08 Μαρτίου 2015

Το Κομπάνι που νίκησε, το Κομπάνι που επιμένει

Το Κομπάνι που νίκησε, το Κομπάνι που επιμένει
Στα περίχωρα της τουρκικής πόλης Σουρούτς, που βρίσκεται μια ανάσα από τα σύνορα με τη Συρία και έχει δεχτεί τον κύριο όγκο των διακοσίων χιλιάδων προσφύγων του Κομπάνι, μια ομάδα ανθρώπων δουλεύουν αγόγγυστα νύχτα και μέρα σε έναν αυτοσχέδιο φούρνο κι ένα πρόχειρο μαγειρείο. Κούρδοι εθελοντές με τη βοήθεια προσφύγων ζυμώνουν και μαγειρεύουν από το πρωί ώς το βράδυ στρατευμένοι στον αγώνα να κρατηθούν στη ζωή οι δεκάδες χιλιάδες φιλοξενούμενοι των προσφυγικών καταυλισμών. Ο Μοχάμεντ Ίσα μέχρι πριν λίγους μήνες είχε έναν μικρό φούρνο στο Κομπάνι και με τα λίγα χρήματα που κέρδιζε έτρεφε τα οκτώ του παιδιά. Σήμερα, πρόσφυγας πια στην Τουρκία, εξακολουθεί να ζυμώνει και να ψήνει το ψωμί για τους συμπατριώτες του που ζουν σε αντίσκηνα, κοντέινερ και φτωχικά καλύβια κατά μήκος των συνόρων
. «Θα είμαι ο τελευταίος που θα γυρίσει πίσω στο Κομπάνι» λέει ο Μοχάμεντ και στα λόγια του ζυμώνονται αντάμα η θλίψη και η περηφάνια. «Και μία οικογένεια να έχει μείνει πίσω, εγώ θα είμαι εδώ για να της προσφέρω έστω κι ένα κομμάτι ψωμί» είναι τα λόγια του πρόσφυγα που εδώ και επτά μήνες προσφέρει τις υπηρεσίες του για την επιβίωση των συμπατριωτών του προσφύγων. Ο Μοχάμεντ είναι ένας από τους χιλιάδες Κούρδους εθελοντές, που, με εφόδιο την ανθρωπιστική βοήθεια που καταφέρνει να φτάσει στη νοτιοανατολική Τουρκία, δίνουν τον σκληρό αγώνα της αξιοπρεπούς στήριξης των προσφύγων.

Λίγα χιλιόμετρα μόλις μακριά από τον φούρνο, μια άλλη ομάδα εθελοντών ξεφορτώνει στις κεντρικές αποθήκες της πόλης τη βοήθεια που μόλις έχει φτάσει από την Ελλάδα. Χέρι με χέρι κατεβαίνουν μέσα στη νύχτα από το φορτηγό 13 τόνοι τροφίμων, 124 κιβώτια με φάρμακα, 1.000 κουβέρτες και 1.400 συσκευασίες ειδών προσωπικής υγιεινής για παιδιά και γυναίκες. Είναι το κοπιαστικό και ανθρώπινο αποτέλεσμα μιας μεγάλης καμπάνιας αλληλεγγύης που «έτρεξε» πανελλαδικά τους τρεις τελευταίους μήνες με πρωτοβουλία της «Αλληλεγγύης για Όλους», του ΚΕΘΕΑ, των Κοινωνικών Ιατρείων και Φαρμακείων Αττικής, της ΑΔΕΔΥ, δήμων όπως και φυσικά του ραδιοφωνικού σταθμού «Στο Κόκκινο». Ένα καραβάνι αλληλεγγύης που πέρασε από 90 σημεία συγκέντρωσης σε όλη την Ελλάδα φτάνει τελικά στον προορισμό του. Παρά τις αγκυλώσεις της τουρκικής γραφειοκρατίας, το μεγάλο ταξίδι της βοήθειας καταλήγει εκεί που πρέπει. Τα τρόφιμα, τα φάρμακα και τα υπόλοιπα είδη πρώτης ανάγκης από την Ελλάδα θα αποτελέσουν ακόμα ένα εφόδιο για την επιβίωση των προσφύγων και των εθελοντών που εργάζονται ακατάπαυστα για την επιστροφή τους στο απελευθερωμένο Κομπάνι.

Στους προσφυγικούς καταυλισμούς χτυπά η καρδιά του Κομπάνι

Το κρύο, η πείνα, οι ελλείψεις, η ορφάνια η ίδια δεν κατάφεραν όλους αυτούς τους μήνες της προσφυγιάς να σβήσουν την αξιοπρέπεια, την ελπίδα και τον πόθο της επιστροφής στον τόπο για τους χιλιάδες των προσφύγων.

Μέσα σε μουσκεμένα αντίσκηνα, η ζωή συνεχίζεται στα στρατόπεδα και στους καταυλισμούς. Πρόχειρα σχολεία, ανοιχτά ιατρεία και μια επιτροπή προσωρινής διοίκησης κρατούν ζωντανή τη μάχη της επιβίωσης χιλιάδων ψυχών. Το «δημοκρατικό πείραμα» του Κομπάνι έχει μεταφερθεί αναγκαστικά κάτω από το καχύποπτο μάτι του τουρκικού κράτους στην πόλη του Σουρούτς. Με μια άνευ προηγουμένου συμπαράσταση από τους άντρες και τις γυναίκες δημάρχους των πόλεων της κουρδικής πλειοψηφίας, οι πρόσφυγες περιμένουν τη μέρα του γυρισμού. Χιλιάδες παιδιά ζουν σήμερα στα στρατόπεδα της προσμονής. Ανάμεσά τους και τα παιδιά των «μαρτύρων». Τα ορφανά των μαχητών που έπεσαν στα χαρακώματα του Κομπάνι και απολαμβάνουν μια ιδιότυπη μεταχείριση και έναν έκδηλο σεβασμό από όλους ως κληρονόμοι μιας ιστορικής νίκης.

Ο Μαχμούτ Σιχάν, στα 78 του χρόνια, ανέλαβε την ευθύνη να μεγαλώσει τα παιδιά του νεκρού γιου του που έπεσε νεκρός στη μεγάλη πολιορκία της πόλης. Κρατά τη φωτογραφία του γιου του με βουρκωμένα μάτια και περηφάνια στα χείλη. «Το Κομπάνι άντεξε χάρη στο αίμα των παιδιών μας» λέει ο γέροντας και αφιερώνει τη νίκη των Κούρδων της Συρίας στον φυλακισμένο ηγέτη του λαού του, τονίζοντας με έμφαση και πάθος ότι «ο Οτσαλάν ήταν αυτός που δίδαξε σε μας και τα παιδιά μας το ιδανικό της ελευθερίας και το πάθος για τη δημοκρατία».

Το πορτρέτο του ιστορικού ηγέτη του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος βρίσκεται παντού μέσα στους καταυλισμούς. Στα ειδικά σχολεία που έχουν στηθεί εντός των στρατοπέδων, τα προσφυγόπουλα, με τη βοήθεια των λιγοστών εθελοντών δασκάλων μαθαίνουν τη γλώσσα και την ιστορία του λαού τους κάτω από την φωτογραφία του Οτσαλάν. Στο μάθημα της Ιστορίας έχει προστεθεί πλέον το κεφάλαιο Κομπάνι. «Ήταν μια ιστορική νίκη του κουρδικού λαού» λέει ο Χαλίλ Μποζάν, εκπρόσωπος της διοίκησης του Κομπάνι για την εκπαίδευση των προσφύγων μαθητών, συμπληρώνοντας πως «πρέπει να δώσουμε κι εμείς οι δάσκαλοι μια σκληρή μάχη ώστε να μην χαθεί υπό το ψυχολογικό βάρος του πολέμου, της ορφάνιας και της προσφυγιάς μια ολόκληρη γενιά».

http://www.avgi.gr/documents/10179/0/%CE%91%CE%A0%CE%9F%CE%A3%CE%A4%CE%9F%CE%9B%CE%97%20%CE%9A%CE%9F%CE%9C%CE%A0%CE%91%CE%9D%CE%99%20%CE%92%CE%9F%CE%97%CE%98%CE%95%CE%99%CE%91%20%CE%91%CE%A0%CE%9F%20%CE%A4%CE%97%CE%9D%20%CE%95%CE%9B%CE%9B%CE%91%CE%94%CE%91.jpg/3f010da1-d044-4036-bc7d-ba6465d8e2f1?t=1425723888096&imageThumbnail=3

Η αλληλεγγύη δεν σταματά εδώ

Ανάμεσα στα μέλη της ελληνικής αποστολής που συνοδεύει την ανθρωπιστική βοήθεια γεννιέται η ιδέα της συγκρότησης μιας ομάδας που θα αναλάβει την δημιουργία και την κατασκευή ενός σχολείου στο Κομπάνι που προσπαθεί να ξαναζωντανέψει μέσα από τα ίδια του τα ερείπια. Στο πρότυπο της καμπάνιας που πριν λίγα χρόνια δούλεψε για ένα σχολείο στην Τσιάπας του Μεξικού, ομάδα αλληλέγγυων αναζητά τρόπους για την οργάνωση ενός αντίστοιχου εγχειρήματος στο Κομπάνι. Η Ζουχάλ Εκμέζ, η κουρδικής καταγωγής δήμαρχος της τουρκικής πόλης Σουρούτς, περιγράφει στην ελληνική αποστολή με τα πιο μελανά χρώματα την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο απελευθερωμένο Κομπάνι. «Το μεγαλύτερο μέρος της αδελφής μας πόλης είναι κατεστραμμένο, μαζί και περίπου 400 μικρά χωριά που βρίσκονται γύρω από το Κομπάνι. Από τα τέσσερα νοσοκομεία της πόλης, τα δύο έχουν καταρρεύσει και τα υπόλοιπα είναι μισογκρεμισμένα. Το Κομπάνι είχε κάποτε 19 σχολεία και σήμερα ούτε ένα δεν μπορεί να φιλοξενήσει με ασφάλεια τα παιδιά. Χωρίς βοήθεια, αυτή η πόλη δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε και να υποδεχτεί τους 68.000
πρόσφυγες που αυτή τη στιγμή φιλοξενεί ο δικός μας δήμος».

Η δήμαρχος του Σουρούτς και η αντιπροσωπεία της διοίκησης του Κομπάνι επαναλαμβάνουν την έκκληση προς την Ελλάδα να σταθεί στο πλευρό τους τόσο με τη μορφή της υλικής βοήθειας όσο και με την πολιτική στήριξη του αγώνα τους μέσω της διεθνοποίησης των αιτημάτων τους, καθώς εκτιμούν πως η χώρα μας μπορεί να λειτουργήσει ως δίαυλος επικοινωνίας των αιτημάτων τους στην Ευρώπη.

Η γυναίκα της αφίσας


Το πρόσωπό της αποτυπώθηκε από τον φωτογραφικό φακό του Μιχάλη Καραγιάννη στα τέλη του Οκτώβρη. Το όνομά της Μαουλουντέ. Πρόσφυγας από το Κομπάνι και αυτή. Τη συναντήσαμε πριν λίγους μήνες μαζί με τη Νάντια Βαλαβάνη σε ένα χαμόσπιτο μόλις λίγα μέτρα από τα συρματοπλέγματα που χώριζαν το πνιγμένο από τους μαύρους καπνούς Κομπάνι με την Τουρκία. Μας καλωσόρισε τη βραδιά που πενθούσε τον γιο της, ο οποίος είχε πέσει νεκρός από τις σφαίρες των φανατικών του ISIS. Μας ζήτησε να μεταφέρουμε στην Ελλάδα την έκκληση των μαχητών και των προσφύγων για υποστήριξη και αλληλεγγύη. «Βοηθήστε μας να κρατήσουμε ζωντανό το Κομπάνι» ήταν τα λόγια της Μαουλουντέ. Φύγαμε τότε από το σπίτι του πένθους, δίνοντάς της αυτή την υπόσχεση.

Λίγες ημέρες αργότερα, αυτή η εμβληματική γυναίκα έγινε το κεντρικό πρόσωπο της καμπάνιας αλληλεγγύης για τους πρόσφυγες του Κομπάνι. Οι αφίσες γέμισαν τους δρόμους της Αθήνας και ακόμη δεκάδων πόλεων καλώντας μια ήδη φτωχοποιημένη κοινωνία να δηλώσει την έμπρακτη συμπαράστασή της στον αγώνα των υπερασπιστών του Κομπάνι και των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που πέρασαν τα σύνορα της Τουρκίας για να σωθούν από τη δολοφονική βαρβαρότητα των ακραίων ισλαμιστών.

Την περασμένη Τετάρτη, μαζί με τον συνάδελφο φωτογράφο τη βρήκαμε στο ίδιο σπίτι να περιμένει υπομονετικά την επιστροφή της στην ελεύθερη πια από τους τζιχαντιστές, αλλά κατεστραμμένη πόλη της. Όταν αντίκρισε την αφίσα με το πρόσωπό της, τα μάτια της βούρκωσαν κι ένας χείμαρρος από ευχαριστώ πλημμύρισε το μικρό δωμάτιο. Για τη βοήθεια, για τη συμπαράσταση, για την αλληλεγγύη, για την υπόσχεση που κρατήσαμε, για τη Νάντια, για τον κάθε άγνωστο Έλληνα. Για όλα και όλους είχε κι από ένα ευχαριστώ. Ένα ευχαριστώ από την ίδια κι από τον κάθε πρόσφυγα ξεχωριστά. Μα το πιο μεγάλο ευχαριστώ ήταν στο όνομα του Μερουάν, του νεκρού γιου της, που έβαψε με το αίμα του τα χαλάσματα του Κομπάνι, ώστε μια μέρα η οικογένειά του κι ακόμη διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες να επιστρέψουν σε μια πόλη ελεύθερη από τα φαντάσματα του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. «Την επόμενη φορά θέλω να σας δω στο σπίτι μου στο Κομπάνι» ήταν τα τελευταία λόγια της γυναίκας της αφίσας.

Ιμπραήμ Μουσλέμ 

Περιμένουμε τον Ιμπραήμ Μουσλέμ στα τουρκοσυριακά σύνορα, πίσω από τους πάνοπλους και βλοσυρούς Τούρκους στρατιώτες. Τον περιμένουμε να βγει από το Κομπάνι. Ο κουρδικής καταγωγής Σύρος γιατρός, που τα τελευταία είκοσι χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα, έχει πάρει άδεια να επισκεφτεί την πόλη που γεννήθηκε για λίγες μόνο ώρες από τις τουρκικές αρχές. Τον περιμένουμε με αγωνία να μας μεταφέρει την εικόνα από την πόλη - σύμβολο του αγώνα κατά του ακραίου θρησκευτικού φασισμού. «Είναι η πρώτη φορά που είδα να κυματίζει ελεύθερα στην πόλη μου η σημαία του ανεξάρτητου Κουρδιστάν» λέει με δάκρυα στα μάτια μόλις πατά στο τουρκικό έδαφος. «Το Κομπάνι είναι ελεύθερο, μα εξακολουθεί να ζει πολιορκημένο» είναι τα λόγια του Ιμπραήμ και μας περιγράφει τις δραματικές συνθήκες που επικρατούν στην πόλη. «Περίπου δύο χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται αυτή τη στιγμή μέσα στην πόλη και αγωνίζονται με γυμνά χέρια να την καθαρίσουν από νάρκες, εκρηκτικά και δεκάδες πτώματα που βρίσκονται ακόμα καταπλακωμένα στα ερείπια».
Με κατεστραμμένες όλες τις υποδομές, το Κομπάνι σήμερα ζει χωρίς νερό, ηλεκτρικό και τρόφιμα. «Οι λιγοστοί πρόσφυγες που έχουν επιστρέψει αδυνατούν να ξαναχτίσουν την πόλη χωρίς τη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας» εξηγεί ο Ιμπραήμ και μεταφέρει την έκκληση της διοίκησης του ελεύθερου Κομπάνι. «Είναι επιτακτική ανάγκη να επιτρέψει η Τουρκία τη δημιουργία ενός ανθρωπιστικού διαδρόμου ώστε να μπορούν να μεταφερθούν στο Κομπάνι τα απαραίτητα υλικά για την ανοικοδόμηση της πόλης, αφού όμως πρώτα ειδικά εκπαιδευμένα συνεργεία εξουδετερώσουν τα χιλιάδες εκρηκτικά που έχουν αφήσει πίσω τους οι τζιχαντιστές» είναι το μήνυμα της διοίκησης.

Είναι χαρακτηριστικό πως, μετά την απελευθέρωση του Κομπάνι, δώδεκα πολίτες έχουν χάσει τη ζωή τους μπαίνοντας σε παγιδευμένα με εκρηκτικά σπίτια της πόλης. «Τα αρρωστημένα και δολοφονικά ένστικτα των τζιχαντιστών τούς οδήγησαν να παγιδεύσουν ακόμη και παιδικά παιχνίδια, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν ακόμη και ανυποψίαστα παιδιά» λέει με οργή ο Ιμπραήμ απευθύνοντας κι αυτός έκκληση για βοήθεια από τα Ηνωμένα Έθνη που μέχρι σήμερα απουσιάζουν επιδεικτικά από την προσπάθεια οριστικής απελευθέρωσης του Κομπάνι. «Δεν ζητάμε ούτε όπλα, ούτε χρήματα» δηλώνουν οι πολίτες του Κομπάνι. «Δώστε μας μόνο τον χώρο και τις γνώσεις σας να καθαρίσουμε και να ξαναχτίσουμε τις ζωές μας» είναι το μήνυμα αυτών που μέχρι χτες μάχονταν με τα όπλα και σήμερα με τα χέρια να κρατήσουν όρθια την πόλη που έγινε παγκόσμιο σύμβολο ελευθερίας.