Με άλλα λόγια, λιτότητα και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και του κράτους πρόνοιας όχι γιατί προσδοκούμε σταθεροποίηση και ενίσχυση της ισχνής ανάπτυξης, αλλά για να αποφύγουμε την επιβολή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των κυρώσεων που φθάνει στην επιβολή προστίμου με ποσοστό επί του ΑΕΠ, όπως προβλέπει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο για τους παραβάτες του πλαφόν 3% για τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Ενα Σύμφωνο που υιοθετήθηκε ομόφωνα, με όλους πλην Βερολίνου να προσδοκούν ότι δεν θα χρειασθεί να εφαρμοσθεί ποτέ και ότι στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσε να παρερμηνευθεί όπως τα κριτήρια του Μάαστριχτ...
Οταν το 2011, αμέσως μετά την εκλογική του νίκη, ο Ραχόι εξήγγειλε πακέτο μέτρων λιτότητας, όχι μόνο δεν διεκδίκησε την ιδιοκτησία τους, αλλά τα παρουσίασε ως αναγκαίο κακό για να αποφύγει η Μαδρίτη μνημόνια σαν αυτά που είχαν ήδη τότε επιβληθεί στην Αθήνα, στο Δουβλίνο και στη Λισαβόνα. Σε παρόμοιους τόνους κινήθηκαν στην Ιταλία οι κυβερνήσεις Μόντι, Λέτα και Ρέντσι. Πλην του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Σόιμπλε και του επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ, Βάιντεμαν, καμιά κυβέρνηση, είτε της Σοσιαλδημοκρατίας-Κεντροαριστεράς είτε της Δεξιάς-Κεντροδεξιάς, δεν διεκδικεί την ιδιοκτησία των πολιτικών λιτότητας, οι οποίες, όπως είδαμε πιο πάνω, παρουσιάζονται είτε ως το αναγκαίο είτε ως το μικρότερο κακό, είτε στην καλύτερη περίπτωση το αναγκαίο και ακριβό αντίτιμο για να πεισθεί η Γερμανία να στηρίξει χωρίς επιφυλάξεις και αστερίσκους την Ευρωζώνη.
Η νίκη έχει πολλούς διεκδικητές της πατρότητάς της, η ήττα είναι πάντα ορφανή. Στη λογική αυτήν, η λιτότητα είναι με μικρές παραλλαγές για την πλειοψηφία των χωρών της Ευρωζώνης έξωθεν επιβεβλημένη και αν είναι επιλογή τότε είναι επιλογή ρεαλισμού.
kapopoulos@pegasus.gr