Σε στενή συνεργασία με το νέο Προεδρικό Μέγαρο της
Άγκυρας και την ηγεσία των Τουρκικών Μυστικών Υπηρεσιών(ΜΙΤ), οι
Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις δρομολογούν σημαντικά έργα και σχέδια σε
διάφορα σημεία της ευρύτερης περιοχής μας. Στον αραβικό κόλπο, στην
Αφρική (Σομαλία) και στα Βαλκάνια (Αλβανία και Π.Γ.Δ.Μακεδονίας) ο
τουρκικός στρατός εγκαινιάζει μεγαλόπνοα σχέδια και στρατιωτικές βάσεις.
Την ίδια στιγμή, περνά σε μετωπική επίθεση στο κουρδικό ζήτημα.
Εκκρεμεί μία άλλη πρωτοβουλία, η οποία μας αφορά και ενδέχεται να
καθορίσει τη μοίρα μιας ολόκληρης περιοχής.
Η συνεργασία του στρατού με το Προεδρικό δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως «τυφλή υπακοή» των στρατηγών στις εντολές της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Πρόκειται περισσότερο για μία «στρατηγική συνεργασία», την οποία επιβάλλουν οι συνθήκες και οι εξελίξεις των τελευταίων ετών. Ως γνωστόν, υπό τη σκιά των Υποθέσεων Βαριοπούλας, Εργκενεκόν και Κατασκοπείας, ο τουρκικός στρατός έχει τερματίσει τις «δημόσιες» παρεμβάσεις του στο τουρκικό πολιτικό προσκήνιο. Στη Δύση, η συγκεκριμένη εξέλιξη εκλαμβάνεται ως περιορισμός του στρατού στην ακτίνα των στρατιωτικών υποθέσεων, δηλαδή η αποχώρησή του από τη σφαίρα της πολιτικής. Οι πηγές αυτής της στήλης από το εσωτερικό του στρατού δεν επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση. Περισσότερο κάνουν λόγο για «τακτική δημόσιας σιγής και σημαντικών βημάτων στο παρασκήνιο-περιθώριο της πολιτικής». Με άλλα λόγια, ο τουρκικός στρατός δεν έχει «σιγήσει» στο πεδίο της πολιτικής. Σε σημαντικά «εθνικά» ζητήματα εξακολουθεί να δηλώνει «παρών» δια μέσου του πανίσχυρου Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και φυσικά τις «έκτακτες συνεδριάσεις» της κυβέρνησης με το επιτελείο του. Σε αυτή την πληροφορία θα πρέπει να προσθέσει κανείς τη μεγάλη ανάγκη που αισθάνεται το Προεδρικό και η κυβέρνηση στη νέα περίοδο, για μία αποτελεσματική ένοπλη δύναμη καταστολής σε διάφορα πεδία. Ως γνωστόν, μετά την «απώλεια» του ελέγχου της Αστυνομίας, εξαιτίας της κρίσης στις σχέσεις κυβέρνησης-Κινήματος Γκιουλέν, η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας έχει αρχίσει να στηρίζεται όλο και περισσότερο στην κρίση, στις αποφάσεις και στις κινήσεις του στρατού. Για την αντιμετώπιση του κινήματος αμφισβήτησης στο δυτικό κομμάτι της χώρας (βλπ. Υπόθεση Γκεζί) και την κρίση στο ανατολικό κομμάτι της Τουρκίας (βλπ. Κουρδικό), η κυβέρνηση δεν έχει άλλη επιλογή παρά να στηριχθεί στη συνεργασία του στρατού. Επαναλαμβάνουμε ότι πρόκειται για μία «στρατηγικής σημασίας συνεργασία», την οποία επιβάλλουν οι «έκτακτες συνθήκες», μέσα στις οποίες βρίσκεται η Τουρκία. Άλλωστε, στο παρασκήνιο, οι στρατηγοί εξακολουθούν να ασκούν κριτική στην πολιτική ηγεσία σε διάφορα πεδία.
Στην περίπτωση της Συρίας, κυρίως του βόρειου κομματιού της χώρας, αναλύοντας τα βήματα του τουρκικού στρατού, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας δύο δεδομένα. Πρώτον, τις τελευταίες εβδομάδες, ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει πάψει να επαναλαμβάνει ότι η χώρα του δεν πρόκειται να αποδεχθεί τετελεσμένα γεγονότα και εκβιασμούς από την κουρδική πλευρά. Δεύτερον, η στήλη μας πληροφορείται ότι στο επιτελείο του στρατού, δίχως δημόσιες τοποθετήσεις και προβολές, οι υψηλόβαθμοι στρατηγοί έχουν θέσει προ πολλού διάφορα στρατιωτικά σενάρια για το βορειοδυτικό τμήμα της Συρίας. Μάλιστα, υπάρχουν πληροφορίες, οι οποίες δείχνουν ότι η κυβέρνηση ζήτησε στα μέσα του καλοκαιριού την άμεση εφαρμογή αυτών των σχεδίων. Δηλαδή, με άλλα λόγια, η κυβέρνηση ζήτησε από τον στρατό να εισέλθει στο πολεμικό προσκήνιο της βορειοδυτικής Συρίας, λίγο μετά την ήττα της στις πρώτες εκλογές του Ιουνίου. Το επιτελείο του στρατού δεν αποδέχθηκε αυτή την πρόταση-εντολή, λαμβάνοντας υπόψη του την επιδείνωση των συνθηκών στο κουρδικό ζήτημα και στη Συρία (κυρίως μετά την παρέμβαση της Ρωσίας).
