Συντάκτης: Πέπη Ρηγοπούλου
Θα ’θελα να μπορούσα να σε
κάνω να μοιραστείς το «όχι» που έχω μέσα μου. Που με κυριαρχεί, αλλά
μάλλον που δεν μπορώ να σε πείσω πως είναι ακριβώς το ίδιο με το «όχι»
που μας ζήτησαν να ψηφίσουμε πριν από πολύ λίγο καιρό. Για την ακρίβεια,
δεν ξέρω αν ψήφισες «ναι» ή «όχι» ή λευκό ή άκυρο και δεν είμαι καθόλου
έτοιμη να σε καταδικάσω αν δεν ψήφισες ό,τι και εγώ.Βλέπεις, αν δεν έχω δει το πρόσωπό σου, αν δεν έχουμε κοιταχτεί
πρόσωπο με πρόσωπο, δεν μπορώ να είμαι βέβαιη για την ποιότητα της
όποιας πράξης ή παράλειψής μας. Και το μόνο «όχι» που μπορώ να πω με
σιγουριά είναι αυτό που αρνείται την έλλειψη προσώπου, την έλλειψη
ποιότητας, μνήμης, σώματος.
Να, λοιπόν, κάτι που νομίζω μπορώ να σου πω μέσα στη δεινή αμηχανία που μου γεννούν οι σχεδόν ομοιόμορφοι πολιτικοί λόγοι, τα αποκαρδιωτικά όμοια συνθήματα για το νέο του ενός που είναι πιο νέο από αυτό του αλλουνού, για το «μπροστά» που είναι πιο μπροστά από αυτό του μέχρις ώρας αντιπάλου, που όμως προαλείφεται για αυριανός συνεταίρος και συνεκτελεστής της βούλησης των Εταίρων.
Η πρώτη μας παράδοση, η πρώτη μας συνθηκολόγηση, είναι η υποταγή στην ομοιομορφία. Η προσχώρηση στη θρησκεία της ομοιομορφίας που έχει για ναό της την έδρα της Ηνωμένης Μη Ευρώπης που υμνεί στα λόγια και αρνείται με την πράξη και την ίδια την ύπαρξή της κάθε τι το αυθεντικά ευρωπαϊκό, βασισμένο πάντοτε σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «υψηλή τέχνη της διαφοράς». Αν τα κεντρικά της Ε.Ε. είναι ένας ναός που απαιτεί τις μετάνοιες και τις δεήσεις μας, τότε είναι ο ναός όχι των Αγίων Ασωμάτων αλλά των Αγίων Απροσώπων.
Επειδή δεν είμαι πιστή των αγίων αυτών. Επειδή πάντα δυσκολευόμουν στην αφαίρεση και τη γενίκευση των οραμάτων και των συνθημάτων. Επειδή η ζωή σου και η ζωή μου, οι ζωές όλων, αντιστέκονται στην περίληψη και στην κατάταξη και στις στατιστικές μετρήσεις.Επειδή δεν ξέρω να σου πω πώς θα βγάλεις αύριο τον επιούσιο, ούτε πού θα βρεθούν τα φάρμακα για τον πατέρα, τα δίδακτρα για το παιδί σου. Eπειδή μου λείπει το σχέδιο για το πώς θα αντιπαλέψουμε τις επιβουλές των λύκων που μεταμφιέστηκαν σε φίλους. Γι’ αυτό μου λείπουν τα συνθήματα που χρειάζονται για να κάνει κάποιος τον άλλο οπαδό.
Ομως ίσως η αμηχανία μας αυτή να είναι η δύναμή μας. Ισως να μένουμε ανυπόταχτοι στη στρατολόγηση, γιατί είμαστε σφραγισμένοι από έναν τόπο όπου κάθε μικρό νησί είναι ένας κόσμος απόμακρος, από τη μια, και, από την άλλη, τόσο κοντινός που να μπορείς να τον φτάσεις κολυμπώντας με λίγες απλωτές. Ισως γι’ αυτό τολμώ να σου πω πως σήμερα μπορούμε, αν το θέλουμε αληθινά, να είμαστε πιο κοντά από χθες· και αύριο ακόμα περισσότερο. Οδηγημένες και οδηγημένοι από ένα «όχι» που λέμε στο απάνθρωπο και στο απρόσωπο για χίλιους και έναν λόγους.
Γιατί ο τόπος μας και να θέλει δεν μπορεί να γίνει το απρόσωπο, ασώματο μόρφωμα που μας έχουν προστάξει να γίνουμε, και άρα καλούμαστε να ανακαλύψουμε το πρόσωπό μας στα μάτια του άλλου. Θα βρεθούμε, λοιπόν, και αύριο εσύ κι εγώ. Στην ίδια μεριά του δρόμου. Σπρωγμένες/σπρωγμένοι από την ίδια ελπίδα που δεν πρέπει να αφήσουμε να μας τη λεηλατήσουν ξανά. Στέκω κάτω από αυτό το λεηλατημένο κι όμως ζωντανό «όχι» στην απανθρωπία. Σκισμένο λάβαρο ανεμίζει.
Να, λοιπόν, κάτι που νομίζω μπορώ να σου πω μέσα στη δεινή αμηχανία που μου γεννούν οι σχεδόν ομοιόμορφοι πολιτικοί λόγοι, τα αποκαρδιωτικά όμοια συνθήματα για το νέο του ενός που είναι πιο νέο από αυτό του αλλουνού, για το «μπροστά» που είναι πιο μπροστά από αυτό του μέχρις ώρας αντιπάλου, που όμως προαλείφεται για αυριανός συνεταίρος και συνεκτελεστής της βούλησης των Εταίρων.
Η πρώτη μας παράδοση, η πρώτη μας συνθηκολόγηση, είναι η υποταγή στην ομοιομορφία. Η προσχώρηση στη θρησκεία της ομοιομορφίας που έχει για ναό της την έδρα της Ηνωμένης Μη Ευρώπης που υμνεί στα λόγια και αρνείται με την πράξη και την ίδια την ύπαρξή της κάθε τι το αυθεντικά ευρωπαϊκό, βασισμένο πάντοτε σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «υψηλή τέχνη της διαφοράς». Αν τα κεντρικά της Ε.Ε. είναι ένας ναός που απαιτεί τις μετάνοιες και τις δεήσεις μας, τότε είναι ο ναός όχι των Αγίων Ασωμάτων αλλά των Αγίων Απροσώπων.
Επειδή δεν είμαι πιστή των αγίων αυτών. Επειδή πάντα δυσκολευόμουν στην αφαίρεση και τη γενίκευση των οραμάτων και των συνθημάτων. Επειδή η ζωή σου και η ζωή μου, οι ζωές όλων, αντιστέκονται στην περίληψη και στην κατάταξη και στις στατιστικές μετρήσεις.Επειδή δεν ξέρω να σου πω πώς θα βγάλεις αύριο τον επιούσιο, ούτε πού θα βρεθούν τα φάρμακα για τον πατέρα, τα δίδακτρα για το παιδί σου. Eπειδή μου λείπει το σχέδιο για το πώς θα αντιπαλέψουμε τις επιβουλές των λύκων που μεταμφιέστηκαν σε φίλους. Γι’ αυτό μου λείπουν τα συνθήματα που χρειάζονται για να κάνει κάποιος τον άλλο οπαδό.
Ομως ίσως η αμηχανία μας αυτή να είναι η δύναμή μας. Ισως να μένουμε ανυπόταχτοι στη στρατολόγηση, γιατί είμαστε σφραγισμένοι από έναν τόπο όπου κάθε μικρό νησί είναι ένας κόσμος απόμακρος, από τη μια, και, από την άλλη, τόσο κοντινός που να μπορείς να τον φτάσεις κολυμπώντας με λίγες απλωτές. Ισως γι’ αυτό τολμώ να σου πω πως σήμερα μπορούμε, αν το θέλουμε αληθινά, να είμαστε πιο κοντά από χθες· και αύριο ακόμα περισσότερο. Οδηγημένες και οδηγημένοι από ένα «όχι» που λέμε στο απάνθρωπο και στο απρόσωπο για χίλιους και έναν λόγους.
Γιατί ο τόπος μας και να θέλει δεν μπορεί να γίνει το απρόσωπο, ασώματο μόρφωμα που μας έχουν προστάξει να γίνουμε, και άρα καλούμαστε να ανακαλύψουμε το πρόσωπό μας στα μάτια του άλλου. Θα βρεθούμε, λοιπόν, και αύριο εσύ κι εγώ. Στην ίδια μεριά του δρόμου. Σπρωγμένες/σπρωγμένοι από την ίδια ελπίδα που δεν πρέπει να αφήσουμε να μας τη λεηλατήσουν ξανά. Στέκω κάτω από αυτό το λεηλατημένο κι όμως ζωντανό «όχι» στην απανθρωπία. Σκισμένο λάβαρο ανεμίζει.