H εκλογική επιτροπή στην Τουρκία πρότεινε την προηγούμενη εβδομάδα τη διεξαγωγή πρόωρων βουλευτικών εκλογών την 1η Νοεμβρίου, προκειμένου να αρθεί το πολιτικό αδιέξοδο, μετά και την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Λίγο νωρίτερα, ο πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου είχε τερματίσει και επισήμως τις προσπάθειες εξεύρεσης εταίρου για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού και είχε επιστρέψει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον πρόεδρο Ερντογάν.

 Στις εκλογές του Ιουνίου, το ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) απέτυχε για πρώτη φορά από το 2002 να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Κατέλαβε μεν την πρώτη θέση, αλλά είδε το ποσοστό του να υποχωρεί στο 41%. Βασική αιτία για την απώλεια της αυτοδυναμίας στάθηκε η απρόσμενη επιτυχία του αριστερού, φιλοκουρδικού HDP που ξεπέρασε το εκλογικό όριο του 10% και μπήκε για πρώτη φορά στη Βουλή, στερώντας πολύτιμες έδρες από το κυβερνών κόμμα.

Ακολούθησε ο κύκλος των διερευνητικών εντολών που πολύ σύντομα αποδείχτηκε ότι θα είχε τυπικό περιεχόμενο, καθώς κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν έδειχνε διατεθειμένο να συνεργαστεί με το ΑΚΡ. Έτσι, στα τέλη Ιουλίου, η Άγκυρα κήρυξε έναν "συγχρονισμένο", όπως τον αποκάλεσε, πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, αρχίζοντας αεροπορικές επιχειρήσεις τόσο εναντίον των Κούρδων ανταρτών όσο και κατά του Ισλαμικού Κράτους, ενώ παράλληλα επέτρεψε στις ΗΠΑ να χρησιμοποιούν τις στρατιωτικές βάσεις της χώρας. Το ΡΚΚ απάντησε με μια σειρά ενόπλων και βομβιστικών επιθέσεων που προκάλεσαν δεκάδες θύματα στις τάξεις των δυνάμεων ασφαλείας.

Η στρατηγική τής έντασης φάνηκε αρχικά να αποφέρει καρπούς, καθώς οι πρώτες δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι το ΑΚP ανακτούσε το χαμένο έδαφος ξεπερνώντας κατά πολύ τα ποσοστά του Ιουνίου. Το στοίχημα βέβαια για το κυβερνών κόμμα δεν ήταν μόνο να ανεβάσει τα δικά του ποσοστά, αλλά να εξανεμίσει και εκείνα του HDP προκειμένου να "κλειδώσει" την αυτοδυναμία. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πύκνωσε τις επιθέσεις εναντίον του κόμματος, επιχειρώντας να το ταυτίσει στη συνείδηση των ψηφοφόρων με το ΡΚΚ.

Ωστόσο, την προηγούμενη εβδομάδα δύο νέες δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι οι Κούρδοι ψηφοφόροι δεν πείθονται. Η πρώτη έδινε στο HDP ποσοστό 12,8% και η δεύτερη 14,1%, αμφότερα πάνω από το εκλογικό όριο. "Η κλιμάκωση της βίας μπορεί να ψαλιδίζει την υποστήριξη για το HDP στα δυτικά της χώρας, αλλά το κόμμα θα επωφεληθεί στις ανατολικές περιφέρειες από τη διαδεδομένη αντίληψη ότι ο Ερντογάν αναμοχλεύει τη βία για εκλογικά οφέλη" σημειώνει ο πολιτικός αναλυτής Νατσί Σαπάν.

Απομένουν ακόμη δύο μήνες για να φανεί προς ποια πλευρά θα γείρει τελικά η πλάστιγγα. Ο Ερντογάν αναμένεται να πολλαπλασιάσει τις πολιτικές επιθέσεις και διώξεις σε βάρος του HDP το οποίο από την πλευρά του θα πρέπει όχι μόνο να αντέξει στις πιέσεις αυτές αλλά και τα κλιμακούμενα αντίποινα του ΡΚΚ. Αν ο πόλεμος στις νοτιοανατολικές επαρχίες μεταφερθεί στα αστικά κέντρα με μεγάλους κουρδικούς πληθυσμούς, αυτό μάλλον θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην απήχηση του κόμματος. Όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά. Το μόνο βέβαιο είναι πως αν τελικά το HDP μπει και πάλι στη Βουλή, ο Ερντογάν δεν θα έχει πια τα περιθώρια να αποφύγει τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας.