Ο τρόπος που η κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας
(σ.σ.: ένας όρος που δεν πολυακούγεται τελευταίως) διαπραγματεύθηκε με
τους δανειστές (τοκογλύφους) μετά τις εκλογές και έως σήμερα
την οδήγησε σε θέσεις ασθενέστερες από εκείνες που κατείχε την επαύριο των εκλογών. Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει αβίαστο και στέκει εδραίο, αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος - και στην πολιτική εκείνο που μετράει είναι το αποτέλεσμα.
Εις ό,τι αφορά τις προθέσεις της κυβέρνησης και την εντολή που με βάση αυτές τις προθέσεις έλαβε δεν τίθεται θέμα (αν εξαιρέσουμε το ΚΚΕ, που κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για συνειδητή εξαπάτηση του λαού). Οταν όμως το αποτέλεσμα της τακτικής σου δεν δικαιώνει τις προθέσεις, τις διακηρύξεις και τους στόχους σου, το πρόβλημά σου είναι μεγαλύτερο από το πρόβλημα του αντιπάλου σου να σε οδηγήσει σε δυσχερή θέση κι από ’κεί σε δυσχερέστερη.
Κι αυτή ακριβώς η κλιμάκωση (από δυσχερή σε δυσχερέστερη θέση) είναι αυτή που χαρακτήρισε εις όσα αφορούν εμάς την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων. Αν θεωρήσουμε και πρέπει να θεωρήσουμε (αλλιώς κολλάμε μπρίκια) ότι οι θέσεις των δανειστών μας ήταν σαφείς και προδιαγεγραμμένες, η απόπειρά μας να τις αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπον ηττήθηκε ολοσχερώς, τα δε στρατηγήματα που ακολούθησαν την πανωλεθρία ήταν εξίσου ολέθρια. Διότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων εκείνοι που ισχυροποιούσαν διαρκώς τις θέσεις τους, μάλιστα με γεωμετρική πρόοδο, δεν ήμασταν εμείς.
Επ’ αυτού υπάρχουν ευθύνες (που όμως δεν είναι της παρούσης). Δεν θα σταθώ στο λάθος που επικαλέσθηκε ο κ. Τσίπρας (εις ό,τι αφορά το ρευστόν αντίκρισμα της ημισυμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου), ούτε στην απειρία (αλλά και το ανέτοιμον!!!) που επικαλέσθηκε ο κ. Τσακαλώτος, ούτε στις κόκκινες ρίγες (έστω κόκκινες γραμμές) στο σακάκι του κ. Βαρουφάκη, όμως θα σταθώ
σε όλο αυτό το αλαλούμ με το οποίο κυβερνητικά στελέχη και στελέχη επικάλυψαν την πορεία των διαπραγματεύσεων. Ενας κονιορτός που σκεπάζοντας έδειχνε την ανυπαρξία στρατηγικής και τακτικής. Τους ελιγμούς που δεν θα έκανε ούτε ανεκπαίδευτος λοχίας χωρίς να πάει μετά να κοπανάει το κεφάλι του στον τοίχο (πριν να γκρεμισθεί κι αυτός).
Σε όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων οι δανειστές κέρδιζαν έδαφος με τέτοια ευκολία, ώστε να πολλαπλασιάζουν τις απαιτήσεις τους και να μετατρέπουν τους όρους τους σε υπαγορεύσεις. Κι έτσι τους λεονταρισμούς ότι θα τους «πληρώσουμε με αέρα» μάς τους επέστρεψαν (ή ήταν από μόνοι τους αυτεπίστροφοι) με τη χρηματοδοτική ασφυξία.
Ενα έπαιρναν από μας οι δανειστές και δέκα ζητούσαν. Εριξαν πάνω στο τραπέζι τα πάντα: την πονηρία, την αλαζονεία, την απληστία, άρχισαν να ροκανίζουν τον χρόνο και το κύρος της ελληνικής κυβέρνησης. Προκάλεσαν κόπωση της διαδικασίας. Εκαναν τον κ. Βαρουφάκη με τα κρεμμυδάκια, ενώ η επιχείρηση προσωπικής φθοράς του κ. Τσίπρα με την επικουρία των εδώ γκαουλάιτερ της Διαπλοκής εντείνεται, κορυφώνεται και βαθαίνει.
Η δημοφιλία του κ. Τσίπρα στα γκάλοπ (68-70%) και η υποστηρικτική διάθεση του λαού στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (πάνω από 50%) θα αποδειχθούν πολύ ασθενή αναχώματα για τους δανειστές, αν στο τέλος των διαπραγματεύσεων θα έχουν αλώσει τις δύο συν δύο κόκκινες γραμμές που έχουν απομείνει να τις υπερασπίζεται μόνη της η κυβέρνηση (με τον λαό μουδιασμένο να παρατηρεί την έκβαση). Και βεβαίως η στήριξη στον λαό, αλλά όχι και η ενεργοποίησή του είναι λάθος (αλλά ούτε αυτό είναι της παρούσης) - της παρούσης είναι πώς φθάσαμε ως εδώ και τι μπορούμε να κάνουμε στο εξής για να το ανατρέψουμε. Να το ανατρέψουμε
διότι ήδη βρισκόμαστε σε έδαφος που είτε υποχωρήσουμε ακόμα πιο πίσω είτε το κρατήσουμε ,η χώρα δεν θα μπορεί να επιβιώσει στο εξής παρά μόνον ως Ειδική Οικονομική Ζώνη.
Λένε ορισμένοι και το λένε καλόπιστα ότι πρέπει να κρατήσουμε τώρα ό,τι μπορούμε και να ανακτήσουμε στο εγγύς μέλλον ό,τι η κυβέρνηση υποσχέθηκε στον λαό, αν όχι με το πρόγραμμά της, αλλά τουλάχιστον με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Προσωπική μου γνώμη είναι ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Διότι, αν το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων (εφόσον στο μεταξύ δεν πάθουμε κι άλλα χειρότερα) θα είναι να κρατηθούν μία, δύο η καμμία από τις κόκκινες γραμμές, η χώρα δεν θα έχει πλέον το σθένος (κι ούτε τις δυνατότητες) να ξεκινήσει για την ανάταξή της απ’ την αρχή.
Αντιθέτως, θα έχει μπει σε μια μακρά οδό λιτότητας και υποτέλειας. Μπορεί ή θέλει η Αριστερά να διαχειρισθεί κάτι τέτοιο; Μπορεί να μετατρέψει τις κόκκινες (ήδη τσαλακωμένες) γραμμές της σε «κόκκινα μνημόνια»;
Βεβαίως αυτοί που προτιμούν τον «έντιμο συμβιβασμό» από τη ρήξη έχουν δίκιο. Διότι μια ρήξη στην οποία δεν θα προχωρήσει κανείς με τους δικούς του όρους, θα είναι απλώς καταστροφική. Οπως καταστροφικός θα είναι και ένας «έντιμος συμβιβασμός» που θα «νομιμοποιεί» την παραίτηση της Αριστεράς (τώρα και αργότερα) απ’ τους στόχους εκείνους που (παρά τους συμβιβασμούς) θα κρατούσαν ζωντανή τη χώρα, έστω κι αναπνέοντας με καλάμι.
Για να δει τι μπορεί να κάνει η Αριστερά τώρα, πρέπει να δει τι έκανε και τι δεν έκανε ως τώρα.
Πήγε στις διαπραγματεύσεις χωρίς plan B. Ολοι διαθέτουν plan B και C και D, μόνον η Αριστερά, υποκύπτοντας στην εγχώρια κι εξωχώρια ιδεολογική τρομοκρατία, πήγε χωρίς plan B να διαπραγματευτεί με εκείνους που διαθέτουν ό,τι είδους plan θέλετε. Δεύτερον: έπρεπε να έχει πάει στις διαπραγματεύσεις έχοντας ήδη ψηφίσει στη Βουλή δέκα φιλολαϊκά νομοσχέδια ανεξαρτήτως κόστους. Που θα έκαναν την υποστήριξη του λαού σίδερο. Τρίτον: Με τον λαό στους δρόμους. Ενημερωμένον, οργανωμένον, έτοιμον. Ωστε να βλέπει η κοινή γνώμη στη Δύση όχι χαζογκλαμουριάρικες φωτογραφήσεις υπό την Ακρόπολη, αλλά την Ακρόπολη στο πόδι απ’ την οργή ενός λαού που παγιδεύθηκε αισχρά και σφαγιάσθηκε αισχρότερα. Τέταρτον: με μια μελέτη του κόστους που θα είχε η ευρωζώνη αν η Ελλάδα δέκα-είκοσι μέρες μετά τις εκλογές έσκαζε στα χέρια της! Πόσο θα κόστιζε στους δανειστές η απληστία τους; ένα τρισεκατομμύριο, δύο; άγνωστον;
Με δυο λόγια, έχει γίνει ένα στρατηγικό λάθος που δεν θα πρέπει να μετατραπεί σε ιστορικό λάθος. Ο χρόνος που χάθηκε πολύς, ο χρόνος που μένει λίγος. Η διακυβέρνηση δεν είναι μόνον θέμα συμβολισμών (καλών όπως με τις καθαρίστριες, κακών όπως με τους διορισμούς ημετέρων), αλλά αποτελέσματος. Κι όσον η διακυβέρνηση εξαρτάται απ’ τη διαπραγμάτευση τα αποτελέσματα είναι πενιχρά.
Αν υπάρχει χρόνος να αλλάξουν τα πράγματα και η διαπραγμάτευση να εξαρτηθεί απ’ τη διακυβέρνηση, το γνωρίζει πλέον μόνον ο κ. Τσίπρας και το στενό του περιβάλλον. Ούτε καν το Υπουργικό Συμβούλιο, ούτε καν το κόμμα του. Δυστυχώς. Ο κ. Τσίπρας φαίνεται να βασίζεται στη σχέση του με τον λαό. Ακόμα προνομιακή. Σε καιρούς κινδυνώδεις, αυτό που σε ομαλούς καιρούς είναι απαράδεκτο (η προσωποπαγής διακυβέρνηση) φαίνεται τώρα σαν μια επιλογή. Κακή επιλογή ακόμα κι αν φέρει καλό αποτέλεσμα.
Συνεπώς, μόνον με άλλες επιλογές προσώπων και μεθόδων θα μπορούσε η κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας να μη δίνει μια διαρκή μάχη οπισθοφυλακών, αλά να βαδίσει μπροστά. Κι αν δεν βαδίσει μπροστά, δεν θα υπάρχει έδαφος για να κάνει πίσω...
την οδήγησε σε θέσεις ασθενέστερες από εκείνες που κατείχε την επαύριο των εκλογών. Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει αβίαστο και στέκει εδραίο, αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος - και στην πολιτική εκείνο που μετράει είναι το αποτέλεσμα.
Εις ό,τι αφορά τις προθέσεις της κυβέρνησης και την εντολή που με βάση αυτές τις προθέσεις έλαβε δεν τίθεται θέμα (αν εξαιρέσουμε το ΚΚΕ, που κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για συνειδητή εξαπάτηση του λαού). Οταν όμως το αποτέλεσμα της τακτικής σου δεν δικαιώνει τις προθέσεις, τις διακηρύξεις και τους στόχους σου, το πρόβλημά σου είναι μεγαλύτερο από το πρόβλημα του αντιπάλου σου να σε οδηγήσει σε δυσχερή θέση κι από ’κεί σε δυσχερέστερη.
Κι αυτή ακριβώς η κλιμάκωση (από δυσχερή σε δυσχερέστερη θέση) είναι αυτή που χαρακτήρισε εις όσα αφορούν εμάς την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων. Αν θεωρήσουμε και πρέπει να θεωρήσουμε (αλλιώς κολλάμε μπρίκια) ότι οι θέσεις των δανειστών μας ήταν σαφείς και προδιαγεγραμμένες, η απόπειρά μας να τις αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπον ηττήθηκε ολοσχερώς, τα δε στρατηγήματα που ακολούθησαν την πανωλεθρία ήταν εξίσου ολέθρια. Διότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων εκείνοι που ισχυροποιούσαν διαρκώς τις θέσεις τους, μάλιστα με γεωμετρική πρόοδο, δεν ήμασταν εμείς.
Επ’ αυτού υπάρχουν ευθύνες (που όμως δεν είναι της παρούσης). Δεν θα σταθώ στο λάθος που επικαλέσθηκε ο κ. Τσίπρας (εις ό,τι αφορά το ρευστόν αντίκρισμα της ημισυμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου), ούτε στην απειρία (αλλά και το ανέτοιμον!!!) που επικαλέσθηκε ο κ. Τσακαλώτος, ούτε στις κόκκινες ρίγες (έστω κόκκινες γραμμές) στο σακάκι του κ. Βαρουφάκη, όμως θα σταθώ
σε όλο αυτό το αλαλούμ με το οποίο κυβερνητικά στελέχη και στελέχη επικάλυψαν την πορεία των διαπραγματεύσεων. Ενας κονιορτός που σκεπάζοντας έδειχνε την ανυπαρξία στρατηγικής και τακτικής. Τους ελιγμούς που δεν θα έκανε ούτε ανεκπαίδευτος λοχίας χωρίς να πάει μετά να κοπανάει το κεφάλι του στον τοίχο (πριν να γκρεμισθεί κι αυτός).
Σε όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων οι δανειστές κέρδιζαν έδαφος με τέτοια ευκολία, ώστε να πολλαπλασιάζουν τις απαιτήσεις τους και να μετατρέπουν τους όρους τους σε υπαγορεύσεις. Κι έτσι τους λεονταρισμούς ότι θα τους «πληρώσουμε με αέρα» μάς τους επέστρεψαν (ή ήταν από μόνοι τους αυτεπίστροφοι) με τη χρηματοδοτική ασφυξία.
Ενα έπαιρναν από μας οι δανειστές και δέκα ζητούσαν. Εριξαν πάνω στο τραπέζι τα πάντα: την πονηρία, την αλαζονεία, την απληστία, άρχισαν να ροκανίζουν τον χρόνο και το κύρος της ελληνικής κυβέρνησης. Προκάλεσαν κόπωση της διαδικασίας. Εκαναν τον κ. Βαρουφάκη με τα κρεμμυδάκια, ενώ η επιχείρηση προσωπικής φθοράς του κ. Τσίπρα με την επικουρία των εδώ γκαουλάιτερ της Διαπλοκής εντείνεται, κορυφώνεται και βαθαίνει.
Η δημοφιλία του κ. Τσίπρα στα γκάλοπ (68-70%) και η υποστηρικτική διάθεση του λαού στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (πάνω από 50%) θα αποδειχθούν πολύ ασθενή αναχώματα για τους δανειστές, αν στο τέλος των διαπραγματεύσεων θα έχουν αλώσει τις δύο συν δύο κόκκινες γραμμές που έχουν απομείνει να τις υπερασπίζεται μόνη της η κυβέρνηση (με τον λαό μουδιασμένο να παρατηρεί την έκβαση). Και βεβαίως η στήριξη στον λαό, αλλά όχι και η ενεργοποίησή του είναι λάθος (αλλά ούτε αυτό είναι της παρούσης) - της παρούσης είναι πώς φθάσαμε ως εδώ και τι μπορούμε να κάνουμε στο εξής για να το ανατρέψουμε. Να το ανατρέψουμε
διότι ήδη βρισκόμαστε σε έδαφος που είτε υποχωρήσουμε ακόμα πιο πίσω είτε το κρατήσουμε ,η χώρα δεν θα μπορεί να επιβιώσει στο εξής παρά μόνον ως Ειδική Οικονομική Ζώνη.
Λένε ορισμένοι και το λένε καλόπιστα ότι πρέπει να κρατήσουμε τώρα ό,τι μπορούμε και να ανακτήσουμε στο εγγύς μέλλον ό,τι η κυβέρνηση υποσχέθηκε στον λαό, αν όχι με το πρόγραμμά της, αλλά τουλάχιστον με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Προσωπική μου γνώμη είναι ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Διότι, αν το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων (εφόσον στο μεταξύ δεν πάθουμε κι άλλα χειρότερα) θα είναι να κρατηθούν μία, δύο η καμμία από τις κόκκινες γραμμές, η χώρα δεν θα έχει πλέον το σθένος (κι ούτε τις δυνατότητες) να ξεκινήσει για την ανάταξή της απ’ την αρχή.
Αντιθέτως, θα έχει μπει σε μια μακρά οδό λιτότητας και υποτέλειας. Μπορεί ή θέλει η Αριστερά να διαχειρισθεί κάτι τέτοιο; Μπορεί να μετατρέψει τις κόκκινες (ήδη τσαλακωμένες) γραμμές της σε «κόκκινα μνημόνια»;
Βεβαίως αυτοί που προτιμούν τον «έντιμο συμβιβασμό» από τη ρήξη έχουν δίκιο. Διότι μια ρήξη στην οποία δεν θα προχωρήσει κανείς με τους δικούς του όρους, θα είναι απλώς καταστροφική. Οπως καταστροφικός θα είναι και ένας «έντιμος συμβιβασμός» που θα «νομιμοποιεί» την παραίτηση της Αριστεράς (τώρα και αργότερα) απ’ τους στόχους εκείνους που (παρά τους συμβιβασμούς) θα κρατούσαν ζωντανή τη χώρα, έστω κι αναπνέοντας με καλάμι.
Για να δει τι μπορεί να κάνει η Αριστερά τώρα, πρέπει να δει τι έκανε και τι δεν έκανε ως τώρα.
Πήγε στις διαπραγματεύσεις χωρίς plan B. Ολοι διαθέτουν plan B και C και D, μόνον η Αριστερά, υποκύπτοντας στην εγχώρια κι εξωχώρια ιδεολογική τρομοκρατία, πήγε χωρίς plan B να διαπραγματευτεί με εκείνους που διαθέτουν ό,τι είδους plan θέλετε. Δεύτερον: έπρεπε να έχει πάει στις διαπραγματεύσεις έχοντας ήδη ψηφίσει στη Βουλή δέκα φιλολαϊκά νομοσχέδια ανεξαρτήτως κόστους. Που θα έκαναν την υποστήριξη του λαού σίδερο. Τρίτον: Με τον λαό στους δρόμους. Ενημερωμένον, οργανωμένον, έτοιμον. Ωστε να βλέπει η κοινή γνώμη στη Δύση όχι χαζογκλαμουριάρικες φωτογραφήσεις υπό την Ακρόπολη, αλλά την Ακρόπολη στο πόδι απ’ την οργή ενός λαού που παγιδεύθηκε αισχρά και σφαγιάσθηκε αισχρότερα. Τέταρτον: με μια μελέτη του κόστους που θα είχε η ευρωζώνη αν η Ελλάδα δέκα-είκοσι μέρες μετά τις εκλογές έσκαζε στα χέρια της! Πόσο θα κόστιζε στους δανειστές η απληστία τους; ένα τρισεκατομμύριο, δύο; άγνωστον;
Με δυο λόγια, έχει γίνει ένα στρατηγικό λάθος που δεν θα πρέπει να μετατραπεί σε ιστορικό λάθος. Ο χρόνος που χάθηκε πολύς, ο χρόνος που μένει λίγος. Η διακυβέρνηση δεν είναι μόνον θέμα συμβολισμών (καλών όπως με τις καθαρίστριες, κακών όπως με τους διορισμούς ημετέρων), αλλά αποτελέσματος. Κι όσον η διακυβέρνηση εξαρτάται απ’ τη διαπραγμάτευση τα αποτελέσματα είναι πενιχρά.
Αν υπάρχει χρόνος να αλλάξουν τα πράγματα και η διαπραγμάτευση να εξαρτηθεί απ’ τη διακυβέρνηση, το γνωρίζει πλέον μόνον ο κ. Τσίπρας και το στενό του περιβάλλον. Ούτε καν το Υπουργικό Συμβούλιο, ούτε καν το κόμμα του. Δυστυχώς. Ο κ. Τσίπρας φαίνεται να βασίζεται στη σχέση του με τον λαό. Ακόμα προνομιακή. Σε καιρούς κινδυνώδεις, αυτό που σε ομαλούς καιρούς είναι απαράδεκτο (η προσωποπαγής διακυβέρνηση) φαίνεται τώρα σαν μια επιλογή. Κακή επιλογή ακόμα κι αν φέρει καλό αποτέλεσμα.
Συνεπώς, μόνον με άλλες επιλογές προσώπων και μεθόδων θα μπορούσε η κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας να μη δίνει μια διαρκή μάχη οπισθοφυλακών, αλά να βαδίσει μπροστά. Κι αν δεν βαδίσει μπροστά, δεν θα υπάρχει έδαφος για να κάνει πίσω...