Του Μιχάλη Διακαντώνη*
Η εκτέλεση του Σιίτη θρησκευτικού ηγέτη
και πολιτικού ακτιβιστή Νιμρ αλ-Νιμρ στη Σ. Αραβία έχει εξεγείρει τα
θρησκευτικά πάθη στην περιοχή του Περσικού Κόλπου. Μετά την επίθεση των
Ιρανών διαδηλωτών στην πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας στην Τεχεράνη και
στο προξενείο της στη Μασχάντ, η Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν και το
Σουδάν δήλωσαν ότι διακόπτουν τις διπλωματικές τους επαφές με το Ιράν.
Η Τεχεράνη απειλεί με αντίποινα, λίγες
μέρες μετά την απόφασή της να επεκτείνει το πρόγραμμα κατασκευής
βαλλιστικών πυραύλων ως απάντηση στις νέες κυρώσεις που αναμένονται από
τις ΗΠΑ (λόγω βαλλιστικής δοκιμής που πραγματοποίησε το Ιράν τον
Οκτώβριο). Η Χεζμπολάχ δηλώνει ότι η πράξη αυτή δεν θα μείνει
αναπάντητη, ενώ διαδηλώσεις διαμαρτυρίας πραγματοποιούνται και σε άλλες
χώρες όπου κατοικούν σιιτικοί πληθυσμοί, όπως το Μπαχρέιν, η Υεμένη, ο
Λίβανος, το Ιράκ και το Κουβέιτ. Η ένταση φαίνεται να κλιμακώνεται, σε
μία περίοδο όπου το συριακό ζήτημα βρίσκεται σε καθοριστική καμπή, ενώ η
μάχη κατά του ISIS αποκτά πιο οργανωμένη μορφή με την επέμβαση της
Ρωσίας και το στρατιωτικό συνασπισμό που οργανώνει το Ριάντ. Ποιες
μπορεί να είναι, όμως, οι πιθανές απολήξεις αυτής της έντασης για τη Σ.
Αραβία και πώς δύναται να επηρεαστούν οι ευαίσθητες ισορροπίες στην
περιοχή;
Μια αντιπαράθεση που κρατά δεκαετίες
Οι διαφιλονικίες ανάμεσα στους Σουνίτες
και τους Σιίτες της Σ. Αραβίας δεν είναι νέο φαινόμενο. Οι Σιίτες, που
αποτελούν περίπου το 15% του πληθυσμού της χώρας, κατοικούν στις
ανατολικές επαρχίες της Σ. Αραβίας, σ’ ένα ιδιαίτερα στρατηγικό σημείο
όπου βρίσκονται οι περισσότερες πετρελαιοπηγές της χώρας αλλά και ο
τερματικός σταθμός της Ρας Τανούρα, απ’ όπου εξάγεται το σαουδαραβικό
πετρέλαιο. Καθώς οι Σιίτες θεωρούνται «αποστάτες» του Ισλάμ απ’ τους
Σουνίτες, βλέπουν να παραβιάζονται συστηματικά τα δικαιώματά τους στους
τομείς της θρησκείας, της εκπαίδευσης, της δικαιοσύνης και της εργασίας,
με αποτέλεσμα να ανήκουν στις χαμηλότερες κοινωνικές και οικονομικές
ομάδες της χώρας. Οι περιοχές όπου κατοικούν οι Σιίτες κατακτήθηκαν απ’
τους Σαουδάραβες το 1913 και έκτοτε ξεκίνησε μια έντονη πολεμική κατά
του θρησκευτικού τους στοιχείου, που εκφράστηκε μέσα από απαγορεύσεις
λατρευτικών εκδηλώσεων αλλά και το κλείσιμο και την κατεδάφιση των
τεμενών τους.
Το 1979 η άνοδος του Αγιατολάχ Χομεϊνί
στο Ιράν προκάλεσε τη ρητορική της Τεχεράνης για την ανατροπή του οίκου
των Σαούντ, παρακινώντας τους σιιτικούς πληθυσμούς σε μαζικές
διαδηλώσεις που κατέληξαν σε αιματοχυσία. Μετά τα γεγονότα αυτά, η Σ.
Αραβία προχώρησε σε επενδυτικά σχέδια στην περιοχή προκειμένου να
κατευνάσει τους Σιίτες, όμως νέα μεγάλη σφαγή ακολούθησε το 1987 στη
Μέκκα, με θύματα κυρίως Ιρανούς που είχαν προσέλθει στην περιοχή για το
μεγάλο ετήσιο προσκύνημα. Η δεκαετία του ’90 χαρακτηρίζεται από μια
μείωση της έντασης και την ανάπτυξη του διαθρησκευτικού διαλόγου ανάμεσα
στις δύο κοινότητες, αλλά μέχρι προσφάτως το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων αναγνώριζε ότι τα δικαιώματα των Σουνιτών παραβιάζονται
συστηματικά στη Σ. Αραβία. Το 2011, το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης
προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις των Σιιτών στο Μπαχρέιν για διεκδίκηση
καλύτερων συνθηκών διαβίωσης και ισονομίας, σε μια χώρα που ενώ οι
σουνίτες αποτελούν μόνο το 30% του πληθυσμού, χαίρουν προνομιακής
μεταχείρισης ως προς τις κρατικές θέσεις αλλά και τα δικαιώματα που
απολαμβάνουν. Η εξέλιξη αυτή κινητοποίησε άμεσα τη Σ. Αραβία –η οποία
φοβήθηκε για παρόμοιες σιιτικές εκδηλώσεις στο έδαφός της– και απέστειλε
μαζί με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στρατιωτικές δυνάμεις στο Μπαχρέιν
που τελικά κατέστειλαν βίαια τις εξεγέρσεις.
