Το ποσοστό ανεργίας της Ιταλίας μειώθηκε τον Ιούλιο,  ανακοίνωσε την Τρίτη η Eurostat. Εάν η βελτίωση αποδειχθεί ότι είναι μια τάση, τα εύσημα θα δοθούν πιθανότατα στον Πρωθυπουργό Matteo Renzi και τις προσπάθειές του για μια πιο ευέλικτη αγορά εργασίας, ενώ εκείνος θα κερδίσει στη σύγκριση με τον Γάλλο Πρωθυπουργό Manuel Valls, οι πολιτικές του οποίου δεν πέτυχαν μείωση της ανεργίας. Προς το παρόν, πάντως, οι εργασιακές μεταρρυθμίσεις και στις δύο χώρες είναι πολύ ήπιες για να είναι αποτελεσματικές.
Στην Ιταλία, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 12%, από 12,5% τον Ιούνιο, αν και οι αναλυτές που ρωτήθηκαν από το Bloomberg ανέμεναν αύξηση στο 12,7%. Ο Renzi πρέπει να αισθάνεται δικαιωμένος για την προώθηση του λεγόμενου νομοσχεδίου για την Απασχόληση, το οποίο εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο στα τέλη του προηγούμενου έτους.
Η πιο σημαντική καινοτομία στο νομοσχέδιο Renzi ήταν η χαλάρωση του άρθρου 18 του νόμου για τις συμβάσεις εργασίας, η οποία επέτρεψε στα δικαστήρια να επαναφέρουν απολυμένους. Χάρη στην επιμονή του Renzi, αυτό είναι εφικτό σε έναν περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων -όπως στην περίπτωση που το δικαστήριο αποφαίνεται πως ο λόγος της απόλυσης ήταν η διάκριση.

Το νομοσχέδιο εισήγαγε επίσης ένα νέο είδος σύμβασης αορίστου χρόνου που συνδέει την προστασία των θέσεων εργασίας από τη διάρκεια της υπηρεσίας του εργαζομένου. Σκοπός είναι να αντικαταστήσει το σημερινό σύστημα των δύο βαθμίδων που καθιστά πολύ δύσκολες τις απολύσεις ατόμων με συμβάσεις αορίστου χρόνου, με αποτέλεσμα οι εργοδότες να προτιμούν τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που δεν παρέχουν προστασία. Το 2012, για παράδειγμα, πάνω από το 80% των νέων συμβάσεων στην Ιταλία ήταν ορισμένου χρόνου, με το 40% εξ αυτών να διαρκεί λιγότερο από έξι μήνες.

Ωστόσο, οι πιο χαλαροί κανόνες ισχύουν μόνο για νέες προσλήψεις, και δεν καλύπτουν τους δημόσιους υπαλλήλους, που είναι σχεδόν αδύνατον να μετακινηθούν.

Ίσως οι αλλαγές αυτές να μην ακούγονται επαναστατικές, αλλά για την Ιταλία, είναι. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν διαδηλώσει κατά των μέτρων, ιδίως ενάντια στο τροποποιημένο άρθρο 18, το οποίο τα εργατικά συνδικάτα υποψιάζονται πως θα χρησιμοποιηθεί για να τιμωρήσει τους ακτιβιστές. Η μάχη στο κοινοβούλιο ήταν τόσο σκληρή που ο Renzi την περιέγραψε ως μια ψήφο εμπιστοσύνης, ενώ η δράση του παρομοιάστηκε με τις πολιτικές σύγκρουσης με τα εργατικά συνδικάτα της Margaret Thatcher. Αυτό το είδος της αντίστασης μπορεί να πείσει έναν πολιτικό πως κάνει κάτι θαρραλέο που αξίζει τον κόπο, αλλά δεν βλέπω πώς ο νόμος για την απασχόληση θα μπορούσε να μειώσει γρήγορα την ανεργία. Η Ιταλία εξακολουθεί να έχει 2.700 σελίδες μπερδεμένης εργατικής νομοθεσίας, ένα σχετικά χαμηλό μερίδιο της μερικής απασχόλησης (μόλις 18,8% επί της συνολικής απασχόλησης, σε σύγκριση με 24,1% στο Ηνωμένο Βασίλειο και 38,5% στην Ολλανδία) και ένα διογκωμένο, αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα.

Οι μεταρρυθμίσεις του Renzi δεν προχωρούν πολύ πιο μακριά από αυτές που εφάρμοσε ο Valls, οι οποίες περιλαμβάνουν μεγαλύτερη ευελιξία στο ωράριο εργασίας, μεταρρύθμιση των εργατικών δικαστηρίων που επιλύουν εργατικές διαφορές, καθώς και ορισμένα φορολογικά κίνητρα για τις επιχειρήσεις να προσλάβουν περισσότερους εργαζομένους. Το εργατικό δίκαιο της Γαλλίας έχει 3.000 σελίδες και ακόμα και οι δικηγόροι δεν μπορούν να το καταλάβουν. Παρότι, θα ήταν πιθανότατα ευκολότερο να ξεκινήσουν από το μηδέν αντί να μεταρρυθμίσουν το υπάρχον σύστημα, ο Πρόεδρος Francois Hollande και ο Valls δεν έχουν την έγκριση ή δημόσια αξιοπιστία να επιχειρήσουν κάτι τόσο δραστικό. Το μόνο που μπορούν να κάνουμε είναι να προσπαθήσουν να ξεκινήσουν μακρές διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες και τα συνδικάτα για τα διάφορα εμπόδια, όπως οι επαχθείς περιορισμοί που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 εργαζομένους.

Δεν είναι περίεργο που η ανεργία στη Γαλλία αυξήθηκε στο 10,4% τον Ιούλιο από 10,3% τον Ιούνιο. Το ποσοστό ανεργίας κυμαίνεται κοντά σε αυτό το ιστορικά υψηλό επίπεδο για περίπου τρία χρόνια.
Τόσο η Γαλλία, όσο και η Ιταλία χρειάζονται πιο συστηματικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας τους. Οι μεταρρυθμίσεις του Hartz στη Γερμανία την περίοδο 2003-2005 είναι ένα παράδειγμα του είδους της σφαιρικής προσέγγισης που χρειάζεται. Η Γαλλία και η Ιταλία είναι αντιμέτωπες με διαφορετικά εμπόδια στην απασχόληση από ό,τι η Γερμανία, αλλά και οι δύο χώρες θα μπορούσαν να μιμηθούν την ολιστική μέθοδο της γερμανικής κυβέρνησης: δεν την ενδιέφεραν ιο μικρές αλλαγές, αλλά η αναμόρφωση όλου του συστήματος.

Οι γερμανικές μεταρρυθμίσεις, που σήμερα θεωρούνται ως το ευρωπαϊκό μοντέλο, βοήθησαν να οδηγηθεί το επίπεδο της ανεργίας από το υψηλό του 12,1% το 2006, στο 4,7% σήμερα, και δεν επέτρεψαν σημαντικές απώλειες θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τα πρόσφατα ιταλικά και γαλλικά "τσιμπήματα" δεν θα πετύχουν τίποτα παρόμοιο. Το βελτιωμένο ιταλικό νούμερο του Ιουλίου ήταν ενδεχομένως ένα στατιστικό λάθος που είχε να κάνει περισσότερο με μια γενική βελτίωση της ευρωπαϊκής οικονομίας -21 χώρες της ΕΕ ανέφεραν μείωση της ανεργίας τον Ιούλιο- από ό,τι με τις πολιτικές του Renzi.

Οι αληθινές μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία, όπου ο παραδοσιακός πυρήνας των εργατικών συνδικάτων αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα αλλαγής, θα συμβούν μόνο εάν οι φιλικές προς το επιχειρείν δυνάμεις κερδίσουν μια συντριπτική εντολή από τους ψηφοφόρους -το οποίο είναι εξαιρετικά απίθανο- ή εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκτήσει την εξουσία να καθορίζει κοινούς κανόνες για όλα τα μέλη της. Δεν έχει νόημα, οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να εργάζονται οπουδήποτε στην ΕΕ, να υπόκεινται σε εντελώς διαφορετικούς κανόνες εργασίας ανάλογα με το πού εργάζονται. Η διόρθωση αυτού του παραλογισμού θα απαιτούσε κατά πάσα πιθανότητα πολύ περισσότερη πολιτική βούληση από τους ευρωπαίους ηγέτες από όση μπορούν να συγκεντρώσουν αυτές τις μέρες.