του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ.
Υποτίθεται ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα άλλαζε τα πολιτικά και κοινωνικά ήθη διότι –για αδιευκρίνιστους λόγους– η Αριστερά έχει το ηθικό πλεονέκτημα. Η, μάλλον, η ελπίδα της αλλαγής συντηρείται από την αντίληψη ότι για να μπορέσει να εφαρμοστεί η αριστερή πολιτική στη μαρξιστική εκδοχή της, τον κομμουνισμό, προϋποτίθεται η αλλαγή του σημερινού ανθρώπου. Προφανώς προς το καλύτερο.
Δυστυχώς, καθημερινά διαπιστώνουμε πως «όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν».
Η περίπτωση της Αμφίπολης και της επίθεσης που υπέστη από το δημοσιογραφικό όργανο του κόμματος η αρχαιολόγος, υπεύθυνη των ανασκαφών, είναι χαρακτηριστική αυτού του πολιτικού ήθους. Καθώς τα κόμματα παίρνουν θέσεις στη μάχη των εκλογών, οι ανθρώπινες υπάρξεις δεν έχουν καμιά αξία μπροστά στην πολιτική σκοπιμότητα της εκλογικής επικράτησης. Και προκειμένου να γίνει επίθεση στη Δεξιά, επειδή τα μνημόνια δεν προσφέρονται πλέον ως στόχος διότι και ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε μνημονιακός, πρέπει να αναζητηθούν άλλοι τρόποι.
Η Αμφίπολη, που προσήλκυσε το έντονο ενδιαφέρον των πολιτών, θα μπορούσε να ήταν μια αφορμή. Και η επίθεση έγινε κατά του πλέον αδύναμου κρίκου, της αρχαιολόγου στην οποία η (αλήστου μνήμης) πρώην γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού επέβαλε την παρακαθήμενή της για την (με απαράδεκτο τρόπο) επικοινωνιακή διαχείριση της υπόθεσης. Το αποτέλεσμα είναι να πληγεί μια επίμονη και αγωνιώδης προσπάθεια της αρχαιολόγου και της ομάδας της να αναδείξει έναν πολιτιστικό θησαυρό στον βορειοελλαδικό χώρο. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως στον ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν στην ανάδειξη αυτή. Το Μακεδονικό Βασίλειο δεν τους είναι ιδιαίτερα συμπαθές, τουλάχιστον σε αρκετές εκ των συνιστωσών του.
Η περίπτωση όμως αυτή είναι η ελάσσουσα στα όσα παρακολουθούμε στην πολιτική σκηνή από αναδείξεως του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Η πλέον κραυγαλέα είναι η μνημονιακή στροφή του. Ο αντιμνημονιακός λόγος ήταν η μόνιμη αναφορά για τη συσπείρωση και αριθμητική μεγέθυνση του κόμματος. Η μεταστροφή δείχνει είτε καιροσκοπισμό είτε αδυναμία κατανόησης των γεγονότων, είτε συνειδητοποίηση πως δεν υπήρχε οδός διαφυγής. Όπως και να έχουν τα πράγματα, το τρίτο μνημόνιο είναι μπροστά μας και ο λαός θα υποστεί τις συνέπειές του.
Οι μηχανισμοί τέθηκαν σε κίνηση για να γίνει αποδεκτό. Οι ίδιοι μηχανισμοί που στα προηγούμενα δύο είχαν τεθεί σε κίνηση για να καταγγελθούν τα –λιγότερο οδυνηρά– μνημόνια. Από τα οποία η χώρα θα εξήρχετο αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επέμενε στη διεξαγωγή των εκλογών στις αρχές του χρόνου. Κάτι είχε αρχίσει να μεταβάλλεται στο οικονομικό κλίμα, αλλά η ανεξήγητη επιμονή τής τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης για εκλογές οδήγησε σε επιδείνωση όλων των μεγεθών. Οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας.
Το θετικό είναι ότι θα ξεκαθαρίσει εν μέρει το πολιτικό τοπίο με τη διάσπαση του κυβερνώντος κόμματος. Επανειλημμένως εξηγήσαμε από τη στήλη αυτή το ανεξήγητο της συγκατοίκησης τάσεων με διαφορετικό ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό. Η μόνη συνεκτική ουσία ήταν ο σφοδρός αντιμνημονιακός λόγος ο οποίος τώρα εξέλιπε. Η διάσπαση ήταν το λογικό επακόλουθο.
Θέμα πολιτικής ηθικής τίθεται επίσης με την επίθεση και τους ανοίκειους χαρακτηρισμούς που εξαπέλυαν κατά Ελλήνων πολιτών οι, πρώην αντιμνημονιακοί και νυν μνημονιακοί οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ, προβάλλοντας ένα υπερήφανο Εγώ –που προέκυπτε από την αντιμνημονιακή ρητορεία– και καταγγέλλοντας τους «άλλους» για δωσιλογισμό.
Τώρα με τη μνημονιακή μεταστροφή του κόμματος τι συνέβη; Εξέλιπε η περηφάνεια ή πολλαπλασιάστηκαν οι δωσίλογοι;
Μείζον πολιτικό πρόβλημα αναδεικνύει, όμως, και η εξισωτική πολιτική του υπουργού Παιδείας η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ύποπτη, αν όχι παράλογη. Διότι δεν υπάρχει ούτε ένας επιστήμονας, ανεξαρτήτως ειδικότητας, που να μην αναγνωρίζει την καταλυτική συμβολή της παιδείας και της τεχνολογίας στη μείωση των οικονομικών ανισοτήτων μιας κοινωνίας και στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Δράττομαι της ευκαιρίας να σας συστήσω ανεπιφύλακτα, τη μελέτη του βιβλίου του Τομά Πικετί Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα. Ο Πικετί σε νεαρή σχετικά ηλικία έγινε παγκοσμίως διάσημος και χαρακτηρίζεται ως ο νέος Μαρξ. Υποστήριξε άλλωστε σε κρίσιμες στιγμές και την προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης τη δύσκολη περίοδο της σύγκρουσής της με τον σκληρό «σοϊμπλικό» πυρήνα της ΕΕ.
«Η κύρια δύναμη της σύγκλισης» (σ.σ.: στην κατανομή του πλούτου) γράφει ο Πικετί στην εισαγωγή του βιβλίου του, «είναι η διαδικασία διάχυσης της γνώσης και επένδυσης στην εκπαίδευση και την κατάρτιση. Η διαδικασία διάχυσης των γνώσεων και των δεξιοτήτων είναι ο κεντρικός μηχανισμός που επιτρέπει ταυτόχρονα τη γενική αύξηση της παραγωγικότητας και τον περιορισμό των ανισοτήτων στο εσωτερικό των χωρών, καθώς και σε διεθνές επίπεδο, όπως δείχνει η σύγκλιση προς τις πλούσιες χώρες μεγάλου μέρους των φτωχών και αναδυομένων χωρών, με πρώτη την Κίνα.
»Υιοθετώντας τους τρόπους παραγωγής των πλούσιων χωρών και φτάνοντας στα επίπεδα εκπαίδευσής τους, οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες μπορούν να καλύψουν την υστέρησή τους στην παραγωγικότητα και να κάνουν τα εισοδήματά τους να αυξηθούν. Μπορεί αυτή η διαδικασία της τεχνολογικής σύγκλισης να ευνοείται από το άνοιγμα του εμπορίου, αλλά βασικά πρόκειται για μια διαδικασία διάχυσης των γνώσεων, συμμετοχής στη γνώση –κατεξοχήν δημόσιο αγαθό– και όχι για μηχανισμό της αγοράς». Τα μέτρα του κ. υπουργού τείνουν, κατά γενική παραδοχή, στην αντίθετη κατεύθυνση.
Το χαρακτηριστικό στο βιβλίο του Πικετί και της έρευνας που επί πολλά χρόνια έκανε, είναι ότι στηρίζεται σε στοιχεία για να καταλήξει στα συμπεράσματά του. Τα στοιχεία αυτά είναι ανησυχητικά για τις περιόδους που παρουσιάζεται σύγκλιση στην κατανομή του πλούτου. Οι περίοδοι αυτές στον 20ό αιώνα είναι μετά τις μεγάλες αναταραχές των παγκόσμιων πολέμων. Γράφει χαρακτηριστικά: Η ιστορία της κατανομής του πλούτου είναι πάντοτε μια ιστορία βαθιά πολιτική και δεν συνοψίζεται σε καθαρά οικονομικούς μηχανισμούς.
Η μείωση των ανισοτήτων που παρατηρήθηκε στις αναπτυγμένες χώρες μεταξύ των δεκαετιών του 1900-1910 και του 1950-1960 είναι προπάντων προϊόν των πολέμων και των δημόσιων πολιτικών που εφαρμόστηκαν ως συνέπεια των κλονισμών αυτών. Ομοίως, η άνοδος και πάλι των ανισοτήτων από τις δεκαετίες του 1970 και 1980 οφείλεται κατά πολύ στις πολιτικές μεταβολές των τελευταίων δεκαετιών, ιδιαίτερα στον φορολογικό και χρηματοοικονομικό τομέα. Η ιστορία των ανισοτήτων εξαρτάται από τις αντιλήψεις που διαμορφώνουν οι οικονομικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί δρώντες φορείς για το τι είναι δίκαιο και τι όχι, από τους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ τους και από τις συλλογικές επιλογές που απορρέουν από τις αντιλήψεις τους αυτές. Είναι ό,τι συνθέτουν με τη δράση τους όλοι οι εμπλεκόμενοι».
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι η πολιτική βούληση διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη μείωση των ανισοτήτων. Το ίδιο και η ανάπτυξη της παιδείας. Ιστορικά, η πολιτική βούληση απέκτησε μεγάλη ισχύ μετά τις πολεμικές καταστροφές. Το ζητούμενο είναι να βρεθεί τρόπος η βούληση αυτή να ενισχυθεί και σε ειρηνικές περιόδους. Αν και, στην περίπτωση της Ελλάδας, μάλλον είχαμε έναν πόλεμο του νέου είδους που θα αναπτυχθεί στον 21ο αιώνα.