Στην οποιαδήποτε ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος που προέκυψε, πρώτη παράμετρος είναι η ερμηνεία του υψηλού ποσοστού αποχής καθώς, ο περιορισμός του θα μπορούσε να αλλοιώσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Έτσι, χωρίς αυτό να μειώνει τη νίκη του Συριζα, η εκλογική επιτυχία του είναι σχετική. Μοιάζει με τις παγκόσμιες σταθερές που αν ήταν λίγο διαφορετικές, ο κόσμος δεν θα εδημιουργείτο.
Η πρώτη εκτίμηση είναι πως η αποχή ήταν συνειδητή πράξη και όχι αδιαφορία. Αυτό σημαίνει απόρριψη του σημερινού πολιτικού σκηνικού.Πως εξηγείται η μεγάλη εκλογική επιτυχία του κ. Τσίπρα; Πρώτον με το ότι οι ψηφοφόροι του πιστεύουν πως ακόμη δεν δοκιμάστηκε και πως πρέπει να του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία, όπως ο ίδιος ζητούσε. Και αυτό σε συνδυασμό με την κυρίαρχη αίσθηση στο εκλογικό σώμα που τον εμπιστεύτηκε, ότι κατά τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, προσπάθησε να πετύχει ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Δεύτερον, με το ότι οι πολίτες δεν εμπιστεύονται- ακόμη- τις παλαιές πολιτικές δυνάμεις, εκτιμώντας πως δεν έκαναν τίποτε να αλλάξουν. Ήρκεσε μια αλλαγή στο πρόσωπο της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ για να κερδίσει πόντους το κίνημα και να διεκδικήσει με αξιώσεις, χωρίς τελικά να πετύχει, την τρίτη θέση, από εκεί που ο βίος του εθεωρείτο τελειωμένος. Αρκετοί από τους πρώην πάγιους ψηφοφόρους του επέστρεψαν στη βάση τους και αυτό δημιούργησε έναν άνεμο αισιοδοξίας.
Τρίτον, με την αίσθηση της κοινής γνώμης ότι ο Συριζα και ο ηγέτης του καταδιώκονται από το
κατεστημένο το οποίο θέλουν να ανατρέψουν. Την αίσθηση της άδικης καταδίωξης επέτεινε, αν και με διαφορετική προβληματική, και η αποχώρηση των πρώην συντρόφων του και η σκληρή κριτική που άσκησαν στον κ. Τσίπρα προσωπικά.
Τέταρτον, η επίμονη επισήμανση της αντιπολίτευσης ότι ο κ. Τσίπρας θα είναι αυτός που θα εφαρμόσει το τρίτο, και πιο σκληρό, μνημόνιο, δεν πέρασε. Άρα, από ψυχολογικής πλευράς, θεωρείται ευφυής η κίνηση διενέργειας των εκλογών πριν την υλοποίηση των μέτρων. Η στήλη υποστήριξε, και εξακολουθεί να επιμένει, ότι οι εκλογές ήταν αναγκαίες. Η χώρα δεν μπορούσε να κυβερνηθεί με το ρευστό πολιτικό σκηνικό που δημιουργήθηκε μετά τη διάσπαση του Συριζα.
Αν και το μεγάλο ποσοστό της αποχής σχετικοποιεί την εκτίμηση, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι διάφορες αριστερές σέχτες, όπως η ΛΑΕ, δεν έχουν παρά ελάχιστη απήχηση στην κοινή γνώμη και πως η είσοδός τους στην πολιτική σκηνή οφειλόταν και καλυπτόταν από τη συμμετοχή τους στο Συριζα και την εικόνα του ηγέτη του. Εκτός αυτής της πολιτικής κάλυψης, η απήχησή τους περιορίζεται σε περιθωριακές ομάδες. Ευελπιστούν ότι θα ισχυροποιηθούν στους κοινωνικούς αγώνες που θα αναπτυχθούν κατά την εφαρμογή του μνημονίου. Ξεχνούν, όμως, το ρητό του Ηράκλειτου: «τα πάντα ρει, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης, αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν»
Η εξέλιξη, και το καιροσκοπικό της βάθος θα δείξουν αν η πραγματική ηγέτης της ομάδας που αποσχίσθηκε από το Συριζα ήταν ένας διάττων αστήρ ή θα βρει έναν τρόπο επανεμφάνισης. Μπορεί στην αρχή να τον ανησύχησε, αλλά , η επιβεβαίωση της λαϊκής υποστήριξης πρέπει να προκάλεσε ένα αίσθημα μεγάλης ανακούφισης στον κ. Τσίπρα, από την απαλλαγή του ιδίου και του κόμματός του, από την ομάδα που ανοιχτά τον αντιπολιτευόταν. Της κ. Κωνσταντοπούλου, κυρίως, περιλαμβανομένης.
