Οι αλλεπάλληλες ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου εναντίον εγκαταστάσεων του συριακού (κυβερνητικού) στρατού γεννούν περισσότερα ερωτήματα από όσα απαντούν. Ωστόσο, αναδεικνύουν μετά βεβαιότητας (σε συνδυασμό με τις πληροφορίες ότι συριακές δυνάμεις έπληξαν εντός του ιορδανικού εδάφους κονβόι ανταρτών που επιχειρούσε να διασχίσει τα σύνορα) το ξεπέρασμα ενός κρίσιμου ορίου: την αμετάκλητη διεθνοποίηση της, μέχρι τώρα πρωτίστως εμφύλιας, σύρραξης στη Συρία. Το δυσοίωνο προηγούμενο της ισραηλινής εμπλοκής στον εμφύλιο του Λιβάνου (1975-1990) επανέρχεται ζωηρά στη μνήμη.
Οι φόβοι για ταχεία περιφερειακή κλιμάκωση της σύγκρουσης με την εμπλοκή και άλλων παικτών της περιοχής ή της ευρύτερης διεθνούς σκηνής δεν είναι πάντως μοιραίο να επαληθευθούν -ιδίως αν λάβει κανείς υπ’ όψιν τις ισραηλινές επιδρομές εναντίον παλαιστινιακού στρατοπέδου στη Συρία το 2003 και «ύποπτης» συριακής εγκατάστασης το 2007, οι οποίες έμειναν αναπάντητες από την πλευρά της Δαμασκού. Ωστόσο, σε πολιτικό τουλάχιστον επίπεδο, η κατάσταση φθάνει στον ύψιστο βαθμό περιπλοκότητας -με τα πραγματικά κίνητρα των δρώντων να μην ταυτίζονται απαραίτητα με τα εμφανή.
Οι ισραηλινές επιδρομές του Σαββατοκύριακου ασφαλώς αποδυναμώνουν το καθεστώς του Bashar al-Assad, το οποίο έρχεται αντιμέτωπο με πολλαπλασιασμό των στρατιωτικών μετώπων αλλά και με την πρόκληση να διασώσει το γόητρό του απαντώντας καταλλήλως. Ωστόσο, κάθε άλλο παρά ενισχύουν και την (πιεζόμενη στρατιωτικά) ένοπλη αντιπολίτευση κατά του Assad, που στελεχώνεται κυρίως από εθνικιστές, ή τις αραβικές μοναρχίες που την στηρίζουν, οι οποίες βρέθηκαν στην αμήχανη θέση να καταγγέλλουν την παραβίαση της ακεραιότητας ενός κράτους-μέλους του Αραβικού Συνδέσμου από τον «σιωνιστή εχθρό».
Ακόμη και η πλειοδοτούσα σε τυχοδιωκτισμό Γαλλία βρέθηκε την επαύριο των ισραηλινών επιδρομών να απευθύνει έκκληση για «πολιτική λύση» - αυτήν ακριβώς που ζητά επιμόνως η Μόσχα και που είχε επεξεργασθεί από τον περασμένο Ιούνιο ως διεθνής μεσολαβητής ο Kofi Annan με τη «Συμφωνία της Γενεύης», που τορπιλίσθηκε από αλλεπάλληλες προβοκάτσιες.
