04 Αυγούστου 2015

Δημοσιονομική αποστείρωση!

Το σχέδιο Σόιμπλε για μεταφορά των αρμοδιοτήτων τήρησης των Συνθηκών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε Ανεξάρτητη Αρχή σε ένα Υπερυπουργείο Οικονομικών της Ευρωζώνης έχει μια αναμφισβήτητη διαύγεια ως μήνυμα: Για να προχωρήσει η Γερμανία προς την εμβάθυνση της Ευρωζώνης, τη μεταφορά πόρων, την αμοιβαιοποίηση του κινδύνου και τον κοινό δανεισμό, η διαρκής δημοσιονομική λιτότητα όπως ορίζεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο θα πρέπει να τεθεί εκτός πολιτικής τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Μόνον η θερινή ραστώνη ή το πρόσφατο σοκ από τη δραματική κορύφωση της ελληνικής κρίσης δεν έχουν επιτρέψει να συλλάβουμε το πραγματικό βάρος της πρότασης του Γερμανού υπουργού Οικονομικών.

Η δημοσιονομική πολιτική και πιο συγκεκριμένα η διαχείριση των εσόδων της φορολογίας από την Απόλυτη Μοναρχία ήταν πρώτα στη Βρετανία του 17ου αιώνα και στη συνέχεια στη Γαλλία του 18ου η κινητήρια δύναμη προς τον εκδημοκρατισμό και την καθιέρωση με μεταρρυθμίσεις και ανατροπές του κοινοβουλευτισμού.Όχι φορολόγηση δίχως αντιπροσώπευση ( No taxation without representation) το σύνθημα αυτό από μόνο του δείχνει ότι ο πυρήνας της πολιτικής δεν είναι άλλος από τις εναλλακτικές επιλογές δημοσιονομικής διαχείρισης.

 Η Γερμανία φοβάται ότι ο χειρισμός των παραβατικών προϋπολογισμών της Γαλλίας και της Ιταλίας για το 2015 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνιστά ένα κακό προηγούμενο, που πολύ εύκολα θα γίνει κανόνας: Αν η δεύτερη και η τρίτη κατά σειρά οικονομίες της Ευρωζώνης απέφυγαν τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων, η πρώτη με διετή προθεσμία προσαρμογής και η δεύτερη με την προσμέτρηση ρήτρας ανάπτυξης που κατέστησε τον προϋπολογισμό σύννομο, τότε στην πράξη καταργούνται το Σύμφωνο Σταθερότητας και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, με τη δημοσιονομική πειθαρχία να ερμηνεύεται κατά βούληση με πολιτικά κριτήρια.

Αν η Επιτροπή χάσει την ευθύνη εφαρμογής των Συνθηκών και μια σειρά από άλλες αρμοδιότητες, τότε το Βερολίνο θα μπορεί με πλήρη άνεση να κινηθεί ανάμεσα στις δύο εκδοχές μετεξέλιξής της:
Τη μαξιμαλιστική που θα ήθελε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μετεξελίσσεται -πλην δημοσιονομικών θεμάτων- σε κυβέρνηση και τον πρόεδρό της να εκλέγεται ακόμη και με καθολική ψηφοφορία. Επικοινωνιακά αυτή η εκδοχή θα δώσει μια ψευδαίσθηση εκδημοκρατισμού, την ώρα που η ουσία της μιας ή της άλλης εναλλακτικής επιλογής θα έχει τεθεί εκτός πολιτικής διαβούλευσης.

Τη μινιμαλιστική που θα αφήσει την κουτσουρεμένη από βασικές αρμοδιότητες Επιτροπή στο σημερινό status quo προς μεγάλη ικανοποίηση της Βρετανίας του Κάμερον, που έτσι θα διευκολυνθεί να προτείνει «ναι» στο δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας στην Ε.Ε., αλλά και χώρων όπως η Πολωνία και η Τσεχία που είναι αλλεργικές σε κάθε περαιτέρω εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας.

Στην πράξη οι προτάσεις Σόιμπλε αναδείχθηκαν ως de facto τρόπος λειτουργίας στην πεντάμηνη διάρκεια της διαπραγμάτευσης με την Ελλάδα: Σύνοδοι Κορυφής των 19 ή των 28, πιο περιορισμένης σύνθεσης διαβουλεύσεις κορυφής, αλλά και διμερείς συναντήσεις, έδιναν την αίσθηση ή μάλλον όπως απεδείχθη εκ των υστέρων την ψευδαίσθηση μιας πολιτικής διαπραγμάτευσης, ενώ την ίδια ώρα το Eurogroup ανεπηρέαστο ακολουθούσε μια στεγανή από πολιτικές εξελίξεις συνέχεια τεχνικής προσέγγισης.

Αν επιχειρήσουμε να κάνουμε μια αναγωγή σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μια προβολή στο μέλλον της διαπραγμάτευσης για την Ελλάδα, θα μπορούσαμε να έχουμε μια Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που θα κατανοεί τις δυσκολίες δημοσιονομικής προσαρμογής της Ρώμης και του Παρισιού και ταυτόχρονα ένα άκαμπτο υπερυπουργείο Οικονομικών της Ευρωζώνης, που θα θέτει το δίλημμα προσαρμογή εδώ και τώρα ή επιβολή κυρώσεων.

Το σχέδιο Σόιμπλε θα υποστηριχθεί από την Ολλανδία που αναλαμβάνει την Προεδρία της Ε.Ε. το πρώτο εξάμηνο του 2016.
 
Πεδίο δοκιμής
Στην πράξη οι προτάσεις Σόιμπλε αναδείχθηκαν ως de facto τρόπος λειτουργίας στην πεντάμηνη διάρκεια της διαπραγμάτευσης με την Ελλάδα: Σύνοδοι Κορυφής των 19 ή των 28, πιο περιορισμένης σύνθεσης διαβουλεύσεις κορυφής, αλλά και διμερείς συναντήσεις έδιναν την αίσθηση ή μάλλον όπως απεδείχθη εκ των υστέρων την ψευδαίσθηση μιας πολιτικής διαπραγμάτευσης, ενώ την ίδια ώρα το Eurogroup ανεπηρέαστο ακολουθούσε μια, στεγανή από πολιτικές εξελίξεις, συνέχεια τεχνικής προσέγγισης.
Γ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