Γιώργος Παπανικολάου-Η εντυπωσιακή νίκη του Αλέξη Τσίπρα, κλείνει έναν
κύκλο επεισοδιακό, σφραγίζοντας τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς ένα είδος
σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο, τα πιο δύσκολα για τον ίδιο αρχίζουν τώρα. Το
βραζιλιάνικο «παράδειγμα» είναι μονόδρομος!
Το εύρος της χθεσινής νίκης του Αλέξη Τσίπρα
αποτελεί πολιτικό συμβάν που θα συζητηθεί ποικιλοτρόπως όχι μόνο στην
εγχώρια αλλά και την διεθνή πολιτική σκηνή, για τις συνέπειες που μπορεί
να έχει στη διαμόρφωση του πολιτικού τοπίου στην Ευρώπη ( καθώς
έρχονται εκλογές στην Ισπανία και άλλες χώρες), αλλά και για την
εκλογική αποδοχή της οποίας απολαμβάνει ο ηγέτης του... «ΣΥΡΙΖΑ 2.0»,
παρά την διάσπαση του κόμματος, τα capital controls και την υπογραφή του
τρίτου μνημονίου.
Που οφείλεται όμως αυτή η νίκη; Μεγάλο μέρος των πολιτών πίστεψε ότι ο Τσίπρας, προσωπικά, μπορεί να διαμορφώσει τις συνθήκες εφαρμογής αυτού του μνημονίου, με τρόπο ευνοϊκότερο για τα συμφέροντα των λιγότερο προνομιούχων, ότι θα παλέψει για κάποιες βελτιώσεις στην πορεία. Και το κυριότερο, ότι θα παλέψει για να αλλάξει η Ελλάδα προς το καλύτερο, για να μειωθεί η διαφθορά και η διαπλοκή.
Κι αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα τώρα για τον ίδιο τον Τσίπρα. Διότι τούτη η εκλογική νίκη αποτελεί τη δεύτερη ευκαιρία που ζήτησε και πήρε από τους πολίτες, κι αν δεν τα καταφέρει, θα «καεί» οριστικά και αμετάκλητα.
Εν ολίγοις το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα, φέρνει τον Τσίπρα σε ένα άλλο μονόδρομο, στον οποίο είχα αναφερθεί ήδη σε σχόλιο της 24ης Ιουλίου. Τώρα θα πρέπει να γίνει... Λούλα.
Κι επειδή τα πράγματα 2 μήνες αργότερα παραμένουν σχεδόν ίδια, το παραθέτω σχεδόν αυτούσιο:
Η άνοδος του Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η ταχύτητα με την οποία το κόμμα ανήλθε στην εξουσία δείχνουν ποιο είναι το μεγάλο πολιτικό ταλέντο του σημερινού πρωθυπουργού. Δεν είναι μόνον η ανάληψη κινδύνων με αποφασιστικότητα, όπως στην περίπτωση της διαμάχης με τον Αλέξανδρο Αλαβάνο, αλλά περισσότερο ο συγκερασμός διαφορετικών απόψεων και η ένταξή τους σε έναν κοινό στόχο.
Την ικανότητα του να λειτουργήσει ως συγκολλητική ουσία ανάμεσα στις πολυάριθμες συνιστώσες μιας μόνιμα κατακερματισμένης Αριστεράς, φέρνοντάς τη στην εξουσία, συναγωνίζεται μόνο η δυνατότητά του να εκπέμπει θετικά μηνύματα σε μια κοινωνία που έχει προ πολλού γυρίσει την πλάτη σε όσους εκπροσωπούν το παλαιό πολιτικό σύστημα.
Το γεγονός ότι ένα μεγάλο κομμάτι του «κομματικού» ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται σήμερα να απαρνείται τον ηγέτη της παράταξης δεν έχει στις σημερινές συνθήκες ιδιαίτερη σημασία, τουλάχιστον για όσο οι σφυγμομετρήσεις θα δείχνουν ότι πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας εξακολουθεί να στοιχίζεται πίσω από τον ίδιο. (σ.σ. γεγονότα που επιβεβαιώθηκαν πλήρως στη χθεσινή εκλογική αναμέτρηση)
Και δεν έχει σημασία, διότι εκ των περιστάσεων ο Αλέξης Τσίπρας οφείλει να πάρει τώρα ένα νέο στοίχημα πολύ μεγαλύτερης κλίμακας, ένα στοίχημα που ίσως αποδειχτεί το πλέον κρίσιμο στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας.
Έχοντας ήδη βάλει το συμφέρον της χώρας πάνω από το συμφέρον της παράταξης, πρέπει να λειτουργήσει τώρα ως κύρια συγκολλητική ουσία όχι σε ένα κόμμα, αλλά στην ίδια την κοινωνία, ενώνοντάς την σε ένα κοινό στόχο: στην αλλαγή όσων οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία.
Διότι αυτό μόνον ο ηγέτης που επέβαλε το 61% στο πρόσφατο δημοψήφισμα, με τις τράπεζες κλειστές και τα μέσα ενημέρωσης απέναντι, μπορεί να το κάνει. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν τεράστιες δυσκολίες.
Οι αλλαγές αυτές, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, στις αγορές, στους θεσμούς και στους νόμους, μπορούν να γίνουν μόνον με την υποστήριξη μιας μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, προκειμένου να υποταχθεί το εκάστοτε συντεχνιακό συμφέρον στο υπέρτερο κοινωνικό συμφέρον.
Ούτε μπορούν να γίνουν -κι αυτό είναι μέγα λάθος όσων το υποστηρίζουν- από κάποιον που θα βάλει στο ίδιο τσουβάλι τα επιβεβλημένα μέτρα (όπως για παράδειγμα η αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση και στον τουρισμό) με τα επιθυμητά, προσπαθώντας δήθεν να οικειοποιηθεί το πρόγραμμα στο σύνολό του.
Το γεγονός αυτό φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό αντιληπτό όχι μόνον στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα «συστημικά» κόμματα, με ελάχιστες εξαιρέσεις οι οποίες όμως περισσότερο κινούνται από άλλου είδους ελατήρια κι όχι από την ερμηνεία των πολιτικών συνθηκών.
Διότι το δημοψήφισμα κατέδειξε μέσα σε μία μέρα όχι μόνον την πλήρη χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης, αλλά και τη δυσαρέσκεια του μεγαλύτερου μέρους της κοινής γνώμης, εκείνου που δεν συγκαταλέγεται στους «έχοντες», για τον τρόπο με τον οποίο γινόταν ως σήμερα η «προσαρμογή» της χώρας, στα νέα δεδομένα.
Κατέδειξε ότι στη συντριπτική της πλειονότητα η κοινή γνώμη θέλει το ευρώ όχι όμως «πάση θυσία», τουλάχιστον στο βαθμό που αυτή η φράση μεταφράζεται σε ενίσχυση των ανισοτήτων και σε εμπέδωση του κλίματος αδικίας και αναξιοκρατίας που υπήρχε πριν από την κρίση, αλλά συνέχισε να υφίσταται και μετά από αυτή.
Εν ολίγοις για να ακολουθήσουμε κι ένα από τα ανεπίσημα σλόγκαν της εποχής, για να σωθεί η Ελλάδα, ο Τσίπρας θα πρέπει να γίνει... Λούλα. Όπως ο διάσημος πολιτικός της Βραζιλίας, που κυβέρνησε επί οκτώ συναπτά έτη τη μεγάλη αυτή χώρα και σημάδεψε θετικά τη διεθνή πολιτική σκηνή, θα πρέπει να εφαρμόσει ένα γενναίο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, κατά των δεινών που κατέστρεψαν σταδιακά την Ελλάδα, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μειώσει κατά το δυνατόν τις κοινωνικές αντιθέσεις και να ενισχύσει τη συνοχή.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν θέλει. Με βάση τις κατά καιρούς δηλώσεις του ιδίου, αλλά και της ηγετικής του ομάδας, μια τέτοια στροφή απηχούσε εξαρχής πολύ περισσότερο τη φιλοσοφία τους, απ' ό,τι μια επιστροφή στη δραχμή με απομόνωση της Ελλάδας από την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτό άλλωστε φάνηκε καθαρά και με το κείμενο των 47 σελίδων που οικειοθελώς παρέδωσε η κυβέρνηση στους δανειστές.
Σε αντίθεση με τη θεωρία της «σοσιαλιστικής νησίδας», του ουτοπικού ονείρου μιας Ελλάδας στο περιθώριο της Ευρώπης, η επαναφορά της χώρας σε τροχιά ανάκαμψης και η επιτυχής επανίδρυση των δομών της θα εξυπηρετούσε πολύ περισσότερο τις συχνά διατυπωμένες βλέψεις της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, να πυροδοτήσει αλλαγές με περισσότερο κοινωνικό πρόσημο στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Το δεύτερο ερώτημα είναι αν μπορεί η προσπάθεια αυτή να είναι επιτυχής.
Αχίλλειος πτέρνα σε αυτήν την περίπτωση δεν θα είναι η διασφάλιση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αυτή υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει -ισχυρότατη- όχι μόνον κατά την ψήφιση των διαφόρων λιγότερο ή περισσότερο υποχρεωτικών νόμων, αλλά και κατά την εφαρμογή τους.
Το αδύνατο σημείο στο όλο εγχείρημα ανάταξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, εντός του ευρώ, αφορά τον κυβερνητικό μηχανισμό που θα εφαρμόσει τις βαθιές τομές που έχει ανάγκη το ελληνικό κράτος για να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά, σε όλα σχεδόν τα επίπεδα, από την Παιδεία και την Υγεία, ως την Άμυνα και την Οικονομία.
Σε όποια κυβέρνηση κι αν πρωθυπουργεύει ο Τσίπρας, το παιχνίδι της εφαρμογής θα κριθεί από τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν το μηχανισμό υλοποίησης, κι όχι μόνον από τους υπουργούς. Για να βρεθούν όμως αυτά τα πρόσωπα θα πρέπει να γίνει ένα πανεθνικό προσκλητήριο, πέρα από κομματικές ταυτότητες, ένα πραγματικό προσκλητήριο εθνικής σωτηρίας.
Σε αυτό το πεδίο θα κριθεί τελικά όχι μόνον η διάρκεια της πολιτικής επικυριαρχίας του Τσίπρα στο ελληνικό σκηνικό, αλλά και η ίδια η υστεροφημία του. Το αν θα καταγραφεί τελικά στην Ιστορία ως ξεχωριστός ηγέτης σε μια κρίσιμη καμπή της χώρας, ή ως ένας διάττων αστέρας που αποδείχτηκε λίγος για να σηκώσει το βάρος της συγκυρίας.
Που οφείλεται όμως αυτή η νίκη; Μεγάλο μέρος των πολιτών πίστεψε ότι ο Τσίπρας, προσωπικά, μπορεί να διαμορφώσει τις συνθήκες εφαρμογής αυτού του μνημονίου, με τρόπο ευνοϊκότερο για τα συμφέροντα των λιγότερο προνομιούχων, ότι θα παλέψει για κάποιες βελτιώσεις στην πορεία. Και το κυριότερο, ότι θα παλέψει για να αλλάξει η Ελλάδα προς το καλύτερο, για να μειωθεί η διαφθορά και η διαπλοκή.
Κι αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα τώρα για τον ίδιο τον Τσίπρα. Διότι τούτη η εκλογική νίκη αποτελεί τη δεύτερη ευκαιρία που ζήτησε και πήρε από τους πολίτες, κι αν δεν τα καταφέρει, θα «καεί» οριστικά και αμετάκλητα.
Εν ολίγοις το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα, φέρνει τον Τσίπρα σε ένα άλλο μονόδρομο, στον οποίο είχα αναφερθεί ήδη σε σχόλιο της 24ης Ιουλίου. Τώρα θα πρέπει να γίνει... Λούλα.
Κι επειδή τα πράγματα 2 μήνες αργότερα παραμένουν σχεδόν ίδια, το παραθέτω σχεδόν αυτούσιο:
Η άνοδος του Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η ταχύτητα με την οποία το κόμμα ανήλθε στην εξουσία δείχνουν ποιο είναι το μεγάλο πολιτικό ταλέντο του σημερινού πρωθυπουργού. Δεν είναι μόνον η ανάληψη κινδύνων με αποφασιστικότητα, όπως στην περίπτωση της διαμάχης με τον Αλέξανδρο Αλαβάνο, αλλά περισσότερο ο συγκερασμός διαφορετικών απόψεων και η ένταξή τους σε έναν κοινό στόχο.
Την ικανότητα του να λειτουργήσει ως συγκολλητική ουσία ανάμεσα στις πολυάριθμες συνιστώσες μιας μόνιμα κατακερματισμένης Αριστεράς, φέρνοντάς τη στην εξουσία, συναγωνίζεται μόνο η δυνατότητά του να εκπέμπει θετικά μηνύματα σε μια κοινωνία που έχει προ πολλού γυρίσει την πλάτη σε όσους εκπροσωπούν το παλαιό πολιτικό σύστημα.
Το γεγονός ότι ένα μεγάλο κομμάτι του «κομματικού» ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται σήμερα να απαρνείται τον ηγέτη της παράταξης δεν έχει στις σημερινές συνθήκες ιδιαίτερη σημασία, τουλάχιστον για όσο οι σφυγμομετρήσεις θα δείχνουν ότι πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας εξακολουθεί να στοιχίζεται πίσω από τον ίδιο. (σ.σ. γεγονότα που επιβεβαιώθηκαν πλήρως στη χθεσινή εκλογική αναμέτρηση)
Και δεν έχει σημασία, διότι εκ των περιστάσεων ο Αλέξης Τσίπρας οφείλει να πάρει τώρα ένα νέο στοίχημα πολύ μεγαλύτερης κλίμακας, ένα στοίχημα που ίσως αποδειχτεί το πλέον κρίσιμο στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας.
Έχοντας ήδη βάλει το συμφέρον της χώρας πάνω από το συμφέρον της παράταξης, πρέπει να λειτουργήσει τώρα ως κύρια συγκολλητική ουσία όχι σε ένα κόμμα, αλλά στην ίδια την κοινωνία, ενώνοντάς την σε ένα κοινό στόχο: στην αλλαγή όσων οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία.
Διότι αυτό μόνον ο ηγέτης που επέβαλε το 61% στο πρόσφατο δημοψήφισμα, με τις τράπεζες κλειστές και τα μέσα ενημέρωσης απέναντι, μπορεί να το κάνει. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν τεράστιες δυσκολίες.
Οι αλλαγές αυτές, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, στις αγορές, στους θεσμούς και στους νόμους, μπορούν να γίνουν μόνον με την υποστήριξη μιας μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, προκειμένου να υποταχθεί το εκάστοτε συντεχνιακό συμφέρον στο υπέρτερο κοινωνικό συμφέρον.
Ούτε μπορούν να γίνουν -κι αυτό είναι μέγα λάθος όσων το υποστηρίζουν- από κάποιον που θα βάλει στο ίδιο τσουβάλι τα επιβεβλημένα μέτρα (όπως για παράδειγμα η αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση και στον τουρισμό) με τα επιθυμητά, προσπαθώντας δήθεν να οικειοποιηθεί το πρόγραμμα στο σύνολό του.
Το γεγονός αυτό φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό αντιληπτό όχι μόνον στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα «συστημικά» κόμματα, με ελάχιστες εξαιρέσεις οι οποίες όμως περισσότερο κινούνται από άλλου είδους ελατήρια κι όχι από την ερμηνεία των πολιτικών συνθηκών.
Διότι το δημοψήφισμα κατέδειξε μέσα σε μία μέρα όχι μόνον την πλήρη χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης, αλλά και τη δυσαρέσκεια του μεγαλύτερου μέρους της κοινής γνώμης, εκείνου που δεν συγκαταλέγεται στους «έχοντες», για τον τρόπο με τον οποίο γινόταν ως σήμερα η «προσαρμογή» της χώρας, στα νέα δεδομένα.
Κατέδειξε ότι στη συντριπτική της πλειονότητα η κοινή γνώμη θέλει το ευρώ όχι όμως «πάση θυσία», τουλάχιστον στο βαθμό που αυτή η φράση μεταφράζεται σε ενίσχυση των ανισοτήτων και σε εμπέδωση του κλίματος αδικίας και αναξιοκρατίας που υπήρχε πριν από την κρίση, αλλά συνέχισε να υφίσταται και μετά από αυτή.
Εν ολίγοις για να ακολουθήσουμε κι ένα από τα ανεπίσημα σλόγκαν της εποχής, για να σωθεί η Ελλάδα, ο Τσίπρας θα πρέπει να γίνει... Λούλα. Όπως ο διάσημος πολιτικός της Βραζιλίας, που κυβέρνησε επί οκτώ συναπτά έτη τη μεγάλη αυτή χώρα και σημάδεψε θετικά τη διεθνή πολιτική σκηνή, θα πρέπει να εφαρμόσει ένα γενναίο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, κατά των δεινών που κατέστρεψαν σταδιακά την Ελλάδα, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μειώσει κατά το δυνατόν τις κοινωνικές αντιθέσεις και να ενισχύσει τη συνοχή.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν θέλει. Με βάση τις κατά καιρούς δηλώσεις του ιδίου, αλλά και της ηγετικής του ομάδας, μια τέτοια στροφή απηχούσε εξαρχής πολύ περισσότερο τη φιλοσοφία τους, απ' ό,τι μια επιστροφή στη δραχμή με απομόνωση της Ελλάδας από την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτό άλλωστε φάνηκε καθαρά και με το κείμενο των 47 σελίδων που οικειοθελώς παρέδωσε η κυβέρνηση στους δανειστές.
Σε αντίθεση με τη θεωρία της «σοσιαλιστικής νησίδας», του ουτοπικού ονείρου μιας Ελλάδας στο περιθώριο της Ευρώπης, η επαναφορά της χώρας σε τροχιά ανάκαμψης και η επιτυχής επανίδρυση των δομών της θα εξυπηρετούσε πολύ περισσότερο τις συχνά διατυπωμένες βλέψεις της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, να πυροδοτήσει αλλαγές με περισσότερο κοινωνικό πρόσημο στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Το δεύτερο ερώτημα είναι αν μπορεί η προσπάθεια αυτή να είναι επιτυχής.
Αχίλλειος πτέρνα σε αυτήν την περίπτωση δεν θα είναι η διασφάλιση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αυτή υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει -ισχυρότατη- όχι μόνον κατά την ψήφιση των διαφόρων λιγότερο ή περισσότερο υποχρεωτικών νόμων, αλλά και κατά την εφαρμογή τους.
Το αδύνατο σημείο στο όλο εγχείρημα ανάταξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, εντός του ευρώ, αφορά τον κυβερνητικό μηχανισμό που θα εφαρμόσει τις βαθιές τομές που έχει ανάγκη το ελληνικό κράτος για να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά, σε όλα σχεδόν τα επίπεδα, από την Παιδεία και την Υγεία, ως την Άμυνα και την Οικονομία.
Σε όποια κυβέρνηση κι αν πρωθυπουργεύει ο Τσίπρας, το παιχνίδι της εφαρμογής θα κριθεί από τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν το μηχανισμό υλοποίησης, κι όχι μόνον από τους υπουργούς. Για να βρεθούν όμως αυτά τα πρόσωπα θα πρέπει να γίνει ένα πανεθνικό προσκλητήριο, πέρα από κομματικές ταυτότητες, ένα πραγματικό προσκλητήριο εθνικής σωτηρίας.
Σε αυτό το πεδίο θα κριθεί τελικά όχι μόνον η διάρκεια της πολιτικής επικυριαρχίας του Τσίπρα στο ελληνικό σκηνικό, αλλά και η ίδια η υστεροφημία του. Το αν θα καταγραφεί τελικά στην Ιστορία ως ξεχωριστός ηγέτης σε μια κρίσιμη καμπή της χώρας, ή ως ένας διάττων αστέρας που αποδείχτηκε λίγος για να σηκώσει το βάρος της συγκυρίας.