Αναπτύχθηκε, ιδίως πέραν του Ατλαντικού, η φιλολογία ότι οι ισραηλινές επιδρομές αποβλέπουν στο να σύρουν σε πολεμική εμπλοκή στη Συρία τη Ουάσιγκτον, η οποία ακόμη προσπαθεί να απεμπλακεί από την «κόκκινη γραμμή» περί χημικών όπλων που είχε διατυπώσει (εκτός κειμένου…) σε ομιλία του τον Οκτώβριο ο Barack Obama. Το επίπεδο πολιτικού συντονισμού που έχει επιτευχθεί το τελευταίο διάστημα με διαδοχικές επισκέψεις Αμερικανών αξιωματούχων στο Ισραήλ, το «πράσινο φώς» της Ουάσιγκτον σε «όποια μέτρα κρίνει αναγκαία το Ισραήλ για την προστασία του πληθυσμού του», η προ μηνός αμερικανική μεσολάβηση για την τουρκο-ισραηλινή επαναπροσέγγιση (η οποία αίφνης τη Δευτέρα προωθήθηκε αποφασιστικά με τη νέα συνάντηση των δύο πλευρών για τις αποζημιώσεις την επιδρομή στο πλοίο Mavi Marmara), και οι επιχειρησιακές απαιτήσεις προετοιμασίας των επιδρομών του Σαββατοκύριακου στη Συρία αποκλείουν το ενδεχόμενο αμερικανικού «αιφνιδιασμού».
Πάνω στην ώρα δε, η Κάρλα ντελ Πόντε της σχετικής ερευνητικής επιτροπής του ΟΗΕ, υποστήριξε ότι πιθανότατα αυτοί που χρησιμοποίησαν το αέριο sarin στη Συρία υπήρξαν οι αντικαθεστωτικοί αντάρτες – ή τουλάχιστον το ανεξέλεγκτο τζιχαντιστικό τμήμα τους που εμπνέει άκρα επιφύλαξη στη Δύση.
Η παρεμβολή του Ισραήλ, συνεπώς, περισσότερο παραπέμπει σε στρατηγική διαιώνισης του χάους (και αποστολής μηνυμάτων προς «τρίτους», οι οποίοι κυρίως απασχολούν το εβραϊκό κράτος) παρά σε έναρξη της «αντίστροφης μέτρησης» για τον Assad.
Το ισραηλινό πλήγμα στην συριακή επικράτεια πραγματοποιήθηκε από τον εναέριο χώρο του Λιβάνου και είχε ως στόχο, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διοχετεύονται, ιρανικούς πυραύλους προοριζόμενους για τη σιιτική οργάνωση Χεζμπολλάχ, την κατεξοχήν υπεύθυνη για τον τερματισμό της ισραηλινής κατοχής του Νοτίου Λιβάνου το 2000 και για το λιβανικό φιάσκο του Ισραήλ το 2006, η οποία μάχεται εντός της Συρίας υπέρ του Assad με δύο επίλεκτες μεραρχίες της.
Το γεγονός δε ότι το Ιράν πραγματοποιεί τον Ιούνιο προεδρικές εκλογές, μετά τις οποίες θα κριθεί οριστικά η ευόδωση ή μη των διαπραγματεύσεων της Τεχεράνης με την διεθνή ομάδα «5+1» για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Συμπληρώνοντας δε τα συμφραζόμενα των επιδρομών του Σαββατοκύριακου πρέπει να σημειωθεί ότι στο (αμεσότερου ισραηλινού ενδιαφέροντος) Παλαιστινιακό ζήτημα, η κυβέρνηση Netanyahu επείγεται να αποσείσει (προβάλλοντας λ.χ. τον νέο όρο της αναγνώρισής του ως «εβραϊκού κράτους») την εντεινόμενη διεθνή πίεση για επανάληψη των ισραηλινο-παλαιστινιακών διαπραγματεύσεων – ιδίως μετά την επικαιροποίηση, με την αποδοχή και αναπροσαρμογών στα σύνορα του 1967, του εκκρεμούς από το 2002 ειρηνευτικού σχεδίου του Αραβικού Συνδέσμου.
Όσο για τον ίδιο τον ισραηλινό πρωθυπουργό, βρίσκεται σε πενθήμερη επίσκεψη (περίπου ταυτόχρονα με τον Παλαιστίνιο πρόεδρο Mahmud Abbas!) στο Πεκίνο, το οποίο, μάλλον αμήχανα, ζήτησε ήδη αποφυγή της προσφυγής στην βία και σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας όλων των χωρών…