Η επίμονη πίεση του ΔΝΤ να
περάσουν οι ομαδικές απολύσεις, να μην επιστρέψουμε στο καθεστώς των
συλλογικών συμβάσεων και να ψηφιστεί συνδικαλιστικός νόμος που θα
ρυθμίζει τα θέματα των απεργιών έχει φανατικούς οπαδούς στο εσωτερικό
της χώρας. Προφανές δημοσιονομικό όφελος δεν πρόκειται να προκύψει·
επειδή ωστόσο τίποτε δεν είναι ταξικά ουδέτερο και οικονομικά αμερόληπτο
-κι ας ισχυρίζονται το αντίθετο οι δανειστές και οι οργανικοί
διανοούμενοι του συστήματος- κάποιοι θα ευνοηθούν και μάλιστα
σκανδαλωδώς αν τελικώς όλα τα παραπάνω θεσμοθετηθούν.
Ποιων τα συμφέροντα θα ικανοποιηθούν; Των τραπεζών, των ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης και όσων ξένων επενδυτών θα ρίξουν χρήματα στην ελληνική αγορά για να κάνουν δουλειές σ’ ένα ειδυλλιακό γι’ αυτούς περιβάλλον. Με εξευτελιστικές κατώτατες αμοιβές, με λυμένα τα χέρια τους να προσλαμβάνουν και να απολύουν όποιους γουστάρουν χωρίς έλεγχο από το κράτος και χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, με προφυλαγμένα τα νώτα τους στο θέμα της εργασιακής πειθαρχίας, μπορούν βασίμως να προσδοκούν σε εύκολη και γρήγορη κερδοφορία.
Στο μεταξύ, και οι τράπεζες και οι μιντιάρχες θέλουν να απαλλαγούν από μεγάλο μέρος του προσωπικού τους με το μικρότερο δυνατό κόστος (πετσοκομμένες αποζημιώσεις) και ταυτόχρονα να εξοπλιστούν καταλλήλως ώστε να αποτρέψουν τις οργανωμένες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που αναπόφευκτα θα προκαλέσουν οι μαζικές απολύσεις. Ηδη τα πρώτα μηνύματα τα έστειλαν οι ιδιοκτήτες των media.
Οι απολύσεις στον Αντέννα -θα ακολουθήσουν κι άλλες, όπως καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι- καθώς και οι απειλές των υπόλοιπων καναλιών, ότι αν η κυβέρνηση δρομολογήσει τις αλλαγές στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο θα υποχρεωθούν να διώξουν κόσμο («γιατί δεν βγαίνω μάνα μου»), είναι η ηχηρή απάντηση του συστήματος, πασπαλισμένη φυσικά με καταγγελίες για απόπειρα της κυβέρνησης να ελέγξει τα δίκτυα ενημέρωσης και να φιμώσει τις αντιπολιτευτικές φωνές.
Η επιδίωξη της μιντιακής ελίτ είναι φανερή: να αλλάξει το γήπεδο της σύγκρουσης και τους αντιπάλους. Το επιχείρημα είναι το εξής: δεν ευθυνόμαστε εμείς που αναγκαζόμαστε με πόνο ψυχής να σας απολύσουμε, αλλά η κυβέρνηση που φέρνει νόμο, ο οποίος θα δυσκολέψει πολύ την κατάσταση, θα αυξήσει σημαντικά το κόστος λειτουργίας των σταθμών και συνεπώς να της ζητήσετε τα ρέστα και επίσης να την εγκαλέσετε γιατί, ενώ εσείς χάνετε τη δουλειά σας, αυτή προσλαμβάνει τους δικούς της στις ΕΡΤ.
Στο δόλιο αυτό σχέδιο που είναι σε πλήρη εξέλιξη πρέπει και η κυβέρνηση ν’ αντιδράσει, κυρίως όμως οφείλουν να το κάνουν τα συνδικάτα. Σ’ αυτά πέφτει η ευθύνη να μην επιτρέψουν να αναπτυχθεί το φαινόμενο του κοινωνικού αυτοματισμού, που είναι ο σταθερός στόχος της εργοδοσίας.
Ποιων τα συμφέροντα θα ικανοποιηθούν; Των τραπεζών, των ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης και όσων ξένων επενδυτών θα ρίξουν χρήματα στην ελληνική αγορά για να κάνουν δουλειές σ’ ένα ειδυλλιακό γι’ αυτούς περιβάλλον. Με εξευτελιστικές κατώτατες αμοιβές, με λυμένα τα χέρια τους να προσλαμβάνουν και να απολύουν όποιους γουστάρουν χωρίς έλεγχο από το κράτος και χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, με προφυλαγμένα τα νώτα τους στο θέμα της εργασιακής πειθαρχίας, μπορούν βασίμως να προσδοκούν σε εύκολη και γρήγορη κερδοφορία.
Στο μεταξύ, και οι τράπεζες και οι μιντιάρχες θέλουν να απαλλαγούν από μεγάλο μέρος του προσωπικού τους με το μικρότερο δυνατό κόστος (πετσοκομμένες αποζημιώσεις) και ταυτόχρονα να εξοπλιστούν καταλλήλως ώστε να αποτρέψουν τις οργανωμένες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που αναπόφευκτα θα προκαλέσουν οι μαζικές απολύσεις. Ηδη τα πρώτα μηνύματα τα έστειλαν οι ιδιοκτήτες των media.
Οι απολύσεις στον Αντέννα -θα ακολουθήσουν κι άλλες, όπως καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι- καθώς και οι απειλές των υπόλοιπων καναλιών, ότι αν η κυβέρνηση δρομολογήσει τις αλλαγές στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο θα υποχρεωθούν να διώξουν κόσμο («γιατί δεν βγαίνω μάνα μου»), είναι η ηχηρή απάντηση του συστήματος, πασπαλισμένη φυσικά με καταγγελίες για απόπειρα της κυβέρνησης να ελέγξει τα δίκτυα ενημέρωσης και να φιμώσει τις αντιπολιτευτικές φωνές.
Η επιδίωξη της μιντιακής ελίτ είναι φανερή: να αλλάξει το γήπεδο της σύγκρουσης και τους αντιπάλους. Το επιχείρημα είναι το εξής: δεν ευθυνόμαστε εμείς που αναγκαζόμαστε με πόνο ψυχής να σας απολύσουμε, αλλά η κυβέρνηση που φέρνει νόμο, ο οποίος θα δυσκολέψει πολύ την κατάσταση, θα αυξήσει σημαντικά το κόστος λειτουργίας των σταθμών και συνεπώς να της ζητήσετε τα ρέστα και επίσης να την εγκαλέσετε γιατί, ενώ εσείς χάνετε τη δουλειά σας, αυτή προσλαμβάνει τους δικούς της στις ΕΡΤ.
Στο δόλιο αυτό σχέδιο που είναι σε πλήρη εξέλιξη πρέπει και η κυβέρνηση ν’ αντιδράσει, κυρίως όμως οφείλουν να το κάνουν τα συνδικάτα. Σ’ αυτά πέφτει η ευθύνη να μην επιτρέψουν να αναπτυχθεί το φαινόμενο του κοινωνικού αυτοματισμού, που είναι ο σταθερός στόχος της εργοδοσίας.