Στην προχθεσινή ομιλία της στην Ομοσπονδιακή Βουλή -λίγο πριν από την
ψηφοφορία έγκρισης έναρξης διαπραγματεύσεων για το πρόγραμμα στήριξης
της χώρας μας, όπου ο κυβερνητικός συνασπισμός είχε 65 αντάρτες που
ψήφισαν κατά- η Μέρκελ αποδόμησε το σενάριο προσωρινής πενταετούς εξόδου
της Ελλάδας από την Ευρωζώνη με το επιχείρημα ότι μια παρόμοια εξέλιξη
θα μπορούσε να υπονομεύσει συνολικά την Ευρωζώνη. Η καγκελάριος δεν ήλθε
μόνον σε ευθεία αντιπαράθεση με τον υπουργό Οικονομικών Σόιμπλε.
Προφανώς διέψευσε συνολικά την πεντάμηνη σταθερή ρητορική στο Βερολίνο,
αλλά και σε κάποιες άλλες πρωτεύουσες, ότι σε αντίθεση με την άνοιξη του
2010 η Ευρωζώνη του 2015 μπορεί να διαχειρισθεί μια αποχώρηση και
χρεοκοπία της Ελλάδας.
Μακράν της διαφωνίας και της απόκλισης καγκελάριος και υπουργός Οικονομικών λειτουργούν συμπληρωματικά με διακριτούς ρόλους που ορίζονται από τα διαφορετικά ακροατήρια στα οποία απευθύνονται. Ο Σόιμπλε απευθύνεται προς τη μερίδα της εκλογικής βάσης των Χριστιανοδημοκρατών - Χριστιανοσοσιαλιστών που θα μπορούσε να δει στις εξελίξεις στην Ευρωζώνη διαρκείς υποχωρήσεις της Γερμανίας, με μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων να εγκαταλείπουν τον συντηρητικό συνασπισμό CDU-CSU. Η Μέρκελ δίνει το στίγμα της γερμανικής πολιτικής στους κύριους εταίρους του Βερολίνου στην ΕΕ - Ευρωζώνη, τη Γαλλία και την Ιταλία, αλλά και σε ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ αλλά και πέραν του Ατλαντικού, στην Ουάσιγκτον. Η σαφήνεια με την οποία απέκλεισε το Grexit η Μέρκελ και παρά τον φόβο μιας μη ευκαταφρόνητης εσωκομματικής ανταρσίας, ο οποίος επιβεβαιώθηκε, δείχνει περίτρανα ότι το Βερολίνο πήρε το μήνυμα της Συνόδου Κορυφής των 19 της Ευρωζώνης την περασμένη Κυριακή - Δευτέρα.
Ενα μήνυμα άκρως ανησυχητικό, καθώς είναι η πρώτη φορά μετά την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990 και κυρίως η πρώτη φορά μετά την έναρξη της κρίσης στην Ευρωζώνη την άνοιξη του 2010 που υπάρχει δυναμική συγκρότησης αντιγερμανικού μετώπου Παρισιού - Ρώμης με τη στήριξη ευρωπαϊκών θεσμών, όπως η Κομισιόν και η ΕΚΤ, αλλά και διεθνών όπως το ΔΝΤ, αλλά, το σπουδαιότερο, με σταθερή παρέμβαση των ΗΠΑ, οι οποίες το τελευταίο αυτό πεντάμηνο λειτούργησαν σαν 20ό μέλος της Ευρωζώνης.
Η Μέρκελ επεχείρησε προχθές από το ιστορικό κτίριο του Ράιχσταγκ να πείσει ότι η σκληρή στάση της γερμανικής ηγεσίας απέναντι στην Αθήνα στη δραματική κορύφωση της διαπραγμάτευσης ήταν μια κατ' εξαίρεση ρητορική - επικοινωνιακή κλιμάκωση και σε καμιά περίπτωση μια υιοθέτηση μιας ωμής εθνικής πολιτικής προβολής ισχύος που στο μέλλον θα μπορούσε να έχει στόχο και άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Η Γερμανία στη διαχείριση της πεντάμηνης διαπραγμάτευσης με την Αθήνα άγγιξε όντως ένα οριακό σημείο, όπου η συσπείρωση απέναντι στο Βερολίνο προβάλλει ως πιο επικερδής από μια διμερή διαπραγμάτευση με την καγκελαρία και το υπουργείο Οικονομικών.
Το Βερολίνο ως κέντρο των ευρωπαϊκών συσχετισμών με καλές σχέσεις με όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις είχε κατοχυρώσει ο Μπίσμαρκ στη μακρά του θητεία ως καγκελάριος της Πρωσίας και στη συνέχεια της Γερμανίας το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Μετά την αποχώρησή του οι διάδοχοί του Καπρίβι, Χοχενλόε, Φον Μπίλοφ και Μπέτμαν-Χόλβεγκ ένωσαν Γαλλία, Βρετανία και Ρωσία σε μια αντιγερμανική συσπείρωση, αυτή την εξέλιξη φοβήθηκε η Μέρκελ.
Μακράν της διαφωνίας και της απόκλισης καγκελάριος και υπουργός Οικονομικών λειτουργούν συμπληρωματικά με διακριτούς ρόλους που ορίζονται από τα διαφορετικά ακροατήρια στα οποία απευθύνονται. Ο Σόιμπλε απευθύνεται προς τη μερίδα της εκλογικής βάσης των Χριστιανοδημοκρατών - Χριστιανοσοσιαλιστών που θα μπορούσε να δει στις εξελίξεις στην Ευρωζώνη διαρκείς υποχωρήσεις της Γερμανίας, με μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων να εγκαταλείπουν τον συντηρητικό συνασπισμό CDU-CSU. Η Μέρκελ δίνει το στίγμα της γερμανικής πολιτικής στους κύριους εταίρους του Βερολίνου στην ΕΕ - Ευρωζώνη, τη Γαλλία και την Ιταλία, αλλά και σε ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ αλλά και πέραν του Ατλαντικού, στην Ουάσιγκτον. Η σαφήνεια με την οποία απέκλεισε το Grexit η Μέρκελ και παρά τον φόβο μιας μη ευκαταφρόνητης εσωκομματικής ανταρσίας, ο οποίος επιβεβαιώθηκε, δείχνει περίτρανα ότι το Βερολίνο πήρε το μήνυμα της Συνόδου Κορυφής των 19 της Ευρωζώνης την περασμένη Κυριακή - Δευτέρα.
Ενα μήνυμα άκρως ανησυχητικό, καθώς είναι η πρώτη φορά μετά την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990 και κυρίως η πρώτη φορά μετά την έναρξη της κρίσης στην Ευρωζώνη την άνοιξη του 2010 που υπάρχει δυναμική συγκρότησης αντιγερμανικού μετώπου Παρισιού - Ρώμης με τη στήριξη ευρωπαϊκών θεσμών, όπως η Κομισιόν και η ΕΚΤ, αλλά και διεθνών όπως το ΔΝΤ, αλλά, το σπουδαιότερο, με σταθερή παρέμβαση των ΗΠΑ, οι οποίες το τελευταίο αυτό πεντάμηνο λειτούργησαν σαν 20ό μέλος της Ευρωζώνης.
Η Μέρκελ επεχείρησε προχθές από το ιστορικό κτίριο του Ράιχσταγκ να πείσει ότι η σκληρή στάση της γερμανικής ηγεσίας απέναντι στην Αθήνα στη δραματική κορύφωση της διαπραγμάτευσης ήταν μια κατ' εξαίρεση ρητορική - επικοινωνιακή κλιμάκωση και σε καμιά περίπτωση μια υιοθέτηση μιας ωμής εθνικής πολιτικής προβολής ισχύος που στο μέλλον θα μπορούσε να έχει στόχο και άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Η Γερμανία στη διαχείριση της πεντάμηνης διαπραγμάτευσης με την Αθήνα άγγιξε όντως ένα οριακό σημείο, όπου η συσπείρωση απέναντι στο Βερολίνο προβάλλει ως πιο επικερδής από μια διμερή διαπραγμάτευση με την καγκελαρία και το υπουργείο Οικονομικών.
Το Βερολίνο ως κέντρο των ευρωπαϊκών συσχετισμών με καλές σχέσεις με όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις είχε κατοχυρώσει ο Μπίσμαρκ στη μακρά του θητεία ως καγκελάριος της Πρωσίας και στη συνέχεια της Γερμανίας το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Μετά την αποχώρησή του οι διάδοχοί του Καπρίβι, Χοχενλόε, Φον Μπίλοφ και Μπέτμαν-Χόλβεγκ ένωσαν Γαλλία, Βρετανία και Ρωσία σε μια αντιγερμανική συσπείρωση, αυτή την εξέλιξη φοβήθηκε η Μέρκελ.