί ανοίγονται οι πόρτες του
μέλλοντος!» μας συμβούλευαν οι καθηγητές μας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
όταν προβληματιζόμασταν για τις μεταπτυχιακές μας σπουδές. Ήταν πράγματι
η εποχή που άνοιγαν τμήματα ευρωπαϊκών σπουδών, δομούνταν η ευρωπαϊκή
ιδέα και σφυρηλατούνταν η ιστορία της.
Μέσα
σε αυτό το τοπίο δεν φτιάχτηκαν μόνο επιστημονικοί κλάδοι. Φτιάχτηκαν
και άνθρωποι, ένα είδος Homo europeus. Είναι άνθρωποι που ζουν και
κινούνται έξω από το στενό εθνικό τους πλαίσιο, που έχουν σπουδάσει σε
τρία-τέσσερα διαφορετικά ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, που μιλούν άλλες τόσες
ευρωπαϊκές γλώσσες και που μελετούν θέματα διεθνικά, συγκριτικά και
διαπολιτισμικά. Είναι μια τάξη ανθρώπων που δεν ανήκει στα ξεχωριστά της
εθνοκράτη, αλλά στην υποτιθέμενη Ευρώπη του αύριο. Τα προγράμματα
ενδοευρωπαϊκής κινητικότητας ήταν πράγματι επιτυχή στη δημιουργία μιας
ευρωπαϊκής επιστημονικής κοινότητας, μιας διανοητικής ελίτ που θα έθετε
τις πολιτισμικές βάσεις της Ευρώπης του μέλλοντος. Οι πρώτοι πολίτες της
μελλοντικής Ευρώπης.
Ενώ
όμως έγιναν οι πολίτες, δεν έγινε η πολιτεία. Αυτοί όλοι
δημιουργήθηκαν, αλλά δεν δημιουργήθηκε το πλαίσιο για να τους δεχτεί. Το
τρίτο στάδιο προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν ακολούθησε τον δρόμο της
κοινωνίας για τον οποίο μας προετοίμαζαν, αλλά τον δρόμο της
οικονομίας. Η χαμένη σύνδεση μεταξύ της Ευρώπης των αγορών και της
Ευρώπης της κοινωνίας, και μεταξύ των αγορών και της δημοκρατίας,
αναίρεσε και τις προοπτικές του ευρωπαϊκού μέλλοντος. Από την αρχή της
νέας χιλιετίας και έκτοτε, οι πολιτικές λιτότητας οδήγησαν στη
συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και στην υποτίμηση της αξίας της πλήρους
απασχόλησης, της κοινωνικής ασφάλισης και των συλλογικών αγαθών. Το
σχέδιο για την ανάπτυξη και την επέκταση των πανεπιστημίων θυσιάστηκε
στον βωμό της ανταγωνιστικότητας και του περιορισμού των δαπανών. Η
επισφαλής εργασία και η ευελιξία (flexibility) έγιναν ο νέος εργασιακός
κανόνας. Όπως γράφει ο ιστορικός Chris Lorenz, «στον νεοφιλελεύθερο
κόσμο του ρίσκου, οι δουλειές και η κοινωνική ασφάλιση για τους
ακαδημαϊκούς έγινε κάτι το εντελώς ντεμοντέ». Τα πανεπιστήμια
λειτουργούν πλέον με λιγότερο μόνιμο προσωπικό και περισσότερους
συμβασιούχους, οι οποίοι δουλεύουν συχνά σε ένα εργασιακό καθεστώς που
χαρακτηρίζεται από χαμηλές αμοιβές, υπερεργασία, πολυαπασχόληση,
προσωρινότητα, ανομία και άναρχη ευελιξία. Οι «ακαδημαϊκοί νομάδες»
(«scholar gypsies»), όπως εύστοχα τους αποκαλεί ο Lorenz, ανήκουν στο
ευρωπαϊκό «πρεκαριάτο», είναι δηλαδή η ακαδημαϊκή εκδοχή της χαμένης
γενιάς της ευρωπαϊκής κρίσης.
Τι
έγινε λοιπόν με την πρώην διανοητική ελίτ της μελλοντικής Ευρώπης;
Αυτοί οι άνθρωποι είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που έμεινε στη
μέση. Αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα της ευρωπαϊκής ιδέας που δεν
ολοκληρώθηκε, τα ανθρώπινα παραλειπόμενα της αποτυχίας του ευρωπαϊσμού.
Δημιουργήθηκε δηλαδή μια κοινωνική ομάδα απάτριδων Ευρωπαίων· νέοι και
νέες οι οποίοι στολίστηκαν και ετοιμάστηκαν για έναν γάμο που δεν έγινε
ποτέ. Και τώρα κρατάνε τη βαλίτσα τους και σέρνονται από πρότζεκτ σε
πρότζεκτ και από χώρα σε χώρα, με απώτερο ίσως στόχο να φύγουν για άλλες
«μελλοντικές Ευρώπες»…
Βλέποντας,
τέλος, την κρίση και μέσα από την ιδιαίτερη σκοπιά της Κύπρου, ως μέλος
μιας γενιάς που γεννήθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο και από γονείς
πρόσφυγες, μιας γενιάς που ενσάρκωσε το όραμα της λύσης του Κυπριακού
και την ανάγκη για ειρήνη, ασφάλεια και ευημερία, δεν μπορώ παρά να
παρατηρήσω μια θλιβερή γενεαλογία προσφυγοποιημένων ζωών.
Δημοσιεύτηκε και στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χρόνος
Γράφει: Κωνσταντίνα Ζάνου