Η Τουρκία, έπειτα από μία περίοδο
ενεργής ανοχής απέναντι στον ISIS, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Ως
συνήθως, επιχειρεί να πακετοποιήσει μια σειρά θεμάτων που την αφορούν,
με στόχο την αναβάθμισή της –εκμεταλλευόμενη τη συγκυρία και τη
συνεπαγόμενη αυξανόμενη χρησιμότητά της– και εν συνεχεία την εξαργύρωση
των καλών της υπηρεσιών. Ασφαλώς, αποβλέπει στα οφέλη πιθανής πτώσης του
Ασαντ και σε ρόλο την επόμενη μέρα στη Συρία, τώρα που το καθεστώς
κλονίζεται αισθητά.
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά και σοβαρά προβλήματα: α) το «άπλωμα» της τουρκικής ατζέντας προσκρούει στα συμφέροντα περιφερειακών παικτών αλλά σε ένα βαθμό και των ΗΠΑ, β) η Αγκυρα έχει απεμπολήσει μέρος της αξιοπιστίας της και πλέον βλέπεται με σκεπτικισμό και καχυποψία, ενώ τα ερείσματά της έχουν συνολικά αδυνατίσει, γ) η ριψοκίνδυνη πολιτική της και τα πολλά ανοιχτά μέτωπα εγείρουν τον κίνδυνο εμπλοκής των συμμάχων της σε διαμάχες που δεν τους αφορούν ή που υποσκάπτουν τις δικές τους θέσεις, δ) η υπερφιλόδοξη τουρκική διπλωματική κινητικότητα ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά περιφερειακών δυνάμεων/οντοτήτων, που πιθανόν να μη μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια, παρακολουθώντας την να ορίζει τα σημεία δράσης της ως σφαίρα επιρροής της, σε ένα μέρος του πλανήτη όπου τα όρια εδαφικής κυριαρχίας είναι δυσδιάκριτα, ε) στο εσωτερικό της γείτονος, η πολιτική της στη Μέση Ανατολή δεν συγκεντρώνει την απαραίτητη συναίνεση, αντιθέτως ενδυναμώνει τις εθνικιστικές τάσεις, κλιμακώνοντας την ένταση με τους Κούρδους, ενώ μέχρι πρότινος ο Ερντογάν επένδυε στην εξομάλυνση μαζί τους.
Οι ΗΠΑ, έχοντας αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν διαχειριστεί έναν δύστροπο εταίρο στο πρόσωπο της Τουρκίας, είναι μεν απρόθυμες να υιοθετήσουν το εύρος των τουρκικών βλέψεων (φοβούμενες περιπλοκές και «άδειασμα» πιο έμπιστων συμμάχων), από την άλλη, αναγνωρίζουν τη σημασία της για την καταστολή του ISIS. Πράγματι, το Χαλιφάτο αποδεικνύεται ανθεκτικό και ευέλικτο στην απόκρουση των αεροπορικών επιθέσεων, ενώ στο έδαφος είναι ιδιαίτερα υπολογίσιμο, αφού ακόμη και όταν μάχεται με αριθμητικό μειονέκτημα δύσκολα καταβάλλεται. Ασφαλώς, τα δεδομένα θα διαφοροποιηθούν όταν βρεθεί αντιμέτωπο, πέραν των υπολοίπων, με ισχυρές και μάχιμες ένοπλες δυνάμεις με έντονη παρουσία στην περιοχή αλλά και συχνότερες επιδρομές από κοντινότερες αποστάσεις (Ιντσιρλίκ).
Προσωρινή συσπείρωση
Εντούτοις, η προσήλωση της Αγκυρας, η συνέπεια και ο βαθμός δέσμευσής της παραμένουν απροσδιόριστα. Θέλει μεν να στείλει σαφή προειδοποίηση στο Ισλαμικό Κράτος να μην αντιπαρατεθεί ευθέως μαζί της, όμως μένει να διαπιστωθεί αν θα μαζικοποιήσει και συστηματικοποιήσει τις ενέργειες εξουδετέρωσής του ή περισσότερο θα διευκολύνει την Ουάσιγκτον. Κύρια δείχνει να αποσκοπεί στην αδρανοποίηση του κουρδικού στοιχείου της Συρίας (διευρύνεται γεωγραφικά αλλά η ενίσχυσή του παραμένει εύθραυστη), στην εξασθένηση του HDP και στην αξιοποίηση της ευκαιρίας εξουδετέρωσης των κουρδικών ένοπλων ομάδων εντός και πέριξ των συνόρων της. Η ανάδειξη εγχώριων και εξωτερικών εχθρών θα επιφέρει μία τύποις προσωρινή συσπείρωση, σε μία περίοδο που ο Ερντογάν επείγεται να κερδίσει «ηγετικούς» πόντους στο εγχώριο ακροατήριο.
Αν η Τουρκία συμβιβαστεί έγκαιρα με τις νέες πραγματικότητες που έχουν δημιουργηθεί, μπορεί να επανακάμψει ουσιαστικά, διαφορετικά θα υποχρεωθεί σε στρατηγική υποχώρηση. Προς το παρόν, πρέπει να λύσει ένα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες: η εμπλοκή της να γίνει με τέτοιο «χειρουργικό» τρόπο ώστε αφενός να διαχωρίσει τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις προκειμένου να μην υπονομεύσουν τον αγώνα ενάντια στη διεθνή τρομοκρατία, αποτρέποντας ταυτόχρονα πράξεις αντεκδίκησης από τους τζιχαντιστές και παράλληλα να μην πλήξει ανεπανόρθωτα τη σχέση με τους Κούρδους και, αφετέρου, να μη θιγεί από το κενό εξουσίας στη Συρία, χωρίς να υπερεκτεθεί στη συριακή αντιπολίτευση, η οποία δυσπιστεί φανερά απέναντί της. Το επόμενο διάστημα, συνεπώς, η αμφιλεγόμενη τουρκική ηγεσία θα δοκιμαστεί στο πεδίο πολιτικής και μαχών από εταίρους και αντιπάλους, φανερώνοντας τι πραγματικά δύναται να προσφέρει στο ρευστό περιφερειακό γίγνεσθαι.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά και σοβαρά προβλήματα: α) το «άπλωμα» της τουρκικής ατζέντας προσκρούει στα συμφέροντα περιφερειακών παικτών αλλά σε ένα βαθμό και των ΗΠΑ, β) η Αγκυρα έχει απεμπολήσει μέρος της αξιοπιστίας της και πλέον βλέπεται με σκεπτικισμό και καχυποψία, ενώ τα ερείσματά της έχουν συνολικά αδυνατίσει, γ) η ριψοκίνδυνη πολιτική της και τα πολλά ανοιχτά μέτωπα εγείρουν τον κίνδυνο εμπλοκής των συμμάχων της σε διαμάχες που δεν τους αφορούν ή που υποσκάπτουν τις δικές τους θέσεις, δ) η υπερφιλόδοξη τουρκική διπλωματική κινητικότητα ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά περιφερειακών δυνάμεων/οντοτήτων, που πιθανόν να μη μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια, παρακολουθώντας την να ορίζει τα σημεία δράσης της ως σφαίρα επιρροής της, σε ένα μέρος του πλανήτη όπου τα όρια εδαφικής κυριαρχίας είναι δυσδιάκριτα, ε) στο εσωτερικό της γείτονος, η πολιτική της στη Μέση Ανατολή δεν συγκεντρώνει την απαραίτητη συναίνεση, αντιθέτως ενδυναμώνει τις εθνικιστικές τάσεις, κλιμακώνοντας την ένταση με τους Κούρδους, ενώ μέχρι πρότινος ο Ερντογάν επένδυε στην εξομάλυνση μαζί τους.
Οι ΗΠΑ, έχοντας αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν διαχειριστεί έναν δύστροπο εταίρο στο πρόσωπο της Τουρκίας, είναι μεν απρόθυμες να υιοθετήσουν το εύρος των τουρκικών βλέψεων (φοβούμενες περιπλοκές και «άδειασμα» πιο έμπιστων συμμάχων), από την άλλη, αναγνωρίζουν τη σημασία της για την καταστολή του ISIS. Πράγματι, το Χαλιφάτο αποδεικνύεται ανθεκτικό και ευέλικτο στην απόκρουση των αεροπορικών επιθέσεων, ενώ στο έδαφος είναι ιδιαίτερα υπολογίσιμο, αφού ακόμη και όταν μάχεται με αριθμητικό μειονέκτημα δύσκολα καταβάλλεται. Ασφαλώς, τα δεδομένα θα διαφοροποιηθούν όταν βρεθεί αντιμέτωπο, πέραν των υπολοίπων, με ισχυρές και μάχιμες ένοπλες δυνάμεις με έντονη παρουσία στην περιοχή αλλά και συχνότερες επιδρομές από κοντινότερες αποστάσεις (Ιντσιρλίκ).
Προσωρινή συσπείρωση
Εντούτοις, η προσήλωση της Αγκυρας, η συνέπεια και ο βαθμός δέσμευσής της παραμένουν απροσδιόριστα. Θέλει μεν να στείλει σαφή προειδοποίηση στο Ισλαμικό Κράτος να μην αντιπαρατεθεί ευθέως μαζί της, όμως μένει να διαπιστωθεί αν θα μαζικοποιήσει και συστηματικοποιήσει τις ενέργειες εξουδετέρωσής του ή περισσότερο θα διευκολύνει την Ουάσιγκτον. Κύρια δείχνει να αποσκοπεί στην αδρανοποίηση του κουρδικού στοιχείου της Συρίας (διευρύνεται γεωγραφικά αλλά η ενίσχυσή του παραμένει εύθραυστη), στην εξασθένηση του HDP και στην αξιοποίηση της ευκαιρίας εξουδετέρωσης των κουρδικών ένοπλων ομάδων εντός και πέριξ των συνόρων της. Η ανάδειξη εγχώριων και εξωτερικών εχθρών θα επιφέρει μία τύποις προσωρινή συσπείρωση, σε μία περίοδο που ο Ερντογάν επείγεται να κερδίσει «ηγετικούς» πόντους στο εγχώριο ακροατήριο.
Αν η Τουρκία συμβιβαστεί έγκαιρα με τις νέες πραγματικότητες που έχουν δημιουργηθεί, μπορεί να επανακάμψει ουσιαστικά, διαφορετικά θα υποχρεωθεί σε στρατηγική υποχώρηση. Προς το παρόν, πρέπει να λύσει ένα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες: η εμπλοκή της να γίνει με τέτοιο «χειρουργικό» τρόπο ώστε αφενός να διαχωρίσει τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις προκειμένου να μην υπονομεύσουν τον αγώνα ενάντια στη διεθνή τρομοκρατία, αποτρέποντας ταυτόχρονα πράξεις αντεκδίκησης από τους τζιχαντιστές και παράλληλα να μην πλήξει ανεπανόρθωτα τη σχέση με τους Κούρδους και, αφετέρου, να μη θιγεί από το κενό εξουσίας στη Συρία, χωρίς να υπερεκτεθεί στη συριακή αντιπολίτευση, η οποία δυσπιστεί φανερά απέναντί της. Το επόμενο διάστημα, συνεπώς, η αμφιλεγόμενη τουρκική ηγεσία θα δοκιμαστεί στο πεδίο πολιτικής και μαχών από εταίρους και αντιπάλους, φανερώνοντας τι πραγματικά δύναται να προσφέρει στο ρευστό περιφερειακό γίγνεσθαι.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