Γιάννης Λούλης
Με δεδομένη τη σημερινή πραγματικότητα, είναι φανερό πως ο Αλέξης Τσίπρας έχει φτάσει σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Από εδώ και πέρα, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ή θα δημιουργήσει ξεκάθαρη δυναμική ή θα τελματωθεί όλο και περισσότερο. Από τις επιλογές του θα κριθεί αν ο ίδιος και το κόμμα του αποτελούν πυροτέχνημα, ή σηματοδοτούν ένα πιο μόνιμο φαινόμενο για κυριαρχία στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς. Ο χώρος αυτός άλλωστε αναζητεί, επί ματαίω, εκφραστή.
Το βασικό πλεονέκτημα του Τσίπρα, που τον εκτόξευσε εκλογικά, είναι ότι, πέρα από τις επικοινωνιακές του ικανότητες, προσλαμβάνονταν ως κάτι συγκριτικά πιο φρέσκο έναντι ενός κατεστημένου και ρυτιδιασμένου κομματικού προϊόντος. Όπως επιβεβαιώνουν τα στοιχεία που καταγράφω στο πιο πρόσφατο βιβλίο μου, ο Τσίπρας στις δυο πρόσφατες εκλογές εκτοξεύθηκε κυρίως ως όχημα αποδοκιμασίας του δικομματισμού. Όχι ως αντιμνημονιακός μαξιμαλιστής. Ούτε φυσικά ως «πούρος» Αριστερός.
Ο Τσίπρας τώρα ορθά διαπιστώνει πως δεν διαθέτει δυναμική. Όμως η δημόσια διάγνωσή του ότι τούτο οφείλεται στο ότι δεν απέτρεψε το πρόσφατο μνημόνιο, είναι απολύτως εξωπραγματική. Η απουσία δυναμικής οφείλεται στο ότι, σε ώρες όπου δεν υπάρχουν εύκολες και ευχάριστες επιλογές, λαϊκίζει ανεξέλεγκτα. Τούτο πλήρωσε άλλωστε και ο Σαμαράς στην αρχική λαϊκίστική του φάση. Σήμερα ο Τσίπρας πολύ απλά δεν γεννά εμπιστοσύνη. Προκαλεί μάλιστα ανασφάλεια. Έτσι δεν κερδίζει πόντους απέναντι σε μια μέτρια κυβέρνηση, με ανεπαρκέστατο κομματικό προσωπικό.
Όσο ο Τσίπρας δεν επενδύει στη σοβαρότητα, υπευθυνότητα και μετριοπάθεια, θα προσλαμβάνεται ως πολιτικός «ελαφρών βαρών» απέναντι στην κρίση. Αυτή ήταν και η αρχική μοίρα του Σαμαρά. Ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίθει ακραίων, άκριτων και ανεξέλεγκτων στελεχών που τρομάζουν τον μεσαίο χώρο, τόσο στην οικονομία, όσο και σε θέματα δημόσιας τάξης. Ο Τσίπρας πρέπει επίσης να τιθασεύσει το χαοτικό κόμμα του, αντί να σύρεται από αυτό.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του (28/12/12) ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε στον Guardian πως θέλει όντως να κάνει αλλαγές στο πελατειακό και δεινοσαυρικό κράτος. «Όλες οι θετικές διαρθρωτικές αλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο από εμάς», διαβεβαίωνε. Τούτα όμως λέγονται εκτός των τειχών. Εντός της Ελλάδος ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως προασπιστής όλων των παθογενειών του δημοσίου τομέα που κατέστρεψε τη χώρα. Πρόσφατα στελέχη του μίλησαν για κρατικοποίηση της πιο σημαντικής επένδυσης στον τόπο μας (της Cosco), αλλά και του ΟΤΕ. Πέρα από το βαρύτατο κόστος τέτοιων επιλογών, κάθε ξένη επένδυση θα εξανεμιστεί, όσα ανοίγματα και να κάνει ο Τσίπρας στη Γερμανία (που καλώς γίνονται). Χωρίς ιδιωτικές επενδύσεις όμως, πώς θα υπάρξει ανάπτυξη;
Ο Τσίπρας καλείται να διαλέξει αν ο ίδιος και το κόμμα του θα εκπροσωπήσουν κάτι όντως νέο, ή κάτι παρωχημένο. Ο ένας δρόμος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάζεται, όπως συμβαίνει τώρα, ως κακέκτυπο του παλαιού ΠΑΣΟΚ, οι πολιτικές και αντιλήψεις του οποίου αποδείχθηκαν ολέθριες. Ο άλλος δρόμος είναι εκείνος του πιθανού επόμενου πρωθυπουργού της Ιταλίας Μπρεσιάνι, ενός πρώην κομμουνιστή, νυν κεντροαριστερού και στυλοβάτη των μεταρρυθμίσεων Μόντι. Η τελευταία επιλογή είναι η μόνη που στρατηγικά θα προσδώσει δυναμική στον ΣΥΡΙΖΑ ως μιας υπεύθυνης και αξιόπιστης αξιωματικής αντιπολίτευσης. Άλλωστε αυτή ακριβώς την αντιπολίτευση έχει ανάγκη η χώρα. Θα τολμήσει όμως κάτι τέτοιο ο Τσίπρας;
Με δεδομένη τη σημερινή πραγματικότητα, είναι φανερό πως ο Αλέξης Τσίπρας έχει φτάσει σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Από εδώ και πέρα, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ή θα δημιουργήσει ξεκάθαρη δυναμική ή θα τελματωθεί όλο και περισσότερο. Από τις επιλογές του θα κριθεί αν ο ίδιος και το κόμμα του αποτελούν πυροτέχνημα, ή σηματοδοτούν ένα πιο μόνιμο φαινόμενο για κυριαρχία στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς. Ο χώρος αυτός άλλωστε αναζητεί, επί ματαίω, εκφραστή.
Το βασικό πλεονέκτημα του Τσίπρα, που τον εκτόξευσε εκλογικά, είναι ότι, πέρα από τις επικοινωνιακές του ικανότητες, προσλαμβάνονταν ως κάτι συγκριτικά πιο φρέσκο έναντι ενός κατεστημένου και ρυτιδιασμένου κομματικού προϊόντος. Όπως επιβεβαιώνουν τα στοιχεία που καταγράφω στο πιο πρόσφατο βιβλίο μου, ο Τσίπρας στις δυο πρόσφατες εκλογές εκτοξεύθηκε κυρίως ως όχημα αποδοκιμασίας του δικομματισμού. Όχι ως αντιμνημονιακός μαξιμαλιστής. Ούτε φυσικά ως «πούρος» Αριστερός.
Ο Τσίπρας τώρα ορθά διαπιστώνει πως δεν διαθέτει δυναμική. Όμως η δημόσια διάγνωσή του ότι τούτο οφείλεται στο ότι δεν απέτρεψε το πρόσφατο μνημόνιο, είναι απολύτως εξωπραγματική. Η απουσία δυναμικής οφείλεται στο ότι, σε ώρες όπου δεν υπάρχουν εύκολες και ευχάριστες επιλογές, λαϊκίζει ανεξέλεγκτα. Τούτο πλήρωσε άλλωστε και ο Σαμαράς στην αρχική λαϊκίστική του φάση. Σήμερα ο Τσίπρας πολύ απλά δεν γεννά εμπιστοσύνη. Προκαλεί μάλιστα ανασφάλεια. Έτσι δεν κερδίζει πόντους απέναντι σε μια μέτρια κυβέρνηση, με ανεπαρκέστατο κομματικό προσωπικό.
Όσο ο Τσίπρας δεν επενδύει στη σοβαρότητα, υπευθυνότητα και μετριοπάθεια, θα προσλαμβάνεται ως πολιτικός «ελαφρών βαρών» απέναντι στην κρίση. Αυτή ήταν και η αρχική μοίρα του Σαμαρά. Ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίθει ακραίων, άκριτων και ανεξέλεγκτων στελεχών που τρομάζουν τον μεσαίο χώρο, τόσο στην οικονομία, όσο και σε θέματα δημόσιας τάξης. Ο Τσίπρας πρέπει επίσης να τιθασεύσει το χαοτικό κόμμα του, αντί να σύρεται από αυτό.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του (28/12/12) ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε στον Guardian πως θέλει όντως να κάνει αλλαγές στο πελατειακό και δεινοσαυρικό κράτος. «Όλες οι θετικές διαρθρωτικές αλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο από εμάς», διαβεβαίωνε. Τούτα όμως λέγονται εκτός των τειχών. Εντός της Ελλάδος ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως προασπιστής όλων των παθογενειών του δημοσίου τομέα που κατέστρεψε τη χώρα. Πρόσφατα στελέχη του μίλησαν για κρατικοποίηση της πιο σημαντικής επένδυσης στον τόπο μας (της Cosco), αλλά και του ΟΤΕ. Πέρα από το βαρύτατο κόστος τέτοιων επιλογών, κάθε ξένη επένδυση θα εξανεμιστεί, όσα ανοίγματα και να κάνει ο Τσίπρας στη Γερμανία (που καλώς γίνονται). Χωρίς ιδιωτικές επενδύσεις όμως, πώς θα υπάρξει ανάπτυξη;
Ο Τσίπρας καλείται να διαλέξει αν ο ίδιος και το κόμμα του θα εκπροσωπήσουν κάτι όντως νέο, ή κάτι παρωχημένο. Ο ένας δρόμος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάζεται, όπως συμβαίνει τώρα, ως κακέκτυπο του παλαιού ΠΑΣΟΚ, οι πολιτικές και αντιλήψεις του οποίου αποδείχθηκαν ολέθριες. Ο άλλος δρόμος είναι εκείνος του πιθανού επόμενου πρωθυπουργού της Ιταλίας Μπρεσιάνι, ενός πρώην κομμουνιστή, νυν κεντροαριστερού και στυλοβάτη των μεταρρυθμίσεων Μόντι. Η τελευταία επιλογή είναι η μόνη που στρατηγικά θα προσδώσει δυναμική στον ΣΥΡΙΖΑ ως μιας υπεύθυνης και αξιόπιστης αξιωματικής αντιπολίτευσης. Άλλωστε αυτή ακριβώς την αντιπολίτευση έχει ανάγκη η χώρα. Θα τολμήσει όμως κάτι τέτοιο ο Τσίπρας;