08 Φεβρουαρίου 2013

Σοβαρές Πολιτικο-στρατιωτικές Ανακατατάξεις στην Τουρκία


Είναι η 12η οικονομική δύναμη στον κόσμο, διαθέτει τον δεύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ και τον 7ο στον κόσμο, η δε οικονομία της αναπτύσσεται με ρυθμό πάνω από 8% τον χρόνο. Πολύ σωστά, έτσι, οι διεθνείς οικονομικοί παρατηρητές αποκαλούν την Τουρκία «Κίνα της ΝΑ Ευρώπης». Ακόμα, διαβάζοντας κανείς τις σημαντικές συνεντεύξεις που παραχώρησαν ο Τούρκος πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιούλ στο κορυφαίο αμερικανικό περιοδικό Φόρεϊν Αφαίρς και ο υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου στο γαλλικό Πολιτίκ Ιντερνασιονάλ (αντίστοιχο του αμερικανικού), εύκολα διαπιστώνει ότι η γειτονική μας χώρα έχει θεμιτές φιλοδοξίες –πλην όμως, για να τις υλοποιήσει, θα πρέπει να ξεπεράσει αρκετά διλήμματα.
Το σημαντικότερο από τα διλήμματα αυτά τοποθετείται στις σχέσεις της σημερινής πολιτικής εξουσίας στην Τουρκία με τον κεμαλικής εμπνεύσεως στρατό και τα απίστευτα προνόμιά του. Αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα, η έκβαση του οποίου θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην πορεία της Τουρκίας στον 21ο αιώνα. Στις 30 Αυγούστου 2012, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν –επιθεωρώντας τα στρατιωτικά στρατεύματα στην διάρκεια παρέλασης στην Άγκυρα για την Ημέρα της Νίκης– δήλωνε την πρόθεσή του να αποκτήσει η Τουρκία βαλλιστικούς πυραύλους εμβέλειας 2.500 χιλιομέτρων. Σύμφωνα με έμπειρους διπλωματικούς παρατηρητές, με αυτή του την δήλωση ο Τούρκος πρωθυπουργός, αφ’ ενός, εξέφραζε την φιλοδοξία της Τουρκίας να ενισχύσει τον περιφερειακό στρατηγικό της ρόλο και, αφ’ ετέρου, εμφανιζόταν ως αρχηγός του στρατού –γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για την τουρκική πολιτική πραγματικότητα.

Μία πραγματικότητα που, από καιρό τώρα, χαρακτηρίζεται από την άλλοτε ανοικτή και άλλοτε σιωπηρή αντιπαράθεση ανάμεσα στο κεμαλικό κατεστημένο και το Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKΡ) που έχει ηγέτη τον Τούρκο πρωθυπουργό. Με σημαντικές θρησκευτικές ρίζες, το ΑΚΡ πιστεύει ότι εκπροσωπεί την τουρκική κοινωνία των πολιτών απέναντι στο «βαθύ κεμαλικό κράτος» –το οποίο έχει βαθύτατες αρθρώσεις σε ολόκληρη την τουρκική κοινωνία, είναι κλειστό και ελέγχει τον πανίσχυρο οικονομικό όμιλο ΟΥΑΚ.

Ο όμιλος αυτός ιδρύθηκε το 1961 από Τούρκους αξιωματικούς με την μορφή συνταξιοδοτικού Ταμείου αλλά με τα χρόνια απλώθηκε στο σύνολο της τουρκικής οικονομίας, με αποτέλεσμα σήμερα να είναι πρωταγωνιστής στον τουρκικό ιδιωτικό τομέα με ενεργητικά στοιχεία που ξεπερνούν τα 18 δισεκατ. ευρώ. Εξάλλου, ο όμιλος ΟΥΑΚ συμμετέχει και στις σημαντικότερες ξένες επενδύσεις στην Τουρκία, με χαρακτηριστικότερη αυτή της γαλλικής βιομηχανίας αυτοκινήτων Ρενώ. «Χωρίς συμμετοχή ή παρέμβαση του ΟΥΑΚ, δύσκολα μπορεί να προχωρήσει μια άμεση ξένη επένδυση στην Τουρκία», μάς λέει στέλεχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ενώ ο οίκος αξιολόγησης Moody’s θεωρεί τον όμιλο ως έναν από τους κορυφαίους στυλοβάτες της τουρκικής οικονομίας.

Τούτο σημαίνει ότι η κυβέρνηση Ερντογάν δεν μπορεί παρά να διατηρεί καλές σχέσεις με αυτή την οικονομική οντότητα, η οποία φυσικόν είναι να έχει ισχυρές διασυνδέσεις και με το πολυεθνικό κεφάλαιο. Αυτό, μάς λέει ο συνάδελφος Ντόγκαν Τίλιτς, δεν σημαίνει βεβαίως ότι «το ισλαμικό κατεστημένο δεν προσπαθεί και αυτό να δημιουργήσει ανάλογες οικονομικές αρθρώσεις, πράγμα που φυσικά απαιτεί χρόνο».

Στο επίπεδο αυτό, όμως, η πολιτική εξουσία του ισλαμικού κόμματος ευνοείται από την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων στην Τουρκία, οι οποίες σωρευτικά τα τέσσερα τελευταία χρόνια αντιπροσωπεύουν πάνω από 60 δισεκατ. ευρώ και για την επταετία 2005-2012 φθάνουν τα 116 δισεκατ. ευρώ. Πρόκειται δηλαδή για μία εντυπωσιακή παραγωγική ένεση στην τουρκική οικονομία, η οποία σαφώς και ενισχύει την παρουσία του ΑΚΡ στις επιχειρηματικές αρθρώσεις της χώρας –η οποία ήδη δημιούργησε ένα κρατικό επενδυτικό Ταμείο, που από το 2009 έχει βάλει πόδι στην Αφρική όπου πραγματοποιεί επενδύσεις στην διακίνηση πρώτων υλών. Επίσης, το Ταμείο αυτό προσπαθεί να διεισδύσει και στις τουρκόφωνες χώρες της Κεντρικής Ασίας, αλλά με λιγότερη επιτυχία από ό,τι στην Αφρική.

Σαφώς, λοιπόν, η τουρκική οικονομία αποκτά και την επιθυμητή εξωστρέφεια, η οποία αποτυπώνεται θετικά και στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας. Παρόλα αυτά, πρέπει να σημειωθεί ότι το επίπεδο της ανεργίας είναι ακόμα σχετικά υψηλό, πλην όμως έχει περιοριστεί στο ελάχιστο η μετανάστευση Τούρκων εργατών προς την Δύση και τις πλούσιες αραβικές χώρες. Αντιθέτως, η σημερινή Τουρκία έχει πρόβλημα εισόδου στα εδάφη της προσφύγων από την Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, μέρος των οποίων προωθείται προς την Ελλάδα και την Δυτική Ευρώπη. Πάντως, τα προβλήματα αυτά δεν εμποδίζουν την Τουρκία να πρωτοστατεί στην συνεργασία της με τις χώρες MINTS –δηλαδή το Μεξικό, την Ινδονησία και την Νιγηρία, όπου η τουρκική επιχειρηματική παρουσία είναι έντονη.

«Η οικονομική μας ευρωστία μάς επιτρέπει να ενισχύουμε την διπλωματική μας θέση και να συμμετέχουμε σε παγκοσμίας εμβέλειας λήψεις αποφάσεων. Τον Ιούνιο του 2012 στηρίξαμε με 5 δισεκατ. δολλάρια το ΔΝΤ και το βοηθήσαμε έτσι να ανταπεξέλθει στην ευρωπαϊκή κρίση. Οσονούπω θα συμμετέχουμε και στην εκτελεστική επιτροπή του ΔΝΤ και ως εκ τούτου θα συναποφασίζουμε πώς και με ποιους όρους θα χορηγούνται οι πόροι του Ταμείου … Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν επιτυχία της κυβέρνησής μας, η οποία με αυτόν τον τρόπο προσφέρει εμπιστοσύνη στην Τουρκία, στους διπλωμάτες της και στις ελίτ της…», τόνισε ο Αχμέτ Νταβούτογλου στην συνέντευξή του στο περιοδικό Πολιτίκ Ιντερνασιονάλ.

Στο ίδιο πνεύμα μίλησε στο Φόρεϊν Αφαίρς και ο πρόεδρος Α.Γκιουλ, δίνοντας ταυτοχρόνως έμφαση στον εκδημοκρατισμό της χώρας του και στην πολιτική «καλών σχέσεων» που θέλει να διατηρεί με γείτονές της όπως η Ρωσία, η Αρμενία, η Γεωργία και η Ελλάδα.

Είναι σαφές ότι, με τις δηλώσεις τους αυτές, οι κ.κ. Γκιουλ και Νταβούτογλου, απαλλαγμένοι από την στρατιωτική πίεση, έχουν εγκαταλείψει το περίφημο δόγμα του 1996 των «δύο και μισού πολέμων» –σύμφωνα με το οποίο η Τουρκία θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για έναν πόλεμο με την Ελλάδα, έναν με την Συρία και μισόν με τους Κούρδους. Κατά τον πρόεδρο Α.Γκιουλ, η σημερινή Τουρκία φιλοδοξεί να είναι η «ήρεμη και δημοκρατική δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου», ώστε να αναδείξει ότι το Κοράνι, η δημοκρατία και η κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη μπορούν να συμβαδίσουν.

Όλα αυτά, ωστόσο, στο πλαίσιο μιας στρατιωτικά ισχυρής Τουρκίας, όπου όμως ο στρατός θα είναι στην υπηρεσία του πολίτη. Ένας δε τρόπος για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός είναι η από πλευράς του ΑΚΡ απόκτηση οικονομικής ισχύος και στον στρατιωτικό τομέα. Γι αυτό, τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση Ερντογάν προωθεί σοβαρές επενδύσεις στην τουρκική αμυντική βιομηχανία οι οποίες ελάχιστα ελέγχονται από το κεμαλικό στρατιωτικό κατεστημένο. Εξάλλου, οι επενδύσεις αυτές είναι ίσως η πραγματική αιτία της πρόσφατης παραιτήσεως από το αξίωμα του υπαρχηγού του τουρκικού στόλου του ναυάρχου Νουσρέτ Γκιουνέρ. Μία παραίτηση που επισήμως αποδίδεται σε σεξουαλικά σκάνδαλα 75 αξιωματικών του ναυτικού, αλλά πίσω από αυτήν υπάρχει μπόλικο παρασκήνιο.

Χωρίς αμφιβολία, λοιπόν, η αντιπαράθεση ισλαμιστών και κεμαλιστών έχει και σοβαρό οικονομικό περιεχόμενο στην τουρκική πραγματικότητα. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποια θέματα που ενώνουν τις δύο πλευρές –όπως το κουρδικό και το κυπριακό. Από την άλλη μεριά, η επιτάχυνση των εξελίξεων στην Μέση Ανατολή και η κρίση στην Συρία υπερκαλύπτουν την σιωπηρή ενδοτουρκική αντιπαράθεση θρησκευτικών και κοσμικών ελίτ. Ίσως δε η εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη της χώρας αποκαταστήσει τελικά και ένα μονιμότερο modus vivendi μεταξύ των δύο πλευρών.

(από European Business Review, 07/02/2013)