Η Τουρκία επιχείρησε ανεπιτυχώς να
εγκαθιδρύσει νέο πεδίο βολής στο Αιγαίο. Το πρωτόγνωρο, μεταξύ άλλων,
συνίστατο στο ότι η NOTAM κάλυπτε ελληνικά χωρικά ύδατα και χερσαίες
εκτάσεις, σε μια απόπειρα γκριζοποίησης της ευρύτερης περιοχής και
προϊδεασμού για τις ενέργειές της σε τυχόν μελλοντικές συμφωνίες γύρω
από τις θαλάσσιες ζώνες.
Η ελληνική πλευρά, αντιδρώντας ορθά, τήρησε προς την τουρκική «σιγήν
ασυρμάτου», προβαίνοντας σε διαβήματα, ώστε να μην της δώσει επαρκή
χρόνο αντίδρασης προτού γνωστοποιηθούν οι ελληνικές θέσεις. Αν η κίνηση
της Αγκυρας δεν ήταν προϊόν επιπολαιότητας ή απώλειας προσανατολισμού
στην εξωτερική της πολιτική αλλά οργανωμένη ενέργεια, ίσως να
βρισκόμασταν προ του εξής κινδύνου: η μερική άρση της οδηγίας να
αποδιδόταν σε κίνηση καλής θέλησης με ταυτόχρονη διατήρηση πολλών εκ των
πτυχών της.
Κατόπιν θα παρουσιαζόταν στον ξένο παράγοντα ως σημαντική παραχώρηση, χάριν της οποίας θα προσερχόμασταν, υπό ένα δήθεν ευνοϊκότερο κλίμα, σε διαπραγματεύσεις για τον εναέριο χώρο, που ήταν και παραμένει εκ των ζητουμένων. Προνοώντας και κινούμενοι ενεργητικά σε διάφορα fora και επίπεδα, αποφύγαμε να μας ζητηθεί ή -πολύ περισσότερο- να μας χρεωθεί άρνηση διαβούλευσης με την Αγκυρα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Ως αποτέλεσμα, η Τουρκία υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση, επικαλούμενη «λάθος», εφόσον συνειδητοποίησε πως δεν ήταν εύκολο να εφαρμόσει μια εξόφθαλμα παράνομη και δυνάμει εκρηκτική για την περιφερειακή ασφάλεια NOTAM.
Οι ερμηνείες για την τουρκική άκομψη προκλητικότητα ποικίλλουν. Συγκυριακά, η Ελλάδα είναι εν μέσω επίπονων διαπραγματεύσεων με τους εταίρους της, με το κύριο διακύβευμα για εμάς να παραμένει σε εκκρεμότητα. Ανοίγοντας ένα ακόμη σημαντικό εθνικό μέτωπο, το κέντρο βάρους της προσοχής μας θα μετατοπιζόταν, με συνέπεια να καλούμασταν να επιδείξουμε αποτελεσματικότητα στη διαχείριση δύο παράλληλων κρίσεων. Ταυτόχρονα, θα δοκιμάζονταν με επιτακτικό τρόπο η νέα –και σχετικά άγνωστη– κυβέρνηση, η ταχύτητα αντίδρασης, καθώς και η αποτρεπτική της δυνατότητα. Οι επιτυχείς ελιγμοί της ελληνικής διπλωματίας συνέτισαν και πιθανότατα προβλημάτισαν την τουρκική πλευρά. Καθότι, όμως, παραμένει ο κίνδυνος μονομερούς προβολής των διεκδικήσεων της γείτονος με διάφορους αδέξιους τρόπους, εναπόκειται εξίσου και στους συμμάχους μας να καταστήσουν σαφέστερο το μήνυμα αποδοκιμασίας αντίστοιχων ενεργειών στο μέλλον.
Περιφερειακά, η Τουρκία τοποθετείται στο περιθώριο των διεργασιών. Εχει αρνητικές έως και εχθρικές σχέσεις με Συρία, Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο. Οι ηγεμονικές και αναθεωρητικές της βλέψεις συγκρούονται με την αντίληψη των ΗΠΑ για πάση θυσία διατήρηση των βασικών παραμέτρων του περιφερειακού status quo και της αναπόφευκτης ανάγκης για σταδιακή αποκατάσταση της τάξης. Στην παρούσα συγκυρία, η επίδειξη ισχύος δεν μπορεί να μετατρέψει το ντεσαβαντάζ ενός προβληματικού και εν μέρει απρόβλεπτου δρώντα, με κλονισμένη αξιοπιστία και άδηλες προθέσεις, σε πλεονέκτημα.
Σ’ ένα σημείο καμπής για τη διεθνή ασφάλεια, με την Ανατολική Μεσόγειο κρίσιμο σταυροδρόμι συγκρούσεων, σύγχρονων, ασύμμετρων απειλών και πληθυσμιακών μετακινήσεων, κι ενώ η ΝΑΤΟϊκή συμμαχία έχει εισέλθει σε φάση ανασυγκρότησης, η αυξημένη πιθανότητα στρατιωτικής εμπλοκής δύο μελών της θα αποτελούσε τεράστιο πλήγμα στη συνοχή της. Επιπροσθέτως και η ανάγκη διαφύλαξης ενός αρραγούς μετώπου απέναντι στη Ρωσία προσμετρήθηκε, καθότι, ανάλογα με τον βαθμό απογοήτευσης εις μία εκ των δύο πλευρών από τη στάση των Δυτικών της εταίρων, ενδεχομένως να προέκυπταν δυσάρεστες εκπλήξεις.
Αν κοπάσει ο θόρυβος χωρίς περαιτέρω απρόοπτα, ανοίγεται παράθυρο ευκαιρίας για ανάληψη πρωτοβουλιών εκ μέρους της Αθήνας στην κατεύθυνση επίτευξης μιας ευρύτερης περιφερειακής συνεννόησης, με γνώμονα την αναζήτηση κοινών παρονομαστών, ενός κώδικα αποδεκτών συμπεριφορών και συστηματικοποίησης των επαφών. Παρότι σε πολυμερές επίπεδο, κάλλιστα θα μπορούσαν να περιληφθούν και διμερείς διαβουλεύσεις, προκειμένου να αποφεύγονται εκβιαστικές κινήσεις επαναφοράς του διαλόγου με τελεσιγραφικούς όρους. Μια τέτοια ενέργεια θα ήταν ωφέλιμη για όσους προσβλέπουν πραγματικά και όχι κατ’ επίφαση στην περιφερειακή σταθερότητα και λογικά θα τύγχανε θετικής αποδοχής εκ μέρους των συμμάχων μας. Η εύθραυστη κατάσταση υποχρεώνει όλους να αναλάβουν τις ευθύνες τους!
* Ο δρ Κ. Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Κατόπιν θα παρουσιαζόταν στον ξένο παράγοντα ως σημαντική παραχώρηση, χάριν της οποίας θα προσερχόμασταν, υπό ένα δήθεν ευνοϊκότερο κλίμα, σε διαπραγματεύσεις για τον εναέριο χώρο, που ήταν και παραμένει εκ των ζητουμένων. Προνοώντας και κινούμενοι ενεργητικά σε διάφορα fora και επίπεδα, αποφύγαμε να μας ζητηθεί ή -πολύ περισσότερο- να μας χρεωθεί άρνηση διαβούλευσης με την Αγκυρα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Ως αποτέλεσμα