Στη νέα περίοδο, τα σχέδια του στρατού εστιάζουν στη συριακή πόλη Τζαράμπλους και στα περίχωρά της. Ως γνωστόν, αυτή τη στιγμή, η συγκεκριμένη πόλη αποτελεί το τελευταίο προπύργιο του Ισλαμικού Κράτους στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας. Η τουρκική πλευρά στοχεύει στην κατάληψη αυτού του προπύργιου με τη συνεργασία των αραβικών φύλων και των Τουρκομάνων. Μετά την κατάληψη της περιοχής, στο Τζαράμπλους ενδέχεται να δημιουργηθεί ένα είδος εξόριστης κυβέρνησης της Συρίας, η οποία φυσικά θα ελέγχεται και θα υποστηρίζεται από την Άγκυρα (Μάλιστα, οι Τουρκομάνοι, οι οποίοι ετοιμάζονται για αυτή την επιχείρηση, στο επικοινωνιακό κομμάτι, ήδη έχουν επιστρατεύσει μία παραλλαγή, σε μπλε και κόκκινο, της σημαίας της «ΤΔΒΚ»).
Στην Άγκυρα, το Προεδρικό και το επιτελείο του στρατού έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα χρονικά περιθώρια για την εφαρμογή του προαναφερόμενου σχεδίου στενεύουν. Η Δαμασκός ανακαταλαμβάνει σημαντικά κέντρα στην ευρύτερη περιοχή. Οι Κούρδοι βρίσκονται μόλις ένα βήμα πριν από την κατάληψη του Τζαράμπλους. Όλα αυτά τα δεδομένα «πιέζουν» την τουρκική πλευρά.
Ολοκληρώνουμε τη σημερινή παρέμβασή μας, με μία επισήμανση ενός πολιτικού-διανοουμένου, ο οποίος έλαβε ρόλο στην ίδρυση του τουρκικού κυβερνώντος κόμματος: «Το προεδρικό και ο στρατός δείχνουν αποφασιστικότητα για την προώθηση του παραπάνω σχεδίου.
Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη μας τις μεγάλες πανωλεθρίες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων πέντε ετών, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή όλων των σχεδίων της Άγκυρας δεν είναι καθόλου δεδομένη. Ερντογάν και στρατηγοί παρασέρνονται πίσω από περιπετειώδη σχέδια, τα οποία πολλές φορές μας οδηγούν σε νέα προβλήματα».
http://www.kathimerini.com.cy/index.php?pageaction=kat&modid=1&artid=229352
Η συνεργασία του στρατού με το Προεδρικό δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως «τυφλή υπακοή» των στρατηγών στις εντολές της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Πρόκειται περισσότερο για μία «στρατηγική συνεργασία», την οποία επιβάλλουν οι συνθήκες και οι εξελίξεις των τελευταίων ετών. Ως γνωστόν, υπό τη σκιά των Υποθέσεων Βαριοπούλας, Εργκενεκόν και Κατασκοπείας, ο τουρκικός στρατός έχει τερματίσει τις «δημόσιες» παρεμβάσεις του στο τουρκικό πολιτικό προσκήνιο. Στη Δύση, η συγκεκριμένη εξέλιξη εκλαμβάνεται ως περιορισμός του στρατού στην ακτίνα των στρατιωτικών υποθέσεων, δηλαδή η αποχώρησή του από τη σφαίρα της πολιτικής. Οι πηγές αυτής της στήλης από το εσωτερικό του στρατού δεν επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση. Περισσότερο κάνουν λόγο για «τακτική δημόσιας σιγής και σημαντικών βημάτων στο παρασκήνιο-περιθώριο της πολιτικής». Με άλλα λόγια, ο τουρκικός στρατός δεν έχει «σιγήσει» στο πεδίο της πολιτικής. Σε σημαντικά «εθνικά» ζητήματα εξακολουθεί να δηλώνει «παρών» δια μέσου του πανίσχυρου Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και φυσικά τις «έκτακτες συνεδριάσεις» της κυβέρνησης με το επιτελείο του. Σε αυτή την πληροφορία θα πρέπει να προσθέσει κανείς τη μεγάλη ανάγκη που αισθάνεται το Προεδρικό και η κυβέρνηση στη νέα περίοδο, για μία αποτελεσματική ένοπλη δύναμη καταστολής σε διάφορα πεδία. Ως γνωστόν, μετά την «απώλεια» του ελέγχου της Αστυνομίας, εξαιτίας της κρίσης στις σχέσεις κυβέρνησης-Κινήματος Γκιουλέν, η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας έχει αρχίσει να στηρίζεται όλο και περισσότερο στην κρίση, στις αποφάσεις και στις κινήσεις του στρατού. Για την αντιμετώπιση του κινήματος αμφισβήτησης στο δυτικό κομμάτι της χώρας (βλπ. Υπόθεση Γκεζί) και την κρίση στο ανατολικό κομμάτι της Τουρκίας (βλπ. Κουρδικό), η κυβέρνηση δεν έχει άλλη επιλογή παρά να στηριχθεί στη συνεργασία του στρατού. Επαναλαμβάνουμε ότι πρόκειται για μία «στρατηγικής σημασίας συνεργασία», την οποία επιβάλλουν οι «έκτακτες συνθήκες», μέσα στις οποίες βρίσκεται η Τουρκία. Άλλωστε, στο παρασκήνιο, οι στρατηγοί εξακολουθούν να ασκούν κριτική στην πολιτική ηγεσία σε διάφορα πεδία.
Στην περίπτωση της Συρίας, κυρίως του βόρειου κομματιού της χώρας, αναλύοντας τα βήματα του τουρκικού στρατού, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας δύο δεδομένα. Πρώτον, τις τελευταίες εβδομάδες, ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει πάψει να επαναλαμβάνει ότι η χώρα του δεν πρόκειται να αποδεχθεί τετελεσμένα γεγονότα και εκβιασμούς από την κουρδική πλευρά. Δεύτερον, η στήλη μας πληροφορείται ότι στο επιτελείο του στρατού, δίχως δημόσιες τοποθετήσεις και προβολές, οι υψηλόβαθμοι στρατηγοί έχουν θέσει προ πολλού διάφορα στρατιωτικά σενάρια για το βορειοδυτικό τμήμα της Συρίας. Μάλιστα, υπάρχουν πληροφορίες, οι οποίες δείχνουν ότι η κυβέρνηση ζήτησε στα μέσα του καλοκαιριού την άμεση εφαρμογή αυτών των σχεδίων. Δηλαδή, με άλλα λόγια, η κυβέρνηση ζήτησε από τον στρατό να εισέλθει στο πολεμικό προσκήνιο της βορειοδυτικής Συρίας, λίγο μετά την ήττα της στις πρώτες εκλογές του Ιουνίου. Το επιτελείο του στρατού δεν αποδέχθηκε αυτή την πρόταση-εντολή, λαμβάνοντας υπόψη του την επιδείνωση των συνθηκών στο κουρδικό ζήτημα και στη Συρία (κυρίως μετά την παρέμβαση της Ρωσίας).
Στη νέα περίοδο, τα σχέδια του στρατού εστιάζουν στη συριακή πόλη Τζαράμπλους και στα περίχωρά της. Ως γνωστόν, αυτή τη στιγμή, η συγκεκριμένη πόλη αποτελεί το τελευταίο προπύργιο του Ισλαμικού Κράτους στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας. Η τουρκική πλευρά στοχεύει στην κατάληψη αυτού του προπύργιου με τη συνεργασία των αραβικών φύλων και των Τουρκομάνων. Μετά την κατάληψη της περιοχής, στο Τζαράμπλους ενδέχεται να δημιουργηθεί ένα είδος εξόριστης κυβέρνησης της Συρίας, η οποία φυσικά θα ελέγχεται και θα υποστηρίζεται από την Άγκυρα (Μάλιστα, οι Τουρκομάνοι, οι οποίοι ετοιμάζονται για αυτή την επιχείρηση, στο επικοινωνιακό κομμάτι, ήδη έχουν επιστρατεύσει μία παραλλαγή, σε μπλε και κόκκινο, της σημαίας της «ΤΔΒΚ»).
Στην Άγκυρα, το Προεδρικό και το επιτελείο του στρατού έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα χρονικά περιθώρια για την εφαρμογή του προαναφερόμενου σχεδίου στενεύουν. Η Δαμασκός ανακαταλαμβάνει σημαντικά κέντρα στην ευρύτερη περιοχή. Οι Κούρδοι βρίσκονται μόλις ένα βήμα πριν από την κατάληψη του Τζαράμπλους. Όλα αυτά τα δεδομένα «πιέζουν» την τουρκική πλευρά.
Ολοκληρώνουμε τη σημερινή παρέμβασή μας, με μία επισήμανση ενός πολιτικού-διανοουμένου, ο οποίος έλαβε ρόλο στην ίδρυση του τουρκικού κυβερνώντος κόμματος: «Το προεδρικό και ο στρατός δείχνουν αποφασιστικότητα για την προώθηση του παραπάνω σχεδίου.
Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη μας τις μεγάλες πανωλεθρίες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων πέντε ετών, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή όλων των σχεδίων της Άγκυρας δεν είναι καθόλου δεδομένη. Ερντογάν και στρατηγοί παρασέρνονται πίσω από περιπετειώδη σχέδια, τα οποία πολλές φορές μας οδηγούν σε νέα προβλήματα».
http://www.kathimerini.com.cy/index.php?pageaction=kat&modid=1&artid=229352