Ανθεκτικοί εμφανίστηκαν και οι ΑΝΕΛ. Φαίνεται να παγίωσαν, μέχρι τώρα, ένα ποσοστό στην κοινή γνώμη ως ελάχιστης αφετηρίας στον εκλογικό τους αγώνα. Κινήσεις της ηγεσίας τους προς συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως οι στρατιωτικοί, όσο ο κ. Καμμένος ήταν υπουργός Άμυνας, τους έδωσαν τη δυνατότητα να υπερβούν το εκλογικό κατώφλι. Οι δημοσκοπήσεις απέτυχαν αλλά, η κοινωνική αυτή ομάδα, λόγω της φύσης της δεν εκδηλώνεται δημοσκοπικά.
Η «Νέα Δημοκρατία» έχει συσπειρώσει το δικό της διαχρονικό εκλογικό ποσοστό σε πολύ μεγάλο βαθμό. Απέφυγε τον κίνδυνο της κατάρρευσης, κάτι το οποίο δεν πέτυχε το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν πείθει το μετακινούμενο 10% το οποίο δίνει τη νίκη στις εκλογές.
Το μεγάλο λάθος της είναι ότι συγκροτείται από καπετανάτα τα οποία αναπαράγονται κληρονομικά. Αυτό μπορεί να ικανοποιεί τους οπαδούς της, απομακρύνει, όμως, το ποσοστό που θα της δώσει τη νίκη. Και για τη δική της επιβίωση, ως κύριου κόμματος που διεκδικεί την εξουσία, αλλά και για την αναγέννηση του πολιτικού βίου στη χώρα, ο χώρος της δεξιάς πρέπει να εισάγει νέα ιδέες για την παραγωγή πολιτικής και να επιτρέψει την είσοδο και την εξέλιξη νέων ικανών στελεχών.
Το «Ποτάμι» έχασε εκλογική δύναμη αλλά, κυρίως, αποκάλυψε τις αδυναμίες του. Δεν αρκεί η παρουσία, αποκλειστικά, του αρχηγού του για να βρει απήχηση στο εκλογικό σώμα. Μιας μορφής οργάνωση σε τοπικό επίπεδο που θα εκλαϊκεύσει την όποια πολιτική έχει, θα τονίζει την παρουσία του και θα αντιπαρατίθεται στις φήμες που το φέρουν κόμμα της διαπλοκής, είναι αναγκαία. Δεν είναι σίγουρο ότι το έχει αντιληφθεί ο πρόεδρός του.
Το ΚΚΕ έχει παγιωμένο ένα ποσοστό 5% και μένει ικανοποιημένο σ αυτό, αναζητώντας και βρίσκοντας δικαιολογίες για την εκλογική στασιμότητά του, οι οποίες πείθουν αυτούς στους οποίους αναφέρεται (το ίδιο 5%). Και η «Χρυσή Αυγή» καταφέρνει, παρά την πίεση που υφίσταται από το πολιτικό σύστημα, να αναδεικνύεται σε τρίτη δύναμη. Παραμένει άγνωστο αν το ποσοστό της αποτελεί συνειδητή επιλογή των ψηφοφόρων της ή εκδήλωση ακραίας δυσαρέσκειας από κοινωνικά στρώματα τα οποία προσπαθούν να τονίσουν το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν. Η περίπτωση της «Χρυσής Αυγής», χρήζει περαιτέρω ανάλυσης.
Μεγάλος χαμένος των εκλογών ήταν και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων. Δεν νομίζουμε πως τα ποσοστά που έδιναν στις προεκλογικές τους μετρήσεις αποτελούσαν συνειδητή διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να διακινδυνεύσει το κύρος της εργασίας από την οποία ζει, για να ικανοποιήσει πρόσκαιρες σκοπιμότητες. Ακόμη και αν το κάνει, θα το κάνει με φειδώ. Προφανώς και η διαφορά των 7,5 μονάδων δεν κατεγράφετο προεκλογικά. Οι λόγοι είναι πολλοί. Το εκλογικό σώμα, όπως διαμορφώθηκε μεσούσης της κρίσεως, είναι ρευστό. Ενδεχομένως να μην επιθυμεί να εκδηλωθεί. Ίσως, τέλος, οι δημοσκοπικές μέθοδοι να βρίσκονται σε αναντιστοιχία με την εκλογική και πολιτική ρευστότητα που βιώνουμε. Το ίδιο, πάντως, φαινόμενο παρετηρείτο σε βαλκανικές χώρες τα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού.
Η ελληνική κοινωνία αναζητά να εναποθέσει την ελπίδα της κάπου που θα της δημιουργεί την ελάχιστη έστω αισιοδοξία. Και αυτό, ίσως, να το αναζητά μέχρι την τελευταία στιγμή.
Τέλος, ο κ. Τσίπρας, ενδεχομένως, να ευχόταν χωρίς να το ομολογεί, να μην μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση μόνο με τους ΑΝΕΛ. Σε μια τέτοια περίπτωση, «Ποτάμι» ή ΠΑΣΟΚ, ή και τα δύο θα συμμετείχαν, αναγκαστικά, στην κυβέρνηση και θα μοιράζονταν τις ευθύνες της εφαρμογής του μνημονίου. Τώρα, οι ευθύνες αυτές θα καταλογιστούν στον κ. Τσίπρα και τον κ. Καμμένο. Και θα είναι βαριές. Να δούμε αν θα καταφέρουν να τις διαχειριστούν.
ANIXNEUSEIS.GR