24 Αυγούστου 2015

Λαθών, ων ουκ έστιν αριθμός…

Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη-Ο ΔΙΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ ΗΤΑΝ Η ΒΑΣΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 1960
Η πολιτική του 1975, 1977, 1979 συνεχίστηκε μέχρι σήμερα εν έτει 2015, όπου παρατηρούμε πώς διά της διολισθήσεως προσχώρησε όλα αυτά τα χρόνια η ελλαδική και κυπριακή πλευρά στους τουρκικούς όρους επίλυσης του ΚυπριακούΟ εγκλωβισμός της κυπριακής πλευράς στη στρατηγική της Άγκυρας δεν επιτρέπει εύκολες κινήσεις ανατροπής των κατοχικών δεδομένων και ταυτόχρονα η Τουρκία, ενισχυμένη από τη θέση της στην Κύπρο, προβάλλει από το 1974 και εντεύθεν έναντι του ελληνικού κράτους, μεγαλύτερες αξιώσεις στο Αιγαίο και αλλού Στις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου Μακαρίου - Ντενκτάς του 1977 υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Κουρτ Βάλντχαϊμ, και του 1979 μεταξύ Κυπριανού - Ντενκτάς, επίσης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, δεν γίνεται αναφορά σε ομοσπονδία, πολύ περισσότερο σε Διζωνική Ομοσπονδία expressis verbis…



Η στρατηγική που ακολουθήθηκε από την Αθήνα και τη Λευκωσία μετά το 1974 ήταν ως συγκροτημένη πολιτική με στόχους και τακτικές κινήσεις μακράς διάρκειας, δηλαδή ως υψηλή στρατηγική, ανύπαρκτη.

Απλώς, ακολουθούντο αποσπασματικές πολιτικές, οι οποίες αφορούσαν κυρίως στην προβολή του Κυπριακού διεθνώς, στις πρωτοβουλίες στο πλαίσιο του ΟΗΕ και στην επιλογή των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού επί τη βάσει αναγκαστικά των συνθηκών που δημιούργησε η εισβολή επί του εδάφους. Αυτό ενίσχυε την τουρκική πολιτική και τη μετέτρεπε σε καθοδηγητή της πορείας επίλυσης του Κυπριακού σύμφωνα με τις επιταγές που προέβλεπε η στρατηγική της Άγκυρας, δηλαδή αναγνώριση των συνθηκών, που δημιουργήθηκαν επί του εδάφους και συζήτηση για τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού πολιτικού συστήματος.

Η πολιτική του 1975, 1977, 1979 συνεχίστηκε μέχρι σήμερα εν έτει 2015, όπου παρατηρούμε πώς διά της διολισθήσεως προσχώρησε όλα αυτά τα χρόνια η ελλαδική και κυπριακή πλευρά στους τουρκικούς όρους επίλυσης του Κυπριακού, ενώ ο εγκλωβισμός της κυπριακής πλευράς στη στρατηγική της Άγκυρας δεν επιτρέπει εύκολες κινήσεις ανατροπής των κατοχικών δεδομένων και ταυτόχρονα η Τουρκία, ενισχυμένη από τη θέση της στην Κύπρο, προβάλλει από το 1974 και εντεύθεν έναντι του ελληνικού κράτους, μεγαλύτερες αξιώσεις στο Αιγαίο και αλλού.

Στις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου Μακαρίου - Ντενκτάς του 1977 υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Κουρτ Βάλντχαϊμ, και του 1979 μεταξύ Κυπριανού - Ντενκτάς, επίσης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, δεν γίνεται αναφορά σε ομοσπονδία, πολύ περισσότερο σε Διζωνική Ομοσπονδία expressis verbis.

Στις Συμφωνίες Μακαρίου - Ντενκτάς γίνεται μια αμυδρή αναφορά σε κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση και η έμφαση δίνεται πολύ περισσότερο σε ένα πλαίσιο τοπικής αυτοδιοίκησης για την κάθε κοινότητα, ενώ στις Συμφωνίες Κυπριανού - Ντενκτάς τονίζεται όλως ιδιαιτέρως το ζήτημα των ελευθεριών και των δικαιωμάτων των πολιτών και της διασφάλισης της ακώλυτης εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας στο σύνολό τους, ενώ υπογραμμίζεται και η υποχρέωση της τουρκικής πλευράς να επιστρέψει ανεξαρτήτως της πορείας των διαπραγματεύσεων την Αμμόχωστο στους κατοίκους της υπό τη διοίκηση του ΟΗΕ σε πρώτο στάδιο.

Ποιος ανακάλυψε στη συνέχεια την έννοια της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας μετατρέποντάς την σε βασική πρόταση των Ελλήνων για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος; Εκείνο που διαφαίνεται μέσα από την πρακτική αναζήτηση λύσεως του Κυπριακού, όπως την καλλιεργούσε η Λευκωσία, που εκινείτο στην ομίχλη μιας πορείας χωρίς πυξίδα και χωρίς σχέδιο, είναι ότι η έννοια της διζωνικής προέκυψε διά της διολισθήσεως.

Από την αντίληψη του Μακαρίου περί πολυπεριφερειακών δομών τοπικής αυτοδιοίκησης και την αποδοχή από τον Κυπριανού μιας γενικής αρχής ομοσπονδιακής δομής κράτους σε δικοινοτικό πλαίσιο, που να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες, που σημαίνει να είναι κράτος δικαίου, φτάσαμε στην αποδοχή της διζωνικότητας από τον Πρόεδρο Βασιλείου το 1990, ο οποίος, μάλιστα, το απεδέχθη και το υιοθέτησε ως στοιχείο του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας (649).

Εκείνο που αποτελεί πραγματικό γεγονός είναι ότι τόσο ο Πρόεδρος Μακάριος, όσο και ο διάδοχός του Σπύρος Κυπριανού, στις συμφωνίες που συνομολόγησαν με τον Ντενκτάς, η έννοια της διζωνικότητας δεν υπήρχε πουθενά, ούτε καν ως υπονοούμενο. Εκείνο που αναφερόταν χωρίς να υπογραμμίζεται ήταν ο δικοινοτικός χαρακτήρας του κράτους, το οποίο θα είχε ομοσπονδιακή δομή, πράγμα που δεν σημαίνει απαραιτήτως και διζωνική διάρθρωση της ομοσπονδιακής δομής, αλλά όπως είπαμε ανωτέρω, θα περιελάμβανε σύμφωνα με την αντίληψη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, μια πολυπεριφερειακή δομή ενός δικοινοτικού ομοσπονδιακού συστήματος.

Ο δικοινοτισμός ήταν η βασική διάρθρωση της δομής του Συντάγματος του 1960. Η αποδοχή της διζωνικότητας έγινε προδήλως είτε από άγνοια των διαδόχων προεδρικών σχημάτων, ιδιαιτέρως μάλιστα αυτό του Γιώργου Βασιλείου, είτε γιατί αποδέχθηκαν οι ηγεσίες της Κύπρου υποδείξεις του διεθνούς παράγοντα, πράγμα ολέθριο γιατί η αποδοχή της διζωνικής είναι ποιοτική διαφοροποίηση υπέρ των τουρκικών σχεδίων που αποσκοπούσαν και αποσκοπούν στον στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου.

Η αποδοχή των δύο ζωνών, Βορρά - Νότου, δημιουργεί τεκμήριο επικυριαρχίας της Τουρκίας επί της Κυπριακής Δημοκρατίας, εφόσον ο έλεγχος μιας συμπαγούς γεωγραφικής ζώνης στον Βορρά, η οποία βρίσκεται σε μεγάλη εγγύτητα προς την τουρκική ενδοχώρα, διευκολύνει τα μέγιστα τον έλεγχο και ολόκληρου του πολιτικού συστήματος.

Δεδομένων των αδυναμιών ενός ομοσπονδιακού συστήματος να λειτουργήσει εάν τα δύο μέρη δεν έχουν σε καθημερινή βάση τη θέληση και την αποφασιστικότητα να διατηρούν εν ζωή την ομοσπονδία, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο και φθοροποιό, κυρίως λόγω του εξωτερικού πολιτικού κέντρου, που θα ελέγχει και θα επηρεάζει την τουρκοκυπριακή συνιστώσα, οι κίνδυνοι διάλυσης της ομοσπονδίας και του κράτους που θα εκκολαφτεί στο πλαίσιο μιας οιονεί επερχόμενης τοιούτης λύσης είναι απολύτως ορατοί.

