Βρυξέλλες του Θάνου Αθανασίου Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές του Συμβουλίου, η κυπριακή κυβέρνηση
δέχθηκε ορυμαγδό πιέσεων από τους ομολόγους της στην ευρωζώνη για να
τροποποιήσει τα ποσοστά φορολόγησης των καταθέσεων που αποφασίστηκαν
στην συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου.Οι 16 του ευρώ πίεσαν αφόρητα τον κ. Σαρρή εξηγώντας του τις
καταστροφικές συνέπειες της απόφασης, που αποδίδουν στην κυπριακή
πλευρά. Πηγές κοντά στις συνομιλίες μίλησαν στο Real.gr
για ανταλλαγή βαριών κατηγοριών τόσο για την ουσία της επιμονής της
κυπριακής κυβέρνησης να μην επιθυμεί την υψηλότερη φορολόγηση του
μεγάλου κεφαλαίου, όσο και για τις κυπριακές δηλώσεις σε σχέση με το
ποιού ιδέα ήταν το κούρεμα.
Η ίδια πηγή αναφέρει ότι Κεντροευρωπαίος υπουργός που κυριολεκτικά είχε
βγει από τα ρούχα του σε κάποια φάση εκστόμισε τη φράση «μα καλά, τόσους
πλούσιους φίλους έχετε;». Η ευρωζώνη επιθυμεί να δει την κυπριακή
κυβέρνηση να σέβεται το όριο των 100.000 ευρώ και να βρίσκει τα 5,85
δισ. φορολογώντας το μεγάλο κεφάλαιο.
Ο κ. Σαρρής φέρεται να εξήγησε στους 16 ότι το σχέδιο ως έχει δεν
περνάει και παρέθεσε μια σειρά από κοινωνικές αντιδράσεις. Οι υπουργοί
της Γερμανίας, του Βελγίου, της Αυστρίας, της Φινλανδίας και του
Λουξεμβούργου αντέδρασαν έντονα και του απάντησαν ότι «το μπαλάκι είναι
στο δικό του γήπεδο» και πως «ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να γίνει». Ο
Βέλγος υπουργός ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος όταν νωρίτερα επικοινώνησε με
συνεργάτες του και προσπάθησε να αναλύσει την επίπτωση της απόφασης σε
άλλες χώρες με εύθραυστη τραπεζική πίστη.
Οι 16 ομόλογοι του κ. Σαρρή, αποφάσισαν ωστόσο να τηρήσουν τα προσχήματα
και να εκδώσουν ένα ήπιο ανακοινωθέν, όπου διακριτικά εξηγούν το τι
πρέπει να γίνει. Αναμένουν μια προοδευτικότερη κλίμακα και μια όσο το
δυνατόν δικαιότερη κατανομή για τις μικρές αποταμιεύσεις.
Οι Βρυξέλλες, το Βερολίνο και η Φρανκφούρτη δεν χάνουν ευκαιρία να
διευκρινίσουν ότι η επιλογή των ποσοστών ανήκει στη Λευκωσία και έγινε
με γνώμονα την μελλοντική ελκυστικότητα της Κύπρου ως χρηματοπιστωτικό
κέντρο. Αυτό ήταν και το αντικείμενο ατέλειωτων παρασκηνιακών
ενημερώσεων.
Στις Βρυξέλλες λένε ότι η Κύπρος έχει «τελειώσει» ως χρηματοπιστωτικό
κέντρο και αυτή είναι η ομόφωνη απόφαση των 17 της ευρωζώνης. Η απόφαση
αυτή περιγράφεται σε δύο επίσημα κείμενα: τις χειμερινές οικονομικές
προβλέψεις της Κομισιόν για την Κύπρο και το ανακοινωθέν του Εurogroup
της 16ης Μαρτίου. Η Κομισιόν, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ εκτιμούν ότι το μέγεθος
του τραπεζικού τομέα στο νησί είναι δυσανάλογο με την οικονομία και
αποτελεί πόλο έκνομων συναλλαγών.
Συνιστούν λοιπόν στην Κύπρο, ανεξαρτήτως μνημονίου πως θα πρέπει να
στραφεί σε άλλους τομείς της οικονομίας για να αντισταθμίσει τις
απώλειες από το «ξεκούρδισμα» του τραπεζικού κλάδου. Ήδη από το
καλοκαίρι του 2012, όσοι βρίσκονταν κοντά στις διαπραγματεύσεις με την
τότε κυπριακή κυβέρνηση γνώριζαν πάρα πολύ καλά ότι ο τραπεζικός τομέας
θα συρρικνωνόταν, όποιο κι αν ήταν το ύψος του τελικού δανείου.
Τότε η επίσημη δικαιολογία για την καθυστέρηση στη λήψη απόφασης για την
Κύπρο ήταν πως το Εurogroup περίμενε το αποτέλεσμα του ελέγχου της
PIMCO για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του τραπεζικού κλάδου. Το
αποτέλεσμα δεν δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα, οι πάντες όμως παραδέχονται
παρασκηνιακά, τόσο στις Βρυξέλλες, όσο και στην Φρανκφούρτη ότι
μιλούσαμε για ένα ποσό της τάξης των 17 δισ. - όσο και το κυπριακό ΑΕΠ.
Για μια σειρά από λόγους 17 δισ. δεν μπορεί κανείς να δανείσει στην
Κύπρο. Ο πρώτος ότι η Κύπρος δεν θα μπορέσει να τα αποπληρώσει ποτέ - θα
έπρεπε να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα 10 μονάδων του ΑΕΠ της για 10
χρόνια, πράγμα αδύνατο. Θα έπρεπε να μειώσει στο μισό την απασχόληση στο
δημόσιο τομέα της και να αυξήσει τη φορολογία σε τέτοιο βαθμό που το
εγχείρημα θα ήταν 4 φορές πιο υφεσιακό από το ελληνικό.
Το δημόσιο χρέος δε θα ήταν ποτέ βιώσιμο, ούτε και με κούρεμα ομολόγων.
Λογιστικά η Κύπρος θα έπρεπε να κηρύξει default σε όλο της το δημόσιο
χρέος μέχρι εκείνη τη στιγμή - άρα θα έχαναν ξανά οι τράπεζες, τα
ασφαλιστικά ταμεία, οι μικροαποταμιευτές και η ευρωζώνη θα επαναλάμβανε
το ελληνικό λάθος.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι στις κυπριακές τράπεζες εγνωσμένα
στοιβάζονταν κεφάλαια Ρώσων ολιγαρχών, Γερμανών φοροφυγάδων και κέρδη
από έκνομες δραστηριότητες. Μια απόφαση για τη διάσωση αυτών των
κεφαλαίων σε αυτές τις τράπεζες με κοινοτικά κεφάλαια δεν θα περνούσε
ποτέ από το Γερμανικό κοινοβούλιο. Γι΄ αυτό είχαν προειδοποιήσει
ξεκάθαρα οι Γερμανοί Σοσιαλιστές.
Βεβαίως μέσα στα ποσά των καταθέσεων υπάρχουν και 400 εκατομμύρια των
ασφαλιστικών ταμείων. Το κούρεμά τους θα μπορούσε να ξεπεραστεί αν οι
αρχές και οι εταίροι περίμεναν το αποτέλεσμα των ελέγχων της ανεξάρτητης
εταιρίας για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος. Αν μη τι άλλο, 6 δισ. θα
μπορούσαν να βρεθούν και να δεσμευθούν από εκεί...