Η επίδραση της συμφωνίας με το Ιράν και ο πετρελαϊκός πόλεμος
Η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του
Ιράν, που θα οδηγήσει στην άρση των διεθνών κυρώσεων που του είχαν
επιβληθεί, προκαλεί φόβους στον οίκο των Σαούντ, καθώς αναμένεται να
αυξήσει την γεωπολιτική αξία της Τεχεράνης, καθιστώντας την πλέον έναν
πιο προβλέψιμο εταίρο που θα αυξήσει την επιρροή του σ’ ολόκληρο το
σιιτικό τόξο της Μ. Ανατολής. Παράλληλα, οι πολύ χαμηλές τιμές του
πετρελαίου έχουν προκαλέσει οικονομική αφαίμαξη στη Σ. Αραβία, που μέσω
του OPEC (Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγών Κρατών) ακολουθεί μια
στρατηγική που έχει σκοπό να εμποδίσει τους Αμερικανούς παραγωγούς
σχιστολιθικού πετρελαίου να εισέλθουν στην αγορά, να αποτρέψει τους
Ιρανούς παραγωγούς να αυξήσουν την παραγωγή στα επίπεδα προ των
κυρώσεων, αλλά και να αναγκάσει τη Ρωσία να ενταχθεί στο καρτέλ
προκειμένου αυτό να αποκτήσει μεγαλύτερη ισχύ στη διεθνή αγορά
πετρελαίου. Ωστόσο, το κόστος της πολιτικής αυτής είναι η ραγδαία μείωση
των δημοσιονομικών εσόδων του Ριάντ, με αποτέλεσμα το έλλειμμα να
φθάσει στο 21.6% του ΑΕΠ το 2015, ενώ προβλέπεται ότι θα είναι περίπου
19.4% για το 2016.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε
πρόσφατη έκθεση του, αναφέρει ότι αν οι δημοσιονομικές δαπάνες της χώρας
δεν μειωθούν, τα αποθεματικά της χώρας αναμένεται να εξαντληθούν εντός
της επόμενης 5ετίας. Η εξέλιξη αυτή θα αναγκάσει το Ριάντ να περικόψει
σε μεγάλο βαθμό τις κρατικές του δαπάνες, ενώ ήδη αποφασίστηκαν μειώσεις
στις ενεργειακές επιδοτήσεις, στις δημόσιες υποδομές και στους μισθούς.
Η μείωση των κρατικών δαπανών θα επηρεάσει σημαντικά το βιοτικό επίπεδο
των Σαουδαράβων πολιτών, καθώς το 65% των εργαζομένων απασχολείται στον
δημόσιο τομέα.
Ομοίως, θα πληγεί και ο ιδιωτικός
τομέας, ιδίως οι κατασκευές, όπου το 87% των απασχολούμενων είναι
αλλοδαποί (οι οποίοι και αποτελούν περίπου το 1/3 του συνολικού
πληθυσμού της χώρας). Συνεπώς, η δημοσιονομική συστολή αναμένεται να
προκαλέσει νέες κοινωνικές αντιδράσεις –ιδιαίτερα απ’ το φτωχότερο
σιιτικό τμήμα– που θα έρθουν να προστεθούν στο κλίμα θρησκευτικής
έξαρσης που επικρατεί.
Οι εξελίξεις στη Συρία και στην Υεμένη
Η Σ. Αραβία αυτήν την περίοδο διαθέτει
πολλά ανοικτά μέτωπα, καθώς διεξάγει πόλεμο εναντίων των Σιιτών Χούθι
στα νότια σύνορα της με την Υεμένη, ενώ προσφάτως συγκρότησε στρατιωτικό
συνασπισμό και κατά του ISIS. Οι Σαούντ νιώθουν να χάνουν σταδιακά τη
στήριξη των ΗΠΑ, καθώς έχει αποκαλυφθεί ότι –μαζί με το Κατάρ και το
Κουβέιτ– χρηματοδοτούσαν την Αλ-Νούσρα και άλλες φανατικές σουνιτικές
οργανώσεις προκειμένου να επιτύχουν την ανατροπή του Άσαντ, ο οποίος και
αποτελεί κομμάτι του σιιτικού συνασπισμού στη Μ. Ανατολή. Απ’ τα μέλη
των οργανώσεων αυτών όμως ξεπήδησε το ISIS, το οποίο πλέον απειλεί
ανοικτά να χτυπήσει και το Ριάντ, ενώ η πολιτική αυτή έχει οδηγήσει και
στην ενδυνάμωση της Αλ-Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου που
δραστηριοποιείται στην Υεμένη. Στη Συρία και στο Ιράκ, επίσης, σε μια
διεθνή συμμαχία κατά του ISIS που γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη έχουν
ενταχθεί μέλη του ιρανικού στρατού, καθώς και η Χεζμπολάχ,
ενδυναμώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο τον ρόλο του σιιτικού στοιχείου
στην περιοχή.
Το Ρίσκο των Σαούντ και ο καθοριστικός ρόλος των ΗΠΑ, Ισραήλ και Ρωσίας
Η Σ. Αραβία, βλέποντας την άνοδο αυτή
του σιιτικού τόξου, αναλαμβάνει το ρίσκο να υποδαυλίσει τις θρησκευτικές
έριδες Σουνιτών - Σιιτών, σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι είναι
ακόμα ο απαραίτητος «ρυθμιστής» των πραγμάτων στην περιοχή. Η ανασφάλεια
της αυτή, προκύπτει:
απ’ το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είναι πλέον
ενεργειακά αυτόνομες και συνεπώς ενδιαφέρονται λιγότερο (αν όχι καθόλου)
για το πετρέλαιο του Κόλπου
απ’ τη δυσαρέσκεια που υπάρχει διεθνώς για τη χρηματοδότηση που παρέχει το Ριάντ στους σουνίτες τρομοκράτες
απ’ την πιθανή ανάδυση του Ιράν ως μιας πιο μετριοπαθούς και ενδιαφέρουσας από επενδυτικής απόψεως χώρας για τις ΗΠΑ, την Ρωσία και την Ευρώπη.
απ’ τη δυσαρέσκεια που υπάρχει διεθνώς για τη χρηματοδότηση που παρέχει το Ριάντ στους σουνίτες τρομοκράτες
απ’ την πιθανή ανάδυση του Ιράν ως μιας πιο μετριοπαθούς και ενδιαφέρουσας από επενδυτικής απόψεως χώρας για τις ΗΠΑ, την Ρωσία και την Ευρώπη.
Αν, συνεπώς, οι δυνάμεις αυτές
αποφασίσουν ότι ο ο γεωπολιτικός ρόλος των Σαούντ πρέπει να μειωθεί, δεν
θα πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα εδαφικών απωλειών για τη Σ.
Αραβία, είτε στον Νότο (απ’ την Υεμένη) είτε στις ανατολικές επαρχίες
της, είτε ακόμη και προς το δυτικό κομμάτι της, εφόσον το ISIS
«εξωθηθεί» απ’ τη διεθνή συμμαχία νοτιότερα απ’ ότι βρίσκεται σήμερα. Το
μόνο ανάχωμα σε μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται να είναι το Ισραήλ, που δεν
επιθυμεί την ανάδυση του ιρανικού παράγοντα και της Χεζμπολάχ, την ίδια
στιγμή που δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμη το μέλλον του Άσαντ στη Συρία.
Καθώς οι σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας δεν αναμένεται να επιστρέψουν στο
επίπεδο της στρατηγικής συμμαχίας στο άμεσο μέλλον, απαραίτητη
προϋπόθεση για τη διεθνή απομόνωση του Ριάντ φαντάζει η εξασφάλιση απ’
τις μεγάλες δυνάμεις του «ορθολογικού» χαρακτήρα του Ιράν. Ήδη η Ρωσία
έχει προβεί με την Τεχεράνη σε σημαντικές συμφωνίες στον ενεργειακό και
στρατιωτικό τομέα, ενώ αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες ευρωπαϊκές
και αμερικανικές εταιρείες, εφόσον οι κυρώσεις αρθούν γρήγορα. Επιπλέον,
η ένταση στην περιοχή του Κόλπου πυροδοτεί αυξήσεις στις τιμές του
«μαύρου χρυσού», που είναι απαραίτητες για τους Αμερικανούς εξαγωγείς
πετρελαίου, προκειμένου αυτοί να διασφαλίσουν την ύπαρξη και την
κερδοφορία τους στις διεθνείς αγορές ενέργειας. Με όλα αυτά κατά νου,
φαίνεται ότι η Σ. Αραβία και η δυναστεία των Σαούντ εισέρχονται στο πιο
κρίσιμο διάστημα της ιστορίας τους...
* Ο Μιχάλης Διακαντώνης
είναι Οικονομολόγος/Διεθνολόγος, συντονιστής στο Παρατηρητήριο
Ανατολικής Μεσογείου στον Τομέα Ρωσίας Ευρασίας και Νοτιοανατολικής
Ευρώπης (ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ).