Στο μέτρο που οι αναπτυσσόμενες
οικονομίες θα περιορίσουν την χρηματοδότηση κατανάλωσης και κοινωνικών
παροχών στην Δύση, οι χώρες της τελευταίας θα πρέπει να αναθεωρήσουν εκ
βάθρων τις κοινωνικές πολιτικές τους και όχι μόνον…
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο γνωστός αρθρογράφος των Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς Σάμιουελ Μπρίτταν είναι σαφής: «Η συρρίκνωση του ποσοστού συμμετοχής Ευρώπης και Αμερικής στο παγκόσμιο ΑΕΠ προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών και η άνοδος της αποταμίευσης στις τελευταίες θα επηρεάσει σημαντικά και τα μέχρι σήμερα κοινωνικά και οικονομικά δυτικά πρότυπα». Κατά πάσα δε πιθανότητα, θα προσθέταμε εμείς, θα μπει τέλος και στην περίφημη «δανειστική οικονομία», η οποία τα είκοσι τελευταία χρόνια υπήρξε σήμα κατατεθέν της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής –με τις γνωστές επιπτώσεις.
Και η Ελλάδα; Ποια τύχη θα έχει μέσα στην νέα αυτή συγκυρία;
Παρά τα κατά καιρούς περί του αντιθέτου λεγόμενα και γραφόμενα, η Ελλάδα είναι από κάθε άποψη ένα μικρό μεν αλλά ζωτικό κομμάτι της Δύσεως. Εξάλλου, στην Δύση οφείλει την επιβίωσή της τα νεώτερα χρόνια και ο δυτικός κόσμος την κρατά σήμερα ζωντανή μεσούσης της διεθνούς κρίσεως που προκαλούν μια σειρά από παγκόσμιες ανακατατάξεις και τεχνολογικές εξελίξεις. Επίσης, το ότι μεταπολιτευτικώς η χώρα μας αναρριχήθηκε στην 33η θέση των πλουσιότερων χωρών του κόσμου, το οφείλει πρωτίστως στην στρατιωτική βοήθεια της Δύσεως, την περίοδο που οι δυνάμεις του ολοκληρωτισμού προσπάθησαν να εντάξουν την χώρα μας στην σφαίρα της σοβιετικής επιρροής.
Είναι λοιπόν σαφές ότι το μέλλον της Ελλάδας, σήμερα περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, είναι συνυφασμένο με το αντίστοιχο του δυτικού κόσμου και ειδικότερα με την ευρωπαϊκή εκδοχή του. Συνεπώς, η μελλοντική πορεία της Δύσεως αφορά άμεσα και την χώρα μας –η οποία, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, με μία σειρά λάθος επιλογές, έχει πολλαπλώς υποβαθμίσει την σημασία της χάνοντας πολύτιμο κεφάλαιο και από την πολιτιστική της αίγλη.
Ενώ λοιπόν έχουμε εισέλθει για καλά στην δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, θα πρέπει να δούμε ποια είναι η θέση της Δύσεως στον ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο μας, στον οποίον οι οικονομικές ανακατατάξεις, οι χρηματοοικονομικές ροές, οι δημογραφικές εξελίξεις και οι τεχνολογικές ανατροπές διαμορφώνουν νέες συνθήκες αναπτύξεως και παραγωγής πλούτου, φέρνουν στο προσκήνιο νέα και ενίοτε πολύπλοκα προϊόντα και χωρίς αμφισβήτηση αναδεικνύουν πολιτιστικά πρότυπα που μεταβάλλουν τους όρους της διανθρώπινης επικοινωνίας.
Την ίδια στιγμή σημειώνονται και εντυπωσιακές μεταφορές πλούτου από την Δύση προς νέες αναδυόμενες χώρες που υπερτερούν δημογραφικά και ήδη καλύπτουν το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού. Ειδικότερα, σε σύνολο 7 δισεκατομμυρίων ανθρώπων που κατοικούν στον πλανήτη μας, η Ευρώπη και η Αμερική αντιπροσωπεύουν μόνον 770 εκατομμύρια ψυχές, πλην όμως το κατά κεφαλήν εισόδημα του πληθυσμού αυτού είναι τρεις και πλέον φορές ανώτερο του παγκόσμιου μέσου όρου. Σαφώς δε οι εγκυρότεροι διεθνείς αναλυτές προβλέπουν ότι η κατάσταση αυτή δεν θα διαρκέσει περαιτέρω. Αυτή είναι μια αλήθεια που διατύπωσε κυνικά ο μεγάλος Βρεταννός οικονομολόγος Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς λέγοντας: «Μακροπροθέσμως είμαστε όλοι νεκροί» –υποννοώντας, βεβαίως, ότι τίποτα δεν έχει μόνιμη διάρκεια, για παράδειγμα η μόνιμη συσσώρευση πλούτου.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει στις μέρες μας με την Δύση. Ύστερα από 200 χρόνια παγκόσμιας οικονομικής ηγεμονίας, η συμμετοχή των δυτικών οικονομιών στο παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) μειώνεται πλέον συστηματικά και, από 70% που αντιπροσώπευε το 1985, σήμερα έχει πέσει στο 50%. Η μείωση δε αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι μεγάλες και μικρές χώρες της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της πρώην κομμουνιστικής Ευρώπης εφαρμόζουν ακριβώς τις ίδιες πρακτικές που επέτρεψαν στην Δύση να γίνει πλούσια από την βιομηχανική επανάσταση κα μετά. Έτσι, όλο και περισσότερες χώρες –όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Τουρκία, η Ινδονησία, το Βιετνάμ, το Μεξικό, η Ρωσία– εφαρμόζουν αμιγώς δυτικές πρακτικές παραγωγής πλούτου, που εδράζονται στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής κουλτούρας, στην προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και στην ελευθερία του επιχειρείν υπό σχετικώς δημοκρατικές συνθήκες. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι παραπάνω χώρες –με πρώτη την Κίνα– καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό της παγκόσμιας αποταμιεύσεως και ελέγχουν το συντριπτικό ποσοστό των παγκόσμιων ροών κεφαλαίων. Αντί λοιπόν να δανείζονται από την Δύση για να αναπτυχθούν, αντιθέτως, δανείζουν τις δυτικές χώρες για να μπορούν να καταναλώνουν και κυρίως να συντηρούν ένα πληθωρικό κοινωνικό κράτος.
Ως φαίνεται, όμως, η τακτική αυτή σταδιακά αλλάζει. Οι αναπτυσσόμενες χώρες ναι μεν θέλουν τα οικονομικά τους πλεονάσματα να αποδίδουν, αλλά κατά τρόπον πιο παραγωγικό από αυτόν που προσφέρει η κοινωνική κατανάλωση στην Δύση.
Πέρα λοιπόν από καταναλωτικού τύπου χρηματοδοτήσεις, αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες έχουν δημιουργήσει ισχυρά κρατικά επενδυτικά Ταμεία τα οποία επενδύουν πλέον σε πλουτοπαραγωγικές πηγές ή σε άμεσες εξαγορές δυτικών επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Σημαντικές είναι επίσης οι επενδύσεις, αραβικών κυρίως, επενδυτικών Ταμείων στον αθλητισμό και τις πολιτιστικές δραστηριότητες. Δεν είναι έτσι διόλου τυχαία η υπαγωγή μεγάλων ποδοσφαιρικών ομάδων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας σε αραβικά και ρωσικά κεφάλαια.
Ούτε βεβαίως στερείται σημασίας η κινεζική παρουσία στη Αφρική, η οποία ήδη καλύπτει το 40% της παραγωγής πρώτων υλών.
Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη χρηματοδότησης κοινωνικών παροχών και στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι βέβαιον ότι θα περιορίσει τις καταναλωτικές ροές κεφαλαίων προς την Δύση, η οποία είτε θα πρέπει να αρχίσει να εκδίδει πληθωριστικό χρήμα, είτε θα χρειαστεί να τονώσει την παραγωγικότητα / ανταγωνιστικότητά της περιορίζοντας τις πλουσιοπάροχες κοινωνικές παροχές της.
Όλα αυτά είναι κακά νέα για τα απανταχού στην Δύση κρατικοδίαιτα συντεχνιακά κατεστημένα –και κυρίως γι αυτά που είναι υπεραναπτυγμένα, όπως στην Ελλάδα. Μια άλλη εποχή έχει ήδη δρομολογηθεί για την παγκόσμια οικονομία και απέχει αισθητά από κάποιες μουσειακές αντιλήψεις του 20ου αιώνα –οι οποίες, δυστυχώς, είναι πάντα ενεργές στην χώρα μας, το μέλλον της οποίας εξαρτάται από το πώς θα τις αντιμετωπίσει.