Του Μπουράκ Μπεγκντίλ (The Gatestone Institute)
Ακόμα και οι αντίπαλοι του Ερντογάν τον υποστήριξαν όταν ξεκίνησε την ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους, παραχωρώντας τους ευρεία πολιτιστική και πολιτική ελευθερία. Σε αντάλλαγμα το ΡΚΚ θα κατέθετε τα όπλα. Ο Ερντογάν, αν συνέβαιναν όλα αυτά, θα μπορούσε να κερδίσει ακόμα και το Νόμπελ Ειρήνης. Τώρα όμως η Τουρκία καίγεται και πάλι και σε όλη τη χώρα μυρίζει θάνατο.
Δεκάδες μέλη των δυνάμεων ασφαλείας, αλλά και πολίτες, σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις που σημειώθηκαν δύο εβδομάδες μετά την βομβιστική επίθεση του Ισλαμικού Κράτους κατά Κούρδων, σε συνοριακή πόλη της Τουρκίας, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 32 ατόμων.
Από τότε οι τουρκικές πόλεις μετατράπηκαν ξανά σε πεδίο μάχης, με τους Κούρδους να επιτίθενται, σε ημερήσια βάση, την ώρα που ο Τουρκικός Στρατός θάβει τους νεκρούς άνδρες του και βομβαρδίζει κουρδικές θέσεις στο βόρειο Ιράκ. Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι που η ειρηνευτική διαδικασία δεν απέδωσε.
Ο πρώτος είναι ο «έρωτας» του Ερντογάν με τους ισλαμιστές. Μιλώντας στην Ινδονησία ο Ερντογάν είχε : «Έχουμε μόνο ένα ενδιαφέρον. Είναι το Ισλάμ, το Ισλάμ, το Ισλάμ. Είναι αδύνατον για μας να παραγκωνίσουμε το Ισλάμ». Ο Ερντογάν όμως δεν υπολόγισε σωστά όταν θεώρησε πως το Ισλάμ μπορεί να ενώσει Τούρκους και Κούρδους, παρά το γεγονός ότι, αμφότεροι, είναι σουνίτες. Ο Ερντογάν, ως ισλαμιστής, βασίστηκε υπερβολικά στη θρησκεία για να επιλύσει ένα εθνοτικό πρόβλημα.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο Ερντογάν δεν υπήρξε ποτέ ένας έντιμος διαπραγματευτής, από την αρχή και το ΡΚΚ είχε την στοιχειώδη σοφία να μην τον εμπιστευτεί. Το ΡΚΚ συμφώνησε στην συμφωνία εκεχειρίας, το 2013, αλλά δεν κατέθεσε ποτέ τα όπλα, θεωρώντας πως κάποια στιγμή θα τα χρειαστεί. Η πραγματική πρόθεση του Ερντογάν ήταν να αδρανοποιήσει το ΡΚΚ, ώστε να κερδίσει πολιτικά οφέλη, από την παύση των κουρδικών επιθέσεων.
Οι μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις με τους Κούρδους θα του έδιναν αρκετό χρόνο ειρήνης, ώστε να κερδίσει τις τοπικές εκλογές του Μαρτίου του 2014, τις προεδρικές εκλογές του Αυγούστου του 2014 και τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2015. Αν μετά από αυτά επιτυγχάνονταν ειρήνη θα είχε καλώς. Αλλιώς οι Κούρδοι θα μπορούσαν να πάνε στο διάβολο, αφού οι επόμενες εκλογές είναι προγραμματισμένες για το 2019. Με άλλα λόγια ο Ερντογάν προσποιείτο ότι διαπραγματευόταν για να κερδίσει χρόνο.
Ο τρίτος λόγος είναι πιο περίπλοκος. Είναι αλήθεια ότι τα όσα έδινε ο Ερντογάν στους Κούρδους ήταν πολύ περισσότερα από όσα τους έδινε οποιαδήποτε τουρκική κυβέρνηση πριν. Επετράπη η δημιουργία κουρδικού τηλεοπτικού διαύλου, επετράπη και ,εν μέρει, η χρήση της κουρδικής γλώσσας ακόμα και στα δικαστήρια. Όλα αυτά ήταν καλά, αλλά όχι αρκετά για να κερδηθεί η κουρδική υποστήριξη για την ειρήνη.
Οι Κούρδοι, απλώς, ζητούν αυτονομία στη νοτιοανατολική Τουρκία, όπου αποτελούν την πλειοψηφία. Θέλουν δικούς τους εκλεγμένους επάρχους, οικονομικό έλεγχο των επαρχιών τους και δική τους αστυνομία. Επιθυμούν ακόμα επίσημη, συνταγματική, αναγνώριση ως διακριτή εθνότητα της Τουρκικής Δημοκρατίας και τη διδασκαλία της κουρδικής γλώσσας στα σχολεία.
Ο Ερντογάν, ορθώς υπολόγισε, ότι η παραχώρηση στους Κούρδους ορισμένων δικαιωμάτων θα τους έδινε ψήφους και ειρήνη. Γνώριζε όμως πως οι Κούρδοι ήθελαν περισσότερα. γνώριζε, όμως, επίσης, πως η παραχώρηση στους Κούρδους, όλων όσων επιθυμούν, θα ισοδυναμούσε με πολιτική του αυτοκτονία στην εθνικιστική Τουρκία, όπου με ευκολία θα κέρδιζε τον χαρακτηρισμό του προδότη.
Οι Κούρδοι όμως σήμερα έχουν πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από ότι μια δεκαετία πριν. Ήδη οι ομοεθνείς τους στο Ιράκ έχουν επιτύχει πολιτική αυτονομία και απλώς περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία τους από το Ιράκ. Οι Κούρδοι της Συρίας προσπαθούν να ενώσουν τα καντόνιά τους, κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων. Το δε ΡΚΚ απέδειξε πως δεν έχασε την ισχύ του λόγω της προηγηθείσας εκεχειρίας.
Το σημαντικότερο, δε, οι κουρδικοί ψήφοι στην Τουρκία, από το 5,4%, το 2007, έφτασαν στο 13,1% το 2015, με το κουρδικό ΗDP να ξεπερνά το πλαφόν του 10% και να εισέρχεται στο κοινοβούλιο, κερδίζοντας 80 έδρες, όσες δηλαδή έχει και το Εθνικιστικό Κόμμα ΜΗΡ. Το κουρδικό γκαμπί του Ερντογάν λειτούργησε, ως ένα βαθμό. Τώρα όμως φαίνεται πως ήρθε η ώρα της αποπληρωμής.
ΑΠΟΔΟΣΗ: Παντελής Καρύκας
ΠΗΓΗ: http://www.defence-point.gr/
Ακόμα και οι αντίπαλοι του Ερντογάν τον υποστήριξαν όταν ξεκίνησε την ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους, παραχωρώντας τους ευρεία πολιτιστική και πολιτική ελευθερία. Σε αντάλλαγμα το ΡΚΚ θα κατέθετε τα όπλα. Ο Ερντογάν, αν συνέβαιναν όλα αυτά, θα μπορούσε να κερδίσει ακόμα και το Νόμπελ Ειρήνης. Τώρα όμως η Τουρκία καίγεται και πάλι και σε όλη τη χώρα μυρίζει θάνατο.
Δεκάδες μέλη των δυνάμεων ασφαλείας, αλλά και πολίτες, σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις που σημειώθηκαν δύο εβδομάδες μετά την βομβιστική επίθεση του Ισλαμικού Κράτους κατά Κούρδων, σε συνοριακή πόλη της Τουρκίας, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 32 ατόμων.
Από τότε οι τουρκικές πόλεις μετατράπηκαν ξανά σε πεδίο μάχης, με τους Κούρδους να επιτίθενται, σε ημερήσια βάση, την ώρα που ο Τουρκικός Στρατός θάβει τους νεκρούς άνδρες του και βομβαρδίζει κουρδικές θέσεις στο βόρειο Ιράκ. Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι που η ειρηνευτική διαδικασία δεν απέδωσε.
Ο πρώτος είναι ο «έρωτας» του Ερντογάν με τους ισλαμιστές. Μιλώντας στην Ινδονησία ο Ερντογάν είχε : «Έχουμε μόνο ένα ενδιαφέρον. Είναι το Ισλάμ, το Ισλάμ, το Ισλάμ. Είναι αδύνατον για μας να παραγκωνίσουμε το Ισλάμ». Ο Ερντογάν όμως δεν υπολόγισε σωστά όταν θεώρησε πως το Ισλάμ μπορεί να ενώσει Τούρκους και Κούρδους, παρά το γεγονός ότι, αμφότεροι, είναι σουνίτες. Ο Ερντογάν, ως ισλαμιστής, βασίστηκε υπερβολικά στη θρησκεία για να επιλύσει ένα εθνοτικό πρόβλημα.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο Ερντογάν δεν υπήρξε ποτέ ένας έντιμος διαπραγματευτής, από την αρχή και το ΡΚΚ είχε την στοιχειώδη σοφία να μην τον εμπιστευτεί. Το ΡΚΚ συμφώνησε στην συμφωνία εκεχειρίας, το 2013, αλλά δεν κατέθεσε ποτέ τα όπλα, θεωρώντας πως κάποια στιγμή θα τα χρειαστεί. Η πραγματική πρόθεση του Ερντογάν ήταν να αδρανοποιήσει το ΡΚΚ, ώστε να κερδίσει πολιτικά οφέλη, από την παύση των κουρδικών επιθέσεων.
Οι μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις με τους Κούρδους θα του έδιναν αρκετό χρόνο ειρήνης, ώστε να κερδίσει τις τοπικές εκλογές του Μαρτίου του 2014, τις προεδρικές εκλογές του Αυγούστου του 2014 και τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2015. Αν μετά από αυτά επιτυγχάνονταν ειρήνη θα είχε καλώς. Αλλιώς οι Κούρδοι θα μπορούσαν να πάνε στο διάβολο, αφού οι επόμενες εκλογές είναι προγραμματισμένες για το 2019. Με άλλα λόγια ο Ερντογάν προσποιείτο ότι διαπραγματευόταν για να κερδίσει χρόνο.
Ο τρίτος λόγος είναι πιο περίπλοκος. Είναι αλήθεια ότι τα όσα έδινε ο Ερντογάν στους Κούρδους ήταν πολύ περισσότερα από όσα τους έδινε οποιαδήποτε τουρκική κυβέρνηση πριν. Επετράπη η δημιουργία κουρδικού τηλεοπτικού διαύλου, επετράπη και ,εν μέρει, η χρήση της κουρδικής γλώσσας ακόμα και στα δικαστήρια. Όλα αυτά ήταν καλά, αλλά όχι αρκετά για να κερδηθεί η κουρδική υποστήριξη για την ειρήνη.
Οι Κούρδοι, απλώς, ζητούν αυτονομία στη νοτιοανατολική Τουρκία, όπου αποτελούν την πλειοψηφία. Θέλουν δικούς τους εκλεγμένους επάρχους, οικονομικό έλεγχο των επαρχιών τους και δική τους αστυνομία. Επιθυμούν ακόμα επίσημη, συνταγματική, αναγνώριση ως διακριτή εθνότητα της Τουρκικής Δημοκρατίας και τη διδασκαλία της κουρδικής γλώσσας στα σχολεία.
Ο Ερντογάν, ορθώς υπολόγισε, ότι η παραχώρηση στους Κούρδους ορισμένων δικαιωμάτων θα τους έδινε ψήφους και ειρήνη. Γνώριζε όμως πως οι Κούρδοι ήθελαν περισσότερα. γνώριζε, όμως, επίσης, πως η παραχώρηση στους Κούρδους, όλων όσων επιθυμούν, θα ισοδυναμούσε με πολιτική του αυτοκτονία στην εθνικιστική Τουρκία, όπου με ευκολία θα κέρδιζε τον χαρακτηρισμό του προδότη.
Οι Κούρδοι όμως σήμερα έχουν πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από ότι μια δεκαετία πριν. Ήδη οι ομοεθνείς τους στο Ιράκ έχουν επιτύχει πολιτική αυτονομία και απλώς περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία τους από το Ιράκ. Οι Κούρδοι της Συρίας προσπαθούν να ενώσουν τα καντόνιά τους, κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων. Το δε ΡΚΚ απέδειξε πως δεν έχασε την ισχύ του λόγω της προηγηθείσας εκεχειρίας.
Το σημαντικότερο, δε, οι κουρδικοί ψήφοι στην Τουρκία, από το 5,4%, το 2007, έφτασαν στο 13,1% το 2015, με το κουρδικό ΗDP να ξεπερνά το πλαφόν του 10% και να εισέρχεται στο κοινοβούλιο, κερδίζοντας 80 έδρες, όσες δηλαδή έχει και το Εθνικιστικό Κόμμα ΜΗΡ. Το κουρδικό γκαμπί του Ερντογάν λειτούργησε, ως ένα βαθμό. Τώρα όμως φαίνεται πως ήρθε η ώρα της αποπληρωμής.
ΑΠΟΔΟΣΗ: Παντελής Καρύκας
ΠΗΓΗ: http://www.defence-point.gr/