Το γεγονός μάλιστα ότι οι δύο ζώνες όφειλαν εκ των πραγμάτων να έχουν πλειοψηφίες εθνικές, προκειμένου να οικοδομούν το πολιτικό σύστημα του ομοσπονδιακού κρατιδίου και με δεδομένο ότι ελάχιστοι Έλληνες θα επέλεγαν να επέστρεφαν υπό τουρκική διοίκηση, θα είχαμε ένα, όπως έχουμε σήμερα, καθαρά Τουρκικό Βορρά και ένα πιθανότατα μεικτό Ελληνικό Νότο, στον οποίο θα ερχόντουσαν να εγκατασταθούν και Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι θα επιθυμούσαν να πάρουν πίσω τις περιουσίες τους.

Η στρατηγική της ελληνικής πλευράς, Αθήνας και Λευκωσίας, θα έπρεπε εξαρχής να ήταν η καθαρή και άνευ υποχωρήσεων επιμονή στη διαπραγμάτευση, μετά από συμφωνία αποχώρησης των στρατευμάτων κατοχής, έστω σε ένα χρονοδιάγραμμα σταδιακής αποχώρησης. Αυτό θα έπρεπε να είχε συμβεί στην πρώτη πενταετία μετά την εισβολή και αφού είχε επιτύχει η ελλαδική και Κυπριακή πλευρά έναν διεθνή ασφυκτικό κλοιό πιέσεων προς την Άγκυρα, που να την υποχρέωνε σε αναγνώριση του γεγονότος ότι το κόστος της από την τουρκική στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο είναι μεγαλύτερο από το όφελός της. Τότε θα μπορούσε η Αθήνα και η Λευκωσία να αποδεχθούν έναρξη διαπραγματεύσεων για τη διάρθρωση του κυπριακού πολιτικού συστήματος μέσα από μια λειτουργική αναθεώρηση του κράτους της Ζυρίχης.

Επομένως, υπό αυτό το καθεστώς της κατοχής και της τουρκικής αδιαλλαξίας να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε κίνηση καλής θέλησης η Άγκυρα, τουλάχιστον στην περίπτωση της Αμμοχώστου, το να έρθει η ελληνική πλευρά να αποδεχθεί συνομιλίες άνευ όρων έδειχνε αδυναμία και έλλειψη στρατηγικής, την οποία συνεχώς εκμεταλλευόταν η Τουρκία κλιμακώνοντας τις απαιτήσεις ή την αδιαλλαξία της. Αυτά συνέβαιναν ενώ η Τουρκία βρισκόταν από το 1975 - 1980 σε κατάσταση εσωτερικής διάλυσης του κράτους και πλήρη αδυναμία της οικονομίας της σε όλα τα επίπεδα, αλλά και σε διεθνή απομόνωση λόγω του πραξικοπήματος των Στρατηγών του 1980.

Η φιλοσοφία της ομοσπονδίας νομιμοποιεί την εισβολή

Η φιλοσοφία της διζωνικής δικοινοτικής δομής, η οποία από το 1992 αποτελεί και επίσημη πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν το επιστέγασμα των συναντήσεων των ηγετών των δύο κοινοτήτων Βασιλείου και Ντενκτάς με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι, που επισφραγίστηκε με το σχετικό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας (750). Στην έκθεση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, ημερομηνίας 3 Απριλίου 1992, αναφέρονται τα ακόλουθα, που χαρακτηρίζουν τη φιλοσοφία του υπό ίδρυση νέου κράτους ή υπό μετεξέλιξη κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας πως η διζωνικότητα της ομοσπονδίας αντανακλάται στο γεγονός ότι κάθε ένα από τα ομόσπονδα κράτη θα διοικείται από μια κοινότητα και θα υπάρχει εγγύηση για μια σαφή πλειοψηφία του πληθυσμού και ιδιοκτησία γης στην περιοχή της. Αντανακλάται επίσης στο γεγονός ότι δεν επιτρέπεται στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να οικειοποιηθεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες του άλλου.

Στην παράγραφο αυτή ουσιαστικά η φιλοσοφία της ομοσπονδίας νομιμοποιεί την εισβολή και την κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία και δεν δίνει καμία σχεδόν δυνατότητα λειτουργίας του κυπριακού ομοσπονδιακού συστήματος ως κυρίαρχης κρατικής δομής σε όλη την κυπριακή επικράτεια. Από τότε η φιλοσοφία της διζωνικής ομοσπονδίας καθιέρωσε μια ιδιαίτερη αντίληψη κρατικής δομής, αφού ουσιαστικά αποδυνάμωνε πλήρως την κεντρική ομοσπονδιακή δομή, διευκόλυνε τον έλεγχο του βόρειου τμήματος της Κύπρου από την Άγκυρα, υιοθετώντας την αντίληψη μιας οιονεί φινλανδοποίησης ολόκληρου του πολιτικού συστήματος της Κύπρου, δηλαδή μετατροπής της Κύπρου σταδιακά σε προτεκτοράτο της Άγκυρας.

Ακόμα και να είχε τις καλύτερες σχέσεις με το τουρκοκυπριακό βόρειο τμήμα της Κύπρου η ελληνοκυπριακή πλευρά, ο τουρκοκυπριακός βορράς θα ευρίσκετο αφεύκτως υπό τον έλεγχο της Άγκυρας, η δε κεντρική ομοσπονδιακή δομή θα λειτουργούσε εφόσον η Άγκυρα έδινε τη συγκατάθεσή της, δηλαδή θα συναινούσε προς τις αποφάσεις που επεδίωκε να λάβει η κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Επρόκειτο για μια ολέθρια εξέλιξη, που προοιωνιζόταν πως η πορεία του Κυπριακού θα ακολουθούσε τη διαδρομή της λύσης υπό τουρκικό έλεγχο ή υπό τουρκική συγκατάθεση στο πλαίσιο των δικών της στρατηγικών προσανατολισμών.

Και ενώ η Κύπρος κατάφερε με διακρατικές προσφυγές, όπως ήταν η τέταρτη διακρατική προσφυγή, αλλά και η υπόθεση Λοϊζίδου, που απετέλεσαν ένα διεθνές νομικό προηγούμενο για το δικαίωμα όλων των Ελληνοκυπρίων που είχαν περιουσίες και κατοικίες στον βορρά, αφού ρητά και ξεκάθαρα αποφασίστηκε πως οι νόμιμοι ιδιοκτήτες περιουσιών στην βόρεια κατεχόμενη Κύπρο είχαν το δικαίωμα της ακώλυτης επιστροφής και του να απολαμβάνουν την περιουσία τους και ενώ η Τουρκία απεριφράστως και προκλητικά εμπόδιζε την εφαρμογή αυτής της απόφασης και την υλοποίηση του δικαιώματος επιστροφής εν ασφαλεία στις κατοικίες και τις περιουσίες των Ελληνοκυπρίων, η κυπριακή πλευρά και η Αθήνα δεν αντέδρασαν διεθνώς να καταγγείλουν την Τουρκία γι' αυτήν της τη διεθνή παρανομία, η οποία δεν ήταν η μοναδική, και να την υποχρεώσουν με σταθερή και επίμονη διεθνή κινητοποίηση να εφαρμόσει τις αποφάσεις.

Η ελληνική πλευρά, Λευκωσία και Αθήνα, λειτουργούσαν με ένα σύνδρομο ηττοπάθειας απέναντι σε μια Τουρκία, η οποία σε όλη την δεκαετία του 1980 και 1990, είχε πολύ σοβαρά εσωτερικά προβλήματα ευρισκόμενη σε διεθνή απαξίωση, όχι μόνο εξαιτίας της δικτατορίας, αλλά και εξαιτίας του Κουρδικού ζητήματος που βρισκόταν σε έξαρση και φυσικά η κοινωνικοικονομική κρίση της χώρας την οδήγησε αρχές του 2000 για πολλοστή φορά στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ευρισκόμενη σε συνθήκες απόλυτης ανέχειας και εσωτερικής αποδυνάμωσης.

Μια συνεχή διολίσθηση…

Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η κυπριακή ηγεσία κατά πρώτο λόγο και η Αθήνα κατά δεύτερο δεν είχαν σε καμιά σχεδόν φάση της τεσσαρακονταετούς αυτής περιόδου του αγώνα για απαλλαγή της Κύπρου από την τουρκική κατοχή, συγκροτημένο στρατηγικό σχέδιο, με στόχο την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας στην Κύπρο. Αντιθέτως, η κυπριακή ηγεσία παρέλαβε μια κίνηση στρατηγικής τακτικής του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του 1977, που προφανώς επεδίωκε να κερδίσει χρόνο και να εμπεδώσει την ιδέα ενός λειτουργικού κράτους, που να υπονομεύει την τουρκική ιδέα περί ελέγχου μιας συμπαγούς εδαφικής ζώνης στο Βορρά και μετέτρεψε την τουρκική ιδέα της διζωνικότητας σε σημαία της ελληνικής πλευράς για τη λύση του Κυπριακού!
Έτσι λοιπόν η ηγεσία του Προέδρου Βασιλείου μέχρι και σήμερα ερμήνευσε κατά τρόπον απολύτως αρνητικό για τα συμφέροντα της ελληνικής πλευράς στην Κύπρο τη βούληση του Προέδρου Μακαρίου για μια κατ' αρχήν αποδοχή της ομοσπονδιακής δομής σε δικοινοτικό πλαίσιο και την εν συνεχεία αποδοχή αυτής της συμφωνίας από τον Σπύρο Κυπριανού και αντί να τη διορθώσουν βελτιώνοντάς την ως προς τη λειτουργικότητα και την ανάγκη εφαρμογής τής δημοκρατικής αρχής στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου, υιοθέτησαν ουσιαστικά υποχωρώντας σε μια συνεχή διολίσθηση και παραχωρώντας σταθερά πεδίο στους τουρκικούς σχεδιασμούς, τη διζωνικότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Κύπρος υιοθέτησε όπως ήδη αναφέραμε εν τέλει το 1990, στη διάρκεια των συνομιλιών που έλαβαν χώρα μεταξύ 26.2.1990 - 2.3.1990, τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία ως παρωδία επιβεβαίωσης των Συμφωνιών Υψηλού Επιπέδου 1977 και 1979!

Οι Τούρκοι, όχι μόνο δεν τήρησαν βασικές πρόνοιες των Συμφωνιών Υψηλού Επιπέδου, ειδικότερα όμως εκείνες του 1979, όπου καλούνται να σεβαστούν τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και να παραδώσουν τα Βαρώσια στους νόμιμους κατοίκους τους υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, αλλά ανακήρυξαν το 1983 το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος που απεκλήθη «Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου», οδηγώντας έτσι την ελληνοκυπριακή πλευρά, που περπατούσε άνευ σχεδίου και στρατηγικής, στην αποδοχή εν τέλει το 1990 των δύο ζωνών και των δύο λαών (βλ. Κοινοτήτων). Ακόμα χειρότερο είναι το γεγονός ότι Αθήνα και Λευκωσία μπορούσαν, ήταν σε θέση να προβλέψουν την ανακήρυξη του ψευδοκράτους στις 15 Νοεμβρίου 1983, εντούτοις δεν έκαναν τίποτα για να το αποτρέψουν και δεν έκαναν και στη συνέχεια τίποτα για να μετατρέψουν αυτό το γεγονός σε κόστος για την Άγκυρα και τον Ντενκτάς. Σωρεία λαθών, ων ουκ έστιν αριθμός!

Εξαπατούν τον τόπο…

Η πιο πάνω ιστορική αναδρομή έχει ένα διπλό στόχο. Πρώτον, να καταδείξει ότι τα πράγματα δεν ξεκίνησαν από τη Συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς, όπως διάφοροι, που εξαπατούν τον τόπο, διατείνονται, αλλά ήταν μια αιφνιδιαστική κίνηση της Προεδρίας Βασιλείου, η οποία επεκαλείτο και τότε δήθεν τις σχετικές αναφορές στις Συμφωνίες Μακαρίου - Ντενκτάς.

Όμως, και αυτός είναι ο δεύτερος στόχος της παρούσης αναφοράς, εν γνώσει του γεγονότος ότι οι αποκαλούμενες ιστορικές διεθνείς μας δεσμεύσεις του παρελθόντος ουδέποτε συνέβησαν, όπως αναφέρονται, αλλά υπήρξαν προϊόν εξαπάτησης του λαού και της χώρας, και επίσης γνωρίζοντας τους κινδύνους που εμφιλοχωρούν κατά τρόπο άμεσο από την επαπειλούμενη διάλυση του κράτους μας, της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη μετατροπή της σε ένα διζωνικό κρατικό νεόπλασμα, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως τα λάθη του παρελθόντος υπήρξαν μοιραία και συνεχίζονται και τούτες τις ημέρες και ώρες, χωρίς η ηγεσία του τόπου να αντιλαμβάνεται το κόστος από τις πράξεις, στάσεις και αποφάσεις τού σήμερα για τη χώρα και τον κυπριακό Ελληνισμό τού αύριο. Η Ιστορία πρέπει να διδάσκει και να καθοδηγεί στο να διορθώνονται τα λάθη, γιατί η επανάληψή τους αποβαίνει συνήθως ολέθρια.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
- See more at: http://www.sigmalive.com/simerini/politics/259963/lathon-on-ouk-estin-arithmos#sthash.6kw7uy2O.dpuf