Του Ζαχαρία Μίχα*-Πικρά χαμόγελα προκάλεσε η χθεσινή
συμπεριφορά της Τουρκίας, η οποία φρόντισε, με τον πιο προκλητικό και
ασεβή κυριολεκτικά τρόπο, να αδειάσει μεγαλοπρεπώς την Ελλάδα, η οποία
«εξαργύρωσε» τη θετική στάση της στη σύνοδο των Βρυξελλών για το
μεταναστευτικό με μαζικές παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου που
έχουν ξεπεράσει αισίως τις 1.600 από τις αρχές του έτους, οι οποίες
συνοδεύονταν και από υπερπτήσεις μαχητικών αεροσκαφών από ελληνικό
έδαφος.
Δυστυχώς για την Ελλάδα, ένας άτυπος
κανόνας των διεθνών σχέσεων και της στρατηγικής είναι ο ρόλος που παίζει
στον καθορισμό της συμπεριφοράς κάθε κρατικού δρώντα απέναντι σε έναν
άλλο η εικόνα και η εντύπωση που έχει σχηματίσει, το οποίο με τη σειρά
του είναι αποτέλεσμα σωρευμένων παραστάσεων που έχει σε βάθος χρόνου.
Και αυτή η εικόνα δεν διαμορφώνεται με εξυπνάδες στα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης, αλλά με συνετή και συνεπή στάση, καλά σχεδιασμένη και
εκτελεσμένη, από ένα σοβαρό και οργανωμένο κράτος, αποφασισμένο να
υπερασπίσει με ορθολογικό τρόπο τα κυριαρχικά του δικαιώματα. Όχι να
αδρανεί.
Πρόκειται για σωρευμένες παραστάσεις που
διαμορφώνονται από τα λόγια και τα έργα του αντιπάλου, σε συνδυασμό
πάντα με την ισχύ του σε όρους στρατιωτικούς, ώστε να εκτιμηθεί με
σημαντικό βαθμό ασφάλειας ποια θα είναι η αντίδρασή του, αφού αυτό θα
βοηθήσει τον σχεδιασμό με γνώμονα πάντα την επίτευξη του αντικειμενικού
σκοπού.
Το «σύγχρονο και φιλειρηνικό» πρόσωπο της Ελλάδας...
Η άλλη θεμελιώδης παρατήρηση είναι ότι η
χρήση του στρατιωτικού «εργαλείου» υπόκειται στις εντολές και τον εν
γένει έλεγχο της πολιτικής, το οποίο αξιοποιείται λιγότερο ή
περισσότερο, αναλόγως το κράτος, το πολίτευμα και την κουλτούρα του στα
θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας (εμπεριέχει την άμυνα), για να
ωθήσει – πειθαναγκάσει τον αντίπαλο στην υιοθέτηση της επιθυμητής
συμπεριφοράς.
Είναι φυσιολογικό η χρήση του εργαλείου
να υπόκειται συνεχώς σε αξιολόγηση, με σκοπό να εκτιμηθεί η
αποτελεσματικότητά του, οπότε η επανάληψη της αξιοποίησής του συναρτάται
ευθέως με την αντίδραση του αντιπάλου. Κατά συνέπεια, όταν μια χώρα
επιθυμεί να παρουσιαστεί στο διεθνές περιβάλλον ως «σύγχρονη και
φιλειρηνική», εξ ορισμού διακινδυνεύει την κατάχρηση του στρατιωτικού
εργαλείου σε βάρος της, παράλληλα με την ακύρωση σε σημαντικό βαθμό της
εξωτερικής πολιτικής και τη διπλωματίας ως εργαλείο των «πολιτισμένων»
χωρών για τη διευθέτηση των διαφορών τους.
Αυτή η πολύ γενική και σε καμιά
περίπτωση εξαντλητική αποτύπωση της λογικής που διέπει τη χρήση του
στρατιωτικού εργαλείου έχει δοκιμαστεί κατ’ επανάληψη από την Τουρκία
στις σχέσεις της με την Ελλάδα. Η δε ανάδειξή της σε σταθερά των
ελληνοτουρκικών σχέσεων αποδεικνύει ότι η εικόνα και οι συναφείς
πεποιθήσεις των Τούρκων απέναντι στους Έλληνες δεν διαμορφώθηκε ερήμην
τους...
Το πρόβλημα είναι ότι η κατάσταση στην
οποία βρισκόμαστε σήμερα αποδεικνύει ότι δεν διδαχθήκαμε απολύτως τίποτε
από την ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και ως άτομα και θεσμικά,
ούτε μπήκαμε στον κόπο να φτιάξουμε ένα «ψυχολογικό προφίλ» του
αντιπάλου που θα καθοδηγήσει τη δράση μας, εκτός κι αν το κάναμε για να
το καταχωνιάσαμε σε κάποιο αρχείο, αφού τα πορίσματα δεν ταίριαζαν με
όσα ήμασταν προδιατεθειμένοι να αποδεχτούμε.
...πολύτιμο στρατιωτικό «εργαλείο» στα χέρια της Τουρκίας
Αδυνατούμε να αντιληφθούμε πως εάν
δηλώνουμε δημοσίως ότι δεν συζητάμε καν την αξιοποίηση του στρατιωτικού
εργαλείου επειδή είμαστε «ειρηνόφιλοι», ο δεδομένος -από τη γεωγραφία-
αντίπαλος από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, κατανοεί το ακόλουθο: Ότι το
να χρησιμοποιήσει αυτός το στρατιωτικό εργαλείο απέναντί μας είναι η
πλέον ενδεικνυόμενη και δυνητικά αποδοτική ενέργεια για την επίτευξη των
στόχων της εξωτερικής του πολιτικής, αφού όταν το χρησιμοποιήσει, εμείς
έχουμε δηλώσει εκ προοιμίου ότι θα υποχωρήσουμε προς χάριν της ειρήνης.
Εφαρμόζοντας δε συνεχή πίεση, επιτυγχάνει ανεπαίσθητες αλλά συνεχείς
υποχωρήσεις οι οποίες σωρευτικά φέρνουν πιο κοντά το επιθυμητό γι’ αυτόν
αποτέλεσμα.
Όλα είναι μια ζυγαριά κόστους-οφέλους,
δικιά μας και των αντιπάλων, όπου οι συμπεριφορές τοποθετούνται
αναλόγως. Και όσο το κόστος παραμένει μικρότερο από το όφελος, ο
στρατιωτικός εκβιασμός δεν πρόκειται να σταματήσει. Να σημειωθεί επίσης,
ότι το τι συνιστά κόστος για τον αντίπαλο δεν το καθορίζουν οι δικές
μας στερεοτυπικές πεποιθήσεις, αλλά το πως το προσλαμβάνει ο ίδιος ο
αντίπαλος, που καλείται να αποφασίσει για λογαριασμό του πόσο από το
κόστος που του επιβάλλεται είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί για να
συνεχίσει την επιδίωξη του αντικειμενικού του σκοπού, βαδίζοντας επί της
πεπατημένης.
Υπάρχει και ισχυρό ενδεχόμενο, ο
αντίπαλος, θεωρώντας εαυτόν πανίσχυρο, να μη σκοπεύει να υποχωρήσει. Η
απάντηση έρχεται πάλι από τη στρατηγική που αναφέρεται στην έννοια της
αποτροπής (deterrence), η οποία γίνεται είτε με άρνηση των στόχων του
αντιπάλου (deterrence by denial) δια της παράταξης αξιόπιστης αμυντικής
δύναμης που θα αποκρούσει ενδεχόμενη επιθετική ενέργεια, είτε δια της
«υπόσχεσης τιμωρίας» (deterrence by punishment), τη δέσμευση δηλαδή να
προχωρήσει παραπέρα από την απλή απόκρουση, αυξάνοντας το κόστος που θα
κληθεί να καταβάλει.
Δεν έχει νόημα να προχωρήσει η ανάλυση
αυτή σε περισσότερο βάθος. Αρκεί να αναρωτηθούμε πόσα από τα
προαναφερθέντα γίνονται με συνεκτικό και όχι αποσπασματικό τρόπο και
πόσα εξ αυτών αντιλαμβάνεται η ελληνική πολιτική ηγεσία, ανεξαρτήτως
κομμάτων και προσώπων. Διότι συνήθως στην Ελλάδα, όποιος καταλαμβάνει
την εξουσία είναι πεπεισμένος ότι ο κόσμος δουλεύει με τον τρόπο που
πάντα πίστευε. Σε αυτό το πλαίσιο, οι «εκπλήξεις» είναι οδυνηρές και η
απώλεια του ελέγχου η συχνότερη κατάληξη, με αποτέλεσμα η κατάσταση να
ολισθαίνει σε απλή διαχείριση μιας κατάστασης, τρέμοντας να μην
ανακύψουν προβλήματα των οποίων η επίλυση ή και απλώς η διαχείριση
απαιτεί πραγματικούς ηγέτες...
* Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι διευθυντής μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ-ISDA).