Το περασμένο Σάββατο, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι
επικοινώνησε με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ, μεταφέροντας
αυστηρό μήνυμα ότι η Ρωσία δεν πρέπει να επιδιώξει την περαιτέρω αύξηση
του στρατιωτικού ρόλου της στο εσωτερικό της Συρίας. Τη Δεύτερα, η
εκπρόσωπος Τύπου του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών απάντησε ότι η Ρωσία
παρέχει εδώ και καιρό στρατιωτική βοήθεια στη συριακή κυβέρνηση, με
στόχο την ενίσχυσή της στον πόλεμο εναντίον των τζιχαντιστών.Η
Μόσχα επιδιώκει να στηρίξει το καθεστώς Ασαντ, που της προσφέρει έξοδο
στη Μεσόγειο μέσω της ρωσικής ναυτικής βάσης στην Ταρτούς, το δεύτερο
σημαντικότερο συριακό λιμάνι μετά τη Λαττάκεια. Η στήριξη αυτή δεν
στοχεύει μόνο στο να διατηρήσει τον Ασαντ στην εξουσία, αλλά και να
επιτρέψει στη Μόσχα να συντηρήσει την επιρροή της στην περιοχή. Σύμφωνα
με ρεπορτάζ των «New York Times», η Ρωσία μεταφέρει στρατιωτικούς
συμβούλους στη Λαττάκεια, γεγονός που δείχνει ότι η Μόσχα όχι μόνο δεν
είναι έτοιμη να εγκαταλείψει τη Συρία, αλλά, αντιθέτως, ενισχύει την
παρουσία της εκεί ακόμα και με άνδρες των ρωσικών ειδικών δυνάμεων
Spetsnaz.
Οπως όλα δείχνουν, οδηγούμαστε σε μια διχοτόμηση της Συρίας, ένα γεγονός που δύναται να συμπαρασύρει και το Ιράκ και θα δημιουργήσει μια de facto ρωσική ζώνη επιρροής στην περιοχή της Μεσογείου, αυξάνοντας κατακόρυφα τον στρατηγικό ανταγωνισμό μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας. Αν οι ΗΠΑ έχουν διαπράξει ένα σημαντικό στρατηγικό σφάλμα στη Μέση Ανατολή, αυτό είναι ότι υποβάθμισαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις δομικές μεταβολές που συντελούνται στον πυρήνα του αραβικού κόσμου (π.χ. μετάβαση από τον παναραβισμό στον πανισλαμισμό), θεωρώντας κυρίαρχο στρατηγικό ζήτημα την άνοδο της Κίνας (Pivot to the Asia-Pacific/Rebalancing). Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στη Ρωσία να αυξήσει την παρουσία της στη Μέση Ανατολή.
Η ρωσική εμπλοκή, όμως, στη Συρία, που γίνεται ολοένα μεγαλύτερη, αυξάνει το φορτίο του πολιτικού και οικονομικού βάρους για τη Μόσχα. Ιδιαιτέρα το δεύτερο σκέλος είναι κρίσιμο για την ασθενή ρωσική οικονομία, που δέχθηκε άλλο ένα ισχυρό πλήγμα προσφάτως, εξαιτίας της κινεζικής κρίσης. Οπως και να έχουν οι οικονομικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, ο συριακός εμφύλιος θα συνεχίσει να αποσταθεροποιεί τη Μέση Ανατολή αλλά και το ευρωπαϊκό υποσύστημα, εξυπηρετώντας τα σχέδια της Μόσχας για αύξηση της φθοράς στον δυτικό κόσμο.
Απέναντι σε αυτό το κομβικό στρατηγικό ζήτημα, η στάση της Ελλάδας οφείλει να είναι ξεκάθαρη και δημιουργικά αποφασιστική στο πλευρό των ΗΠΑ, ως κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και ως φορέως μιας υψηλής στρατηγικής που, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως σήμερα, περιγράφει ορθώς τη θέση μας ως ενεργό μέλος του δυτικού κόσμου. Οταν η διεθνοπολιτική ένταση αυξάνει τα «ήξεις αφήξεις», αυτά λειτουργούν αποτρεπτικά ως προς τη χάραξη μιας ορθολογικής στρατηγικής που να είναι σε θέση να στηρίξει επιτυχώς τα εθνικά συμφέροντα.
Σπύρος Λίτσας
Οπως όλα δείχνουν, οδηγούμαστε σε μια διχοτόμηση της Συρίας, ένα γεγονός που δύναται να συμπαρασύρει και το Ιράκ και θα δημιουργήσει μια de facto ρωσική ζώνη επιρροής στην περιοχή της Μεσογείου, αυξάνοντας κατακόρυφα τον στρατηγικό ανταγωνισμό μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας. Αν οι ΗΠΑ έχουν διαπράξει ένα σημαντικό στρατηγικό σφάλμα στη Μέση Ανατολή, αυτό είναι ότι υποβάθμισαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις δομικές μεταβολές που συντελούνται στον πυρήνα του αραβικού κόσμου (π.χ. μετάβαση από τον παναραβισμό στον πανισλαμισμό), θεωρώντας κυρίαρχο στρατηγικό ζήτημα την άνοδο της Κίνας (Pivot to the Asia-Pacific/Rebalancing). Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στη Ρωσία να αυξήσει την παρουσία της στη Μέση Ανατολή.
Η ρωσική εμπλοκή, όμως, στη Συρία, που γίνεται ολοένα μεγαλύτερη, αυξάνει το φορτίο του πολιτικού και οικονομικού βάρους για τη Μόσχα. Ιδιαιτέρα το δεύτερο σκέλος είναι κρίσιμο για την ασθενή ρωσική οικονομία, που δέχθηκε άλλο ένα ισχυρό πλήγμα προσφάτως, εξαιτίας της κινεζικής κρίσης. Οπως και να έχουν οι οικονομικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, ο συριακός εμφύλιος θα συνεχίσει να αποσταθεροποιεί τη Μέση Ανατολή αλλά και το ευρωπαϊκό υποσύστημα, εξυπηρετώντας τα σχέδια της Μόσχας για αύξηση της φθοράς στον δυτικό κόσμο.
Απέναντι σε αυτό το κομβικό στρατηγικό ζήτημα, η στάση της Ελλάδας οφείλει να είναι ξεκάθαρη και δημιουργικά αποφασιστική στο πλευρό των ΗΠΑ, ως κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και ως φορέως μιας υψηλής στρατηγικής που, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως σήμερα, περιγράφει ορθώς τη θέση μας ως ενεργό μέλος του δυτικού κόσμου. Οταν η διεθνοπολιτική ένταση αυξάνει τα «ήξεις αφήξεις», αυτά λειτουργούν αποτρεπτικά ως προς τη χάραξη μιας ορθολογικής στρατηγικής που να είναι σε θέση να στηρίξει επιτυχώς τα εθνικά συμφέροντα.
Σπύρος Λίτσας