Αν για την Αγκυρα είναι κατανοητή λόγω Κουρδικού η δυσαρέσκειά της, για το Τελ Αβίβ η περιχαράκωση δημιουργεί ερωτηματικά. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, χάρη στη διπλωματία του Ομπάμα, το Ισραήλ έχει απαλλαγεί από την απειλή ανάδειξης του Ιράν σε πυρηνική δύναμη, ενώ δύο χρόνια πριν ο Ασαντ παρέδωσε το χημικό του οπλοστάσιο σε διεθνή έλεγχο.
Ετσι δεν υπάρχουν όπλα μαζικής καταστροφής που να απειλούν την ασφάλεια του εβραϊκού κράτους, το οποίο διατηρεί ένα από τα πιο πλήρη και σύγχρονα πυρηνικά οπλοστάσια στον κόσμο. Μια Μέση Ανατολή με πολλά και αλληλοσυγκρουόμενα κέντρα ισχύος που θα συνθέτουν την περιφερειακή ισορροπία είναι μια μεγάλη ευκαιρία ελιγμών για να κατοχυρώσει το Τελ Αβίβ τα συμφέροντά του.
Υπάρχει όμως μια βαριά υποθήκη, η ακινησία της κυβέρνησης Νετανιάχου στο Παλαιστινιακό και η εμμονή στην αδιέξοδη πολιτική τής συνέχισης του εποικισμού στη Δυτική Οχθη, μια επιλογή για την οποία δεν φαίνονται να υπάρχουν οι εσωτερικές πολιτικές προϋποθέσεις για τον τερματισμό της. Ετσι προκύπτει το ερώτημα για πόσο καιρό μια μειοψηφία φανατικών υπερορθοδόξων πολιτικών σχηματισμών θα μπλοκάρει την αναγκαία και επωφελή για τα ζωτικά συμφέροντα του Ισραήλ προσαρμογή. Στην πολιτική σκηνή της χώρας δεν προβάλλει όχι ένας νέος Ράμπιν, αλλά ούτε καν ένας νέος Σαρόν.
Αγνωστη μεταβλητή η βούληση και η δυνατότητα των ΗΠΑ να ασκήσουν πίεση. Το 1977 ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μπολ, είχε δημοσιεύσει άρθρο με τίτλο που παραμένει επίκαιρος: «Πώς να σώσουμε το Ισραήλ παρά τη θέλησή του».
kapopoulos@pegasus.gr