Του Γεωργίου Κ. Φίλη Ph.D.
Τη στιγμή που ο ζωτικός γεωπολιτικός
χώρος του Ελληνισμού όπως αυτός ορίζεται από τον υδάτινο άξονα Μαύρη
Θάλασσα-Στενά-Αιγαίο-Ανατολική Μεσόγειος στην κυριολεξία φλέγεται, με
τις πιθανότητες περαιτέρω κλιμάκωσης να είναι περισσότερες από αυτές της
σταθεροποίησης, το Κυπριακό έχει αποκτήσει μία δυναμική η οποία κατά τα
φαινόμενα, κυοφορεί ραγδαίες εξελίξεις οι οποίες άπτονται των εθνικών
και στρατηγικών συμφερόντων του ελληνισμού.
Σε μία περίοδο βαθιάς συστημικής
αστάθειας, τόσο σε οικονομικό όσο και σε επίπεδο διεθνούς ασφαλείας,
αλλά και γεωπολιτικής (αν)ισορροπίας πραγματικότητα, η οποία επηρεάζει
τόσο την Τουρκία όσο και την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο, είναι
τουλάχιστον «περίεργη» η αδημονία την οποία επιδεικνύει η Άγκυρα
αναφορικά με το ζήτημα της διευθέτησης του Κυπριακού, ενώ κανονικά θα
ήταν πιο σοφό για τη ίδια να προσπαθήσει να επικεντρώσει στα πλέον
επείγοντα ζητήματα που έχουν ανακύψει -και με ευθύνη δική της- στα
ανατολικά και νότια χερσαία σύνορά της με την Συρία, το Ιράκ, τους
Κούρδους και το Ισλαμικό Κράτος. Προς τι η σπουδή της Τουρκίας να
ανακινήσει το Κυπριακό, πέραν φυσικά της εκτίμησης (ορθής ή λάθος είναι
ένα άλλο ζήτημα), ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μία στιγμή αδυναμίας από
εκείνες τις οποίες κάποιος μπορεί να βρει τον «αντίπαλο» μία φορά στα
εκατό χρόνια;
Εκτιμάται, πως τρεις είναι οι κύριοι
λόγοι για τους οποίους η Τουρκία φαίνεται να συνεπικουρεί στη διαδικασία
και στην επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων και των συνομιλιών, εάν φυσικά
συγκρίνει κανείς αυτήν τη διαδικασία σε σχέση με την περίοδο μετά το
Δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, μέχρι και την ανάληψη της ηγεσίας των
Τουρκοκυπρίων από τον Μουσταφά Ακιντζί. Ο πρώτος λόγος είναι
γεωοικονομικός, ο δεύτερος είναι γεωπολιτικός και ο τρίτος αφορά τις
πολιτικές ισορροπίες στην ίδια την Τουρκία.
Η γεωοικονομική παράμετρος είναι αυτή
που έχει λειτουργήσει ως καταλύτης στην επιτάχυνση των διαδικασιών, στην
-υποτίθεται- υποστήριξη της διαδικασίας από την Τουρκία, αλλά και στις
πιέσεις του διεθνούς παράγοντα (βλέπε κυρίως χώρες της Δύσης). Η
σταδιακή μετατροπή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε χώρα παραγωγό ενέργειας
και εξαγωγέα φυσικού αερίου στην ουσία έχει θέσει το Κυπριακό σε ένα
άλλο επίπεδο.
Η Τουρκία, αλλά και η τουρκοκυπριακή
κοινότητα αντιλαμβάνονται την σημασία της εξέλιξης και προσπαθούν να
παρασύρουν την Λευκωσία σε μία λύση τύπου «καζάν-καζάν», χωρίς όμως στην
ουσία να παραχωρούν τίποτα, ούτε και στο θέμα των οικονομικών
παραμέτρων που άπτονται της επίλυσης -και που ίσως κάποιος θα περίμενε
να υπάρχει μία «ελαστικότητα» από την άλλη πλευρά, σε αντίθεση με θέματα
πολιτικής και στρατιωτικής υφής, όπως για παράδειγμα το θέμα κυρίως της
άρσης των εγγυήσεων και φυσικά της αποχώρησης των κατοχικών
στρατευμάτων από τη νήσο.
Για παράδειγμα, ενδιαφέρον έχει η
τοποθέτηση αναφορικά με το κόστος της «επανένωσης» το οποίο προτείνεται
να το επωμιστεί κατά 80% η Ελληνοκυπριακή πλευρά. Με άλλα λόγια, το
αέριο θα πρέπει να μοιράζεται «μισό-μισό» το κόστος όμως της ενοποίησης
θα πρέπει να καταβληθεί αναλογικά με τον πληθυσμό.
Η γεωοικονομική παράμετρος αναγκάζει την
Τουρκία να επιταχύνει τις διαδικασίες εξεύρεσης μία λύσης, αφού η
αναμενόμενη οικονομική ισχυροποίηση της Λευκωσίας στην ουσία έχει
αχρηστεύσει τοποθετήσεις του τύπου πως «το Κυπριακό έχει λυθεί το 1974»,
οι οποίες ευδοκίμησαν στην Τουρκία μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, μέχρι
δηλαδή η Λευκωσία προχωρήσει στο «τετελεσμένο» της εξόρυξης και
περαιτέρω εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου, γεγονός το οποίο ανάγκασε
την Άγκυρα να αντιμετωπίσει μία πολύ αρνητική και σταδιακά επιδεινούμενη
για την ίδια πραγματικότητα.
Η δεύτερη παράμετρος, η γεωπολιτική,
άμεσα συνδεδεμένη με την γεωοικονομική, σχετίζεται με την εντεινόμενη
ανησυχία της Τουρκίας για την έως τώρα αποτυχία της πολιτικής εκφοβισμού
της Λευκωσίας, αναφορικά με τη συνέχιση του προγράμματος εκμετάλλευσης
των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της.
Το να επιτρέψει η Άγκυρα την επανάληψη αυτών που έλαβαν χώρα στο
θαλάσσιο οικόπεδο 12 και σε άλλες περιοχές -δηλαδή να εγκατασταθεί μία
ξένη εταιρεία η οποία σε σύμπραξη με τη Λευκωσία να προχωρήσει σε
έρευνες και εξορύξεις- θα ήταν καταστροφή για την πολιτική εκβιασμών που
ακολουθεί, αφού κανένας πλέον δεν θα λαμβάνει σοβαρά τις απειλές της.
Και μόνο αυτή η παράμετρος εάν ληφθεί υπόψη, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι
ολόκληρη η στρατηγική καταναγκασμού που ακολουθεί η Τουρκία στο
Κυπριακό, αλλά και σε σχέση με την Ελλάδα, θα κριθεί στο κατά πόσο οι
εταιρείες που έχουν λάβει τις άδειες προς έρευνα και εκμετάλλευση κατά
τον επιτυχημένο δεύτερο γύρο αδειοδοτήσεων θα προχωρήσουν απρόσκοπτα με
τον προγραμματισμό τους.
Παλινωδίες της Ελληνοκυπριακής πλευράς
αναφορικά με την πρόοδο των ερευνών, στην ουσία στέλνουν το λάθος σήμα
στην Άγκυρα πως η πολιτική εκφοβισμού λειτουργεί, ενώ ελλοχεύει ο
κίνδυνος μία διαδικασία τόσο σημαντική για την οικονομική και πολιτική
ανάκαμψη της Κυπριακής Δημοκρατίας να αποτελέσει για ακόμα μία φορά θέμα
διαπραγμάτευσης με τον εισβολέα. Η πρόσφατη ανακάλυψη των γιγαντιαίων
διαστάσεων κοιτάσματος (Ζορ) φυσικού αερίου στην Αίγυπτο, το οποίο
βρίσκεται πλησίον της Κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, και
φυσικά της δυνητικής Ελληνικής, έχει αυξήσει την νευρικότητα της
Άγκυρας, αφού οι εταιρείες αναζωπυρώνουν το ενδιαφέρον τους για την
Κύπρο, με αποτέλεσμα οι εξελίξεις να αναμένονται καταιγιστικές. Η
Τουρκία θα βρεθεί προ μεγάλων διλλημάτων αφού θα πρέπει να αποφασίσει
εάν θα προσπαθήσει να αναχαιτίσει εταιρείες όπως η γαλλική TOTAL ή η
ιταλική ENI, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις σχέσεις της με τις
συγκεκριμένες χώρες, ή να αποδεχτεί για ακόμα μία φορά την
πραγματικότητα.
Αλλά και σε ευρύτερο γεωπολιτικό πεδίο, η
κατάσταση για την Τουρκία δεν είναι θετική. Για παράδειγμα, η
(αυτό)καταστροφική πολιτική της Άγκυρας στο θέμα Ιράκ-Συρίας την έχει
απομονώσει σε τοπικό και σε περιφερειακό επίπεδο. Η λίστα των δηλωμένων
εχθρών της περιλαμβάνει το Ισραήλ, την Αίγυπτο, το Ιράν, τη Συρία και το
Ιράκ. Οι Κούρδοι από την πλευρά τους βρίσκονται ένα βήμα πριν τον
ανοιχτό πόλεμο με την Τουρκία – τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό
της χώρας. Το Ισλαμικό Κράτος παρά την υποστήριξη που λαμβάνει από το
τουρκικό «Βαθύ Κράτος» φαίνεται πως δεν θα ανεχθεί την επιθετική
ρητορική από την ηγεσία της Τουρκίας η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να
πείσει τη διεθνή κοινότητα πως πραγματικά θέλει να χτυπήσει τον
σουνιτικό εξτρεμισμό. Οι μεγάλες δυνάμεις δε, τηρούν μία εφεκτική αλλά
εξόχως αρνητική θέση απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό, με τη Ρωσία
ειδικά να βρίσκεται ολοένα και σε πιο έντονη τροχιά σύγκρουσης με την
Άγκυρα, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να απασχολεί την ηγεσία της Τουρκίας,
με τον Τούρκο πρόεδρο να προχωράει σε εμπρηστικές δηλώσεις αναφορικά με
την απώλεια εκατοντάδων ζωών στο τραγικό συμβάν με το ρωσικό αεροσκάφος
στο Σινά.
Σε γενικές γραμμές, η Τουρκική πολιτική
στην Ανατολική Μεσόγειο (Κύπρος) και στη Μέση Ανατολή (Συρία-Ιράκ),
σκοπό έχει να «υπενθυμίσει» πως το «κόστος» μη υποστήριξης των στόχων
της Άγκυρας στην ευρύτερη περιοχή μπορεί να είναι δυσανάλογα μεγάλο. Με
άλλα λόγια, η Άγκυρα παίζει ένα «μαξιμαλιστικό» παίγνιο του «όλα ή
τίποτα», το οποίο δυνητικά μπορεί να αποφέρει μεγάλα κέρδη υποκρύπτει
όμως και τραγικές συνέπειες υπαρξιακών διαστάσεων για την Τουρκία.
Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με τις
εσωτερικές ισορροπίες στην ίδια την Τουρκία. Μία σειρά δυσλειτουργιών
και αδιεξόδων του τουρκικού κράτους και της ηγετικής του ελίτ
συνεισφέρουν τα μέγιστα στην πιθανότητα εκτράχυνσης της κατάστασης στην
Κύπρο. Για παράδειγμα, η σχετικά πρόσφατη εναλλαγή πολιτικών ρόλων με
την ανάγκη του Τούρκου προέδρου να αυξήσει την εξουσία του και την
ανασφάλεια του νέου πρωθυπουργού να αποδειχτεί άξιος του προκατόχου του,
η εσωτερική σύγκρουση του «Βαθέως Κράτους ΑΚΡ» με το «Βαθύ Κράτος
Γκιουλέν», η εσωτερική αναταραχή, αρχής γενομένης από τα γεγονότα του
πάρκου Γκεζί μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου και ειδικά η προεκλογική
περίοδος την οποία η Τουρκία την πέρασε «δια πυρός και σιδήρου», αλλά
και η ανάγκη της τουρκικής ηγεσίας να σημειώσει μία εξωτερική επιτυχία,
μετά από μία σειρά αποτυχιών σε Ιράκ και Συρία.
Με βάση όλα τα παραπάνω η περαιτέρω η
πιθανότητα κλιμάκωσης της κρίσης και των πιέσεων για μία «επίλυση» του
Κυπριακού α la Turca είναι μεγάλη, με την Αθήνα και τη Λευκωσία να
πρέπει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση με την απαραίτητη νηφαλιότητα,
ψυχραιμία αλλά και αποφασιστικότητα. Η σφυρηλάτηση του άξονα
Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ η
περαιτέρω εμπέδωση της συμμαχίας με το Ισραήλ θα αποτελέσει τον
«καταλύτη» των εξελίξεων στην περιοχή, καθώς και τον απόλυτο «στρατηγικό
εφιάλτη» της Άγκυρας η οποία θα προσπαθήσει να αποτρέψει μία τέτοια
εξέλιξη.
Επιπροσθέτως, η αποστολή ελληνικών
αεροναυτικών δυνάμεων, με οποιαδήποτε δικαιολογία και επιχειρησιακό
καθεστώς στη μεγαλόνησο, αποτελεί την εγγύηση της επίδειξης της
απαραίτητης «σκληρής ισχύος» προς κάθε ενδιαφερόμενο για τρεις λόγους:
Πρώτον, κανένας κρατικός γεωπολιτικός
δρώντας δεν μπορεί να συμπήξει συμμαχίες εάν δεν συνεισφέρει και ο ίδιος
στην κοινή ασφάλεια. Με άλλα λόγια η Αθήνα με τις πράξεις της θα πρέπει
να πείσει τόσο το Κάιρο όσο και το Τελ-Αβίβ πως είναι μία χώρα στην
οποία μπορεί κάποιος να δείξει εμπιστοσύνη και να συνομολογήσει κάποιους
κανόνες κοινής ασφαλείας.
Δεύτερον, η Κύπρος αποτελεί αναπόσπαστο
κομμάτι του ελληνισμού η παραχώρηση της υπεράσπισής του σε τρίτους,
ακόμα και εάν αυτοί είναι σύμμαχοι, στην ουσία αποτελεί παραχώρηση
εθνικού «χώρου», κάτι το οποίο είναι αυτό ακριβώς που ο Ελληνισμός θα
ήθελε να αποφύγει.
Τρίτον, η Τουρκία το μόνο που
αντιλαμβάνεται και υπολογίζει στις διεθνείς σχέσεις είναι η στρατιωτική
ισχύς. Η ιστορία, η εμπειρία και η παρατήρηση, αποδεικνύουν την παραπάνω
πρόταση και όποιος δεν το αντιλαμβάνεται εθελοτυφλεί.
Εν κατακλείδι, η πρόσφατη κινητικότητα
και εξελίξεις στο Κυπριακό δεν θα πρέπει τόσο να προβληματίζουν την
Αθήνα και τη Λευκωσία αναφορικά με τις προθέσεις της Άγκυρας, η οποία
μπροστά στα προαναφερόμενα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει τόσο σε
γεωοικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο όσο και στο εσωτερικό της μέτωπο
θα προσπαθήσει να «εκβιάσει» μία λύση που να εξυπηρετεί τους
«μαξιμαλιστικούς» της στόχους, αλλά πρέπει να τις κάνουν να αναρωτηθούν
στο κατά πόσο η πολιτική του κατευνασμού έναντι οποιουδήποτε κόστους
φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα στις σχέσεις μας με την Τουρκία ή στην
ουσία οδηγεί τη κατάσταση σε ένα συγκρουσιακό επίπεδο όπου από ένα
σημείο και μετά δεν θα υπάρχει επιστροφή.
Με βάση τα παραπάνω, όσο αιρετικό και
εάν ακούγεται, σε μία κοινωνία που δογματικά την έκαναν να πιστεύει πως
«πρέπει να τελειώνουμε» με το Κυπριακό διότι η καθυστέρηση βαίνει
εναντίον μας, είναι προφανές πως ο χρόνος πλέον λειτουργεί υπέρ μας. Η
Κύπρος, όσο περνάει ο χρόνος ενισχύεται οικονομικά, γίνεται υπολογίσιμος
παίχτης στο ενεργειακό παίγνιο, άρα και αναγκαίος παράγοντας για τους
περιφερειακούς σχεδιασμούς των μεγάλων δυνάμεων, ενώ ταυτοχρόνως
σφυρηλατεί συμμαχίες οι οποίες αναμένεται να δημιουργήσουν μία νέα
ισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, η Τουρκία με
τις επιλογές της στο εξωτερικό έχει και πρόκειται να απολέσει
διπλωματικό και γεωπολιτικό κεφάλαιο, με την πολιτική της στο εσωτερικό
δημιουργεί μεγαλύτερη κοινωνική αστάθεια και οικονομικό ρίσκο, άρα
αβεβαιότητα για τον εξωτερικό παράγοντα, ενώ κάθε χρόνο που περνάει,
βάζει στη λίστα των αντιπάλων της και έναν ακόμη τοπικό ή/και παγκόσμιο
δρώντα. Δεν είναι τυχαίο πως στη Δύση, για τουλάχιστον ορισμένες ελίτ
θεωρείται ένα «αποτυχημένο κράτος».
Γιατί λοιπόν να βιαστούμε για μία λύση
τη στιγμή που ο αντίπαλος, παρά τις δικές μας αδυναμίες, αντιμετωπίζει
τέτοιου μεγέθους στρατηγικά αδιέξοδα;
* Ο κ. Γεώργιος Φίλης είναι
διδάκτωρ Γεωπολιτικής (Durham University, UK), Επισκέπτης καθηγητής
Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο τμήμα Διεθνών Επιχειρήσεων και μέλος του
Institute of Diplomacy & Global Affairs του Αμερικανικού Κολλεγίου
Ελλάδος – DEREE καθώς και μέλος του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας
& Άμυνας (georgios.filis@hotmail.com)