Το βιβλίο του Γκρόσμαν «Τα πάντα ρει»
σε μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα στις εκδόσεις Γκοβόστη που μόλις
διάβασα συνεχίζει σε έναν βαθμό το μεγάλο του έργο «Ζωή και Πεπρωμένο».Παρακολουθεί κάποια από τα πρόσωπα του προηγούμενου βιβλίου, αλλά
συγχρόνως προσπαθεί να καταλάβει, εν μέρει αυτονομημένα από τη βασική
αφήγηση, τι έγινε στη Σοβιετική Ενωση, πώς χώρεσαν τόσες χαλασμένες
ζωές, εκατομμύρια ζωές, μέσα στη σιωπή, τις παγωμένες λέξεις, στο όνομα
της οικοδόμησης ενός κράτους.Το βιβλίο αυτό το γράφει μόλις του έχουν απορρίψει την έκδοση του μεγάλου του έργου ως επικίνδυνου για τη Σοβιετική Ενωση.
Αν και ο Στάλιν έχει πια πεθάνει, οι δομές της λογοκρισίας συνεχίζουν το έργο τους για το καλό πάντα του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, που έχει επιβάλει το μοντέλο της και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, ενός σοσιαλισμού που είναι πλέον ένας κραταιός κρατισμός, με μια γραφειοκρατία ψυχαναγκαστική, που ακολουθεί αυτό που θέλει ή που φαντάζεται ότι θέλει ο απόλυτος άρχων, συχνά -όπως είναι φυσικό- υπερβάλλοντας εαυτήν προκειμένου να μην απολέσει τα προνόμια που εκείνος με περίσκεψη της έχει εκχωρήσει.Προνόμια ωστόσο διαβλητά ανά πάσα στιγμή, αφού στα διαδοχικά στρώματα, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας τα αποκαλεί, «εχθρών» και «κατασκόπων», στα οποία κατατάσσει το κράτος τους πρώην θεμελιωτές και φίλους του, μπορεί να βρεθεί ο οποιοσδήποτε κατηγορούμενος για οτιδήποτε.
Εφιαλτική η αναφορά του Γκρόσμαν στη διαδικασία ενοχοποίησης ανθρώπων που φτάνουν στο σημείο να καταδώσουν αθώους προκειμένου να κάνουν το καθήκον τους απέναντι στην άσαρκη ιδέα της προστασίας από την έξωθεν επιβουλή ή και πιο απλά για να σωθούν οι ίδιοι.Ωστόσο, υπέρτερο όλων το θλιβερό καθήκον της αυτοκατάδοσης, της ομολογίας ότι υπάρχει ενοχή ακόμα και ενώπιον του υπέρτατου τέλους που είναι ο θάνατος.
Ο συγγραφέας προσπαθεί να κάνει την ανατομία αυτού του μη ανθρώπινου φαινομένου, μιλώντας για τον φόβο που έχει εισχωρήσει στις καρδιές των ανθρώπων, ενός φόβου που η έλλειψη ελευθερίας γιγαντώνει. Και θυμίζει μια σειρά από πράξεις που ήδη επί Λένιν έχουν εξορίσει τη δημοκρατία, τα σπέρματά της τουλάχιστον, από την πολιτική πραγματικότητα της επανάστασης.Είναι ένα θέμα που όσο και να μαθαίνει κανείς τα επιμέρους στοιχεία του, όσο κι αν διαβάζει ιστορία, όσο και αν σαγηνεύεται από αυτήν την ιλιγγιώδη στιγμή του '17, δεν αρκεί για να το κατανοήσει, γιατί ξεφεύγει από το επίπεδο της κατανόησης.
Πώς είναι δυνατόν να κουβαλά ο άνθρωπος μια τόσο μεγάλη ενοχή που να τον οδηγεί πέρα από την ίδια την αυτοσυντήρησή του, τον υπέρτατο υποτίθεται νόμο της επιβίωσης και της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους;Οι ομολογίες των επαναστατών στις δίκες της Μόσχας παραμένουν ένα μυστήριο της ανθρώπινης ψυχής.Ομως το μεγαλύτερο μυστήριο είναι ίσως ότι ο μηχανισμός αυτός της ενοχοποίησης και της αυτοενοχοποίησης των αθώων επέζησε και εξελίχθηκε μετά την πτώση του σταλινισμού και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης.
Και ότι το πιο εξελιγμένο μοντέλο της διαβολικής αυτής μηχανής είναι αυτό που χρησιμοποιεί σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός εναντίον λαών, τάξεων και ανθρώπων όταν προσπαθεί όχι μόνον να τους καταστρέψει αλλά και να τους πείσει πως είναι οι ίδιοι ένοχοι για την καταστροφή τους.
Αν και ο Στάλιν έχει πια πεθάνει, οι δομές της λογοκρισίας συνεχίζουν το έργο τους για το καλό πάντα του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, που έχει επιβάλει το μοντέλο της και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, ενός σοσιαλισμού που είναι πλέον ένας κραταιός κρατισμός, με μια γραφειοκρατία ψυχαναγκαστική, που ακολουθεί αυτό που θέλει ή που φαντάζεται ότι θέλει ο απόλυτος άρχων, συχνά -όπως είναι φυσικό- υπερβάλλοντας εαυτήν προκειμένου να μην απολέσει τα προνόμια που εκείνος με περίσκεψη της έχει εκχωρήσει.Προνόμια ωστόσο διαβλητά ανά πάσα στιγμή, αφού στα διαδοχικά στρώματα, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας τα αποκαλεί, «εχθρών» και «κατασκόπων», στα οποία κατατάσσει το κράτος τους πρώην θεμελιωτές και φίλους του, μπορεί να βρεθεί ο οποιοσδήποτε κατηγορούμενος για οτιδήποτε.
Εφιαλτική η αναφορά του Γκρόσμαν στη διαδικασία ενοχοποίησης ανθρώπων που φτάνουν στο σημείο να καταδώσουν αθώους προκειμένου να κάνουν το καθήκον τους απέναντι στην άσαρκη ιδέα της προστασίας από την έξωθεν επιβουλή ή και πιο απλά για να σωθούν οι ίδιοι.Ωστόσο, υπέρτερο όλων το θλιβερό καθήκον της αυτοκατάδοσης, της ομολογίας ότι υπάρχει ενοχή ακόμα και ενώπιον του υπέρτατου τέλους που είναι ο θάνατος.
Ο συγγραφέας προσπαθεί να κάνει την ανατομία αυτού του μη ανθρώπινου φαινομένου, μιλώντας για τον φόβο που έχει εισχωρήσει στις καρδιές των ανθρώπων, ενός φόβου που η έλλειψη ελευθερίας γιγαντώνει. Και θυμίζει μια σειρά από πράξεις που ήδη επί Λένιν έχουν εξορίσει τη δημοκρατία, τα σπέρματά της τουλάχιστον, από την πολιτική πραγματικότητα της επανάστασης.Είναι ένα θέμα που όσο και να μαθαίνει κανείς τα επιμέρους στοιχεία του, όσο κι αν διαβάζει ιστορία, όσο και αν σαγηνεύεται από αυτήν την ιλιγγιώδη στιγμή του '17, δεν αρκεί για να το κατανοήσει, γιατί ξεφεύγει από το επίπεδο της κατανόησης.
Πώς είναι δυνατόν να κουβαλά ο άνθρωπος μια τόσο μεγάλη ενοχή που να τον οδηγεί πέρα από την ίδια την αυτοσυντήρησή του, τον υπέρτατο υποτίθεται νόμο της επιβίωσης και της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους;Οι ομολογίες των επαναστατών στις δίκες της Μόσχας παραμένουν ένα μυστήριο της ανθρώπινης ψυχής.Ομως το μεγαλύτερο μυστήριο είναι ίσως ότι ο μηχανισμός αυτός της ενοχοποίησης και της αυτοενοχοποίησης των αθώων επέζησε και εξελίχθηκε μετά την πτώση του σταλινισμού και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης.
Και ότι το πιο εξελιγμένο μοντέλο της διαβολικής αυτής μηχανής είναι αυτό που χρησιμοποιεί σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός εναντίον λαών, τάξεων και ανθρώπων όταν προσπαθεί όχι μόνον να τους καταστρέψει αλλά και να τους πείσει πως είναι οι ίδιοι ένοχοι για την καταστροφή τους.