Οι δράστες της δολοφονίας
Λαμπράκη θα είχαν φύγει ανενόχλητοι και ένα πέπλο σιωπής και
αποπροσανατολισμού θα είχε σκεπάσει και αυτήν την ιστορία., εάν δεν
υπήρχαν απρόβλετποι παράγοντες
Θα ξεκινήσω με ένα ρητορικό
ερώτημα: Υπάρχει Θεία Δίκη; Mέχρι πρόσφατα, ήμουν από αυτούς που δεν
πίστευαν σ’ αυτόν τον φιλοσοφικό και θρησκευτικό όρο, θεωρώντας ότι απλά
όσοι αναφέρονται σ’ αυτήν, μεγεθύνουν κάποιες συμπτώσεις, όσο
κραυγαλέες και ανεξήγητες τις περισσότερες φορές μπορεί να είναι αυτές.
Αρχισα όμως να προβληματίζομαι με το ζήτημα, όταν τελευταία καταπιάστηκα με τη διερεύνηση κάποιων στοιχείων, προετοιμάζοντας ένα βιβλίο μου με θέμα τις επτά πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ού αιώνα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιανός.Καθώς από εκείνη την έρευνα διαπίστωσα έκπληκτος ότι σε σχεδόν όλες τις περιπτώσεις εκείνες υπήρξε ένα πλήθος απίθανων συμπτώσεων και απίστευτων περιστατικών, που αυτά τελικά, και όχι η επιδεξιότητα των αστυνομικών αρχών, είναι που οδήγησαν στον εντοπισμό των δολοφόνων.Αρκετοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι δίχως εκείνες τις συμπτώσεις ίσως να μη γινόταν ποτέ γνωστή η ταυτότητα των δραστών.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος:
● Ισως ακόμη μέχρι σήμερα να μην ξέραμε ποιος δολοφόνησε τον πρώην υπουργό Γεωργίας και ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, Γιάννη Ζεύγο, στις 20 Μαρτίου 1947 στην οδό Αγίας Σοφίας, αν εκείνη την ώρα δεν χάζευε τις βιτρίνες των γειτονικών καταστημάτων ο ναυτικός Γιώργος Μπέζας. Ο οποίος, όταν άκουσε τους πυροβολισμούς και είδε ένα άτομο να απομακρύνεται τρέχοντας από την οδό Γεωργίου Σταύρου, χωρίς να ξέρει καν τι είχε συμβεί και ποιος είχε δολοφονηθεί, το καταδίωξε και το πρόλαβε ακινητοποιώντας το στη γωνία Αριστοτέλους με Τσιμισκή. Κι εκεί, πάλι κατά τύχη, βρέθηκε εκείνη την ώρα ένας αστυνομικός εκτός υπηρεσίας που συνέλαβε το άτομο εκείνο. Και με τον Μπέζα το οδήγησαν στο Τμήμα, όπου έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για τον δολοφόνο του Ζεύγου, τον Χρήστο Βλάχο.
● Επίσης, ίσως να ήταν άγνωστη ακόμη, αν και πέρασε ένας αιώνας από τότε, η ταυτότητα του ατόμου που δολοφόνησε στις 5 Μαρτίου 1913, στη γωνία των οδών Βασιλίσσης Ολγας και Αγίας Τριάδας, τον διαμένοντα μόνιμα στη Θεσσαλονίκη εκείνο το διάστημα βασιλιά Γεώργιο τον Α’. Ο δολοφόνος του, ο Αλέξανδρος Σχοινάς, θα μπορούσε εύκολα να διαφύγει, όπως εξάλλου το επιχείρησε, καθώς ο βασιλιάς είχε βγει περίπατο χωρίς την προστασία φρουρών, συνοδευόμενος μόνο από τον υπασπιστή του, ταγματάρχη Φραγκούδη. Ευτυχώς κατά τύχη, βρέθηκαν να περνούν από το σημείο εκείνο δύο Κρητικοί χωροφύλακες, οι οποίοι βοήθησαν στη σύλληψη του δράστη. Για να μην επεκταθούμε στα απίστευτα στοιχεία εκείνης της ιστορίας που οδήγησαν τον Σχοινά να έχει το τέλος του Λι Οσβαλντ, του δολοφόνου του προέδρου Κένεντι.
● Σε ένα άλλο πολιτικό έγκλημα με διεθνή απήχηση, που διαπράχθηκε στη Θεσσαλονίκη, του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 8 Μαΐου 1948, δεν θα είχαν έρθει στο φως οι λεπτομέρειες, αν δεν υπήρχε κι εδώ μία μη αναμενόμενη για τους δράστες σύμπτωση: Παρά το γεγονός ότι ο νεκρός Αμερικανός δημοσιογράφος ήταν δεμένος πισθάγκωνα με καραβόσχοινο, το σχοινί χαλάρωσε από το νερό, μετά από μία εβδομάδα παραμονής στον πάτο του Θερμαϊκού, κι έτσι το πτώμα βγήκε στην επιφάνεια. Διαλύοντας, εκτός των άλλων, και τον μύθο των αστυνομικών αρχών που ήθελε τον Τζορτζ Πολκ να βρίσκεται στους αντάρτες. Ασχετα αν στο τέλος τα σαΐνια της αστυνομίας, οι Κλουζώ της εποχής, κατασκεύασαν ως δράστη τον δημοσιογράφο Γρηγόρη Στακτόπουλο, ο οποίος, ως άλλος Ντρέιφους, έμεινε άδικα 12 χρόνια στη φυλακή.
● Στη δολοφονία πάλι του βουλευτή της Αριστεράς Γιώργη Τσαρουχά από τα όργανα της δικτατορίας, στις 9 Μαΐου 1968, έπειτα από μεσαιωνικά βασανιστήρια στα κρατητήρια της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης, ίσως ακόμη να επικρατούσε η εκδοχή των χουντικών αρχών περί «θανάτου εξ εμφράγματος λόγω αρτηριοσκληρώσεως». Ευτυχώς, υπήρξε ένας οξυδερκής και παρατηρητικός δικαστικός, ο Χρήστος Ηλιάδης. Ο οποίος, διενεργώντας εξονυχιστική ανάκριση μετά τη Μεταπολίτευση, ανακάλυψε τυχαία, πεταμένο σε ένα συρτάρι της Αστυνομίας, έναν φάκελο που από έξω έγραφε «Τσαρουχάς» και ο οποίος περιείχε ένα φιλμ της Σήμανσης, με φωτογραφίες οι οποίες είχαν τραβηχτεί στο νεκροτομείο. Οταν εμφάνισε το φιλμ, έκπληκτος διαπίστωσε ότι οι φωτογραφίες έδειχναν τον Τσαρουχά νεκρό στο τραπέζι του νεκροτομείου. Με το κορμί του κατάμαυρο από τα σημάδια των φριχτών βασανιστηρίων στα οποία είχε υποβληθεί, εξ αιτίας των οποίων οδηγήθηκε στον θάνατο.
● Τέλος, για να φτάσουμε και στην υπόθεση Λαμπράκη, ενδεχομένως ακόμη, πενήντα δύο χρόνια από τη διάπραξη εκείνης της στυγερής πολιτικής δολοφονίας, να ίσχυε η άποψη που είχαν διοχετεύσει τότε οι αστυνομικές αρχές περί «τροχαίου ατυχήματος». Οι δράστες εκείνου του καλά οργανωμένου εγκλήματος που συντάραξε όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και όλο τον κόσμο, θα είχαν φύγει ανενόχλητοι και ένα πέπλο σιωπής και αποπροσανατολισμού θα είχε σκεπάσει και αυτήν την ιστορία.
Δυστυχώς για τους δολοφόνους, την κατάλληλη στιγμή στην κατάλληλη θέση «φύτρωσε» ένας απρόβλεπτος παράγοντας.
Ενας αίλουρος, ένα από τα παιδιά σαλταδόρους της Κατοχής, ο «Τίγρης» Μανόλης Χατζηαποστόλου. Ο οποίος είχε βρεθεί κατά τύχη στη γωνία των οδών Βενιζέλου-Ερμού και Σπανδωνή.
Και με το παράτολμο και επικίνδυνο για τη ζωή του σάλτο που έκανε, καθώς το τρίκυκλο βρισκόταν εν κινήσει, κατόρθωσε παλεύοντας με τους δύο δράστες, Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη, πάνω στην καρότσα να το ακινητοποιήσει στη γωνία Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ.
Και με τη βοήθεια του τροχονόμου Χαράλαμπου Ασπιώτη, που επίσης τυχαία βρέθηκε εκεί ρυθμίζοντας την κυκλοφορία, να οδηγηθούν οι δύο παρακρατικοί στο Ε΄ Αστυνομικό Τμήμα.
Ετσι, χάρη και στην επιμονή του ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη, άρχισε από κει να ξετυλίγεται το κουβάρι που οδήγησε στην πλήρη σχεδόν διερεύνηση του εγκλήματος και την αποκάλυψη της αμαρτωλής διασύνδεσης κράτους και παρακράτους.
Ηταν όλες αυτές οι συμπτώσεις Θεία Δίκη;
Αντί για άλλη απάντηση, θέλω να θυμίσω τους στίχους από ένα τραγουδάκι, με τον ίδιο τίτλο «Θεία Δίκη», που έγραψε στα 1997 ο Γιάννης Καραλής και λέει:
Αφού υπάρχει Θεία Δίκη
κάποτε θ’ απολογηθείς
για ότι μου ‘κανες μωρό μου
πολύ σκληρά θα πληρωθείς.
Δυστυχώς, οι δράστες εκείνων των μεγάλων πολιτικών δολοφονιών, κάθε άλλο παρά σκληρά πλήρωσαν. Αντιθέτως, παρά την κατακραυγή της ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης, έπεσαν στα πολύ μαλακά.
Ενώ οι εμπνευστές εκείνων των εγκλημάτων, οι ηθικοί αυτουργοί, έμειναν στο απυρόβλητο.
*Δημοσιογράφος -συγγραφέας, τέως γενικός διευθυντής του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων
Αρχισα όμως να προβληματίζομαι με το ζήτημα, όταν τελευταία καταπιάστηκα με τη διερεύνηση κάποιων στοιχείων, προετοιμάζοντας ένα βιβλίο μου με θέμα τις επτά πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ού αιώνα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιανός.Καθώς από εκείνη την έρευνα διαπίστωσα έκπληκτος ότι σε σχεδόν όλες τις περιπτώσεις εκείνες υπήρξε ένα πλήθος απίθανων συμπτώσεων και απίστευτων περιστατικών, που αυτά τελικά, και όχι η επιδεξιότητα των αστυνομικών αρχών, είναι που οδήγησαν στον εντοπισμό των δολοφόνων.Αρκετοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι δίχως εκείνες τις συμπτώσεις ίσως να μη γινόταν ποτέ γνωστή η ταυτότητα των δραστών.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος:
● Ισως ακόμη μέχρι σήμερα να μην ξέραμε ποιος δολοφόνησε τον πρώην υπουργό Γεωργίας και ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, Γιάννη Ζεύγο, στις 20 Μαρτίου 1947 στην οδό Αγίας Σοφίας, αν εκείνη την ώρα δεν χάζευε τις βιτρίνες των γειτονικών καταστημάτων ο ναυτικός Γιώργος Μπέζας. Ο οποίος, όταν άκουσε τους πυροβολισμούς και είδε ένα άτομο να απομακρύνεται τρέχοντας από την οδό Γεωργίου Σταύρου, χωρίς να ξέρει καν τι είχε συμβεί και ποιος είχε δολοφονηθεί, το καταδίωξε και το πρόλαβε ακινητοποιώντας το στη γωνία Αριστοτέλους με Τσιμισκή. Κι εκεί, πάλι κατά τύχη, βρέθηκε εκείνη την ώρα ένας αστυνομικός εκτός υπηρεσίας που συνέλαβε το άτομο εκείνο. Και με τον Μπέζα το οδήγησαν στο Τμήμα, όπου έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για τον δολοφόνο του Ζεύγου, τον Χρήστο Βλάχο.
● Επίσης, ίσως να ήταν άγνωστη ακόμη, αν και πέρασε ένας αιώνας από τότε, η ταυτότητα του ατόμου που δολοφόνησε στις 5 Μαρτίου 1913, στη γωνία των οδών Βασιλίσσης Ολγας και Αγίας Τριάδας, τον διαμένοντα μόνιμα στη Θεσσαλονίκη εκείνο το διάστημα βασιλιά Γεώργιο τον Α’. Ο δολοφόνος του, ο Αλέξανδρος Σχοινάς, θα μπορούσε εύκολα να διαφύγει, όπως εξάλλου το επιχείρησε, καθώς ο βασιλιάς είχε βγει περίπατο χωρίς την προστασία φρουρών, συνοδευόμενος μόνο από τον υπασπιστή του, ταγματάρχη Φραγκούδη. Ευτυχώς κατά τύχη, βρέθηκαν να περνούν από το σημείο εκείνο δύο Κρητικοί χωροφύλακες, οι οποίοι βοήθησαν στη σύλληψη του δράστη. Για να μην επεκταθούμε στα απίστευτα στοιχεία εκείνης της ιστορίας που οδήγησαν τον Σχοινά να έχει το τέλος του Λι Οσβαλντ, του δολοφόνου του προέδρου Κένεντι.
● Σε ένα άλλο πολιτικό έγκλημα με διεθνή απήχηση, που διαπράχθηκε στη Θεσσαλονίκη, του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 8 Μαΐου 1948, δεν θα είχαν έρθει στο φως οι λεπτομέρειες, αν δεν υπήρχε κι εδώ μία μη αναμενόμενη για τους δράστες σύμπτωση: Παρά το γεγονός ότι ο νεκρός Αμερικανός δημοσιογράφος ήταν δεμένος πισθάγκωνα με καραβόσχοινο, το σχοινί χαλάρωσε από το νερό, μετά από μία εβδομάδα παραμονής στον πάτο του Θερμαϊκού, κι έτσι το πτώμα βγήκε στην επιφάνεια. Διαλύοντας, εκτός των άλλων, και τον μύθο των αστυνομικών αρχών που ήθελε τον Τζορτζ Πολκ να βρίσκεται στους αντάρτες. Ασχετα αν στο τέλος τα σαΐνια της αστυνομίας, οι Κλουζώ της εποχής, κατασκεύασαν ως δράστη τον δημοσιογράφο Γρηγόρη Στακτόπουλο, ο οποίος, ως άλλος Ντρέιφους, έμεινε άδικα 12 χρόνια στη φυλακή.
● Στη δολοφονία πάλι του βουλευτή της Αριστεράς Γιώργη Τσαρουχά από τα όργανα της δικτατορίας, στις 9 Μαΐου 1968, έπειτα από μεσαιωνικά βασανιστήρια στα κρατητήρια της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης, ίσως ακόμη να επικρατούσε η εκδοχή των χουντικών αρχών περί «θανάτου εξ εμφράγματος λόγω αρτηριοσκληρώσεως». Ευτυχώς, υπήρξε ένας οξυδερκής και παρατηρητικός δικαστικός, ο Χρήστος Ηλιάδης. Ο οποίος, διενεργώντας εξονυχιστική ανάκριση μετά τη Μεταπολίτευση, ανακάλυψε τυχαία, πεταμένο σε ένα συρτάρι της Αστυνομίας, έναν φάκελο που από έξω έγραφε «Τσαρουχάς» και ο οποίος περιείχε ένα φιλμ της Σήμανσης, με φωτογραφίες οι οποίες είχαν τραβηχτεί στο νεκροτομείο. Οταν εμφάνισε το φιλμ, έκπληκτος διαπίστωσε ότι οι φωτογραφίες έδειχναν τον Τσαρουχά νεκρό στο τραπέζι του νεκροτομείου. Με το κορμί του κατάμαυρο από τα σημάδια των φριχτών βασανιστηρίων στα οποία είχε υποβληθεί, εξ αιτίας των οποίων οδηγήθηκε στον θάνατο.
● Τέλος, για να φτάσουμε και στην υπόθεση Λαμπράκη, ενδεχομένως ακόμη, πενήντα δύο χρόνια από τη διάπραξη εκείνης της στυγερής πολιτικής δολοφονίας, να ίσχυε η άποψη που είχαν διοχετεύσει τότε οι αστυνομικές αρχές περί «τροχαίου ατυχήματος». Οι δράστες εκείνου του καλά οργανωμένου εγκλήματος που συντάραξε όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και όλο τον κόσμο, θα είχαν φύγει ανενόχλητοι και ένα πέπλο σιωπής και αποπροσανατολισμού θα είχε σκεπάσει και αυτήν την ιστορία.
Δυστυχώς για τους δολοφόνους, την κατάλληλη στιγμή στην κατάλληλη θέση «φύτρωσε» ένας απρόβλεπτος παράγοντας.
Ενας αίλουρος, ένα από τα παιδιά σαλταδόρους της Κατοχής, ο «Τίγρης» Μανόλης Χατζηαποστόλου. Ο οποίος είχε βρεθεί κατά τύχη στη γωνία των οδών Βενιζέλου-Ερμού και Σπανδωνή.
Και με το παράτολμο και επικίνδυνο για τη ζωή του σάλτο που έκανε, καθώς το τρίκυκλο βρισκόταν εν κινήσει, κατόρθωσε παλεύοντας με τους δύο δράστες, Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη, πάνω στην καρότσα να το ακινητοποιήσει στη γωνία Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ.
Και με τη βοήθεια του τροχονόμου Χαράλαμπου Ασπιώτη, που επίσης τυχαία βρέθηκε εκεί ρυθμίζοντας την κυκλοφορία, να οδηγηθούν οι δύο παρακρατικοί στο Ε΄ Αστυνομικό Τμήμα.
Ετσι, χάρη και στην επιμονή του ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη, άρχισε από κει να ξετυλίγεται το κουβάρι που οδήγησε στην πλήρη σχεδόν διερεύνηση του εγκλήματος και την αποκάλυψη της αμαρτωλής διασύνδεσης κράτους και παρακράτους.
Ηταν όλες αυτές οι συμπτώσεις Θεία Δίκη;
Αντί για άλλη απάντηση, θέλω να θυμίσω τους στίχους από ένα τραγουδάκι, με τον ίδιο τίτλο «Θεία Δίκη», που έγραψε στα 1997 ο Γιάννης Καραλής και λέει:
Αφού υπάρχει Θεία Δίκη
κάποτε θ’ απολογηθείς
για ότι μου ‘κανες μωρό μου
πολύ σκληρά θα πληρωθείς.
Δυστυχώς, οι δράστες εκείνων των μεγάλων πολιτικών δολοφονιών, κάθε άλλο παρά σκληρά πλήρωσαν. Αντιθέτως, παρά την κατακραυγή της ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης, έπεσαν στα πολύ μαλακά.
Ενώ οι εμπνευστές εκείνων των εγκλημάτων, οι ηθικοί αυτουργοί, έμειναν στο απυρόβλητο.
*Δημοσιογράφος -συγγραφέας, τέως γενικός διευθυντής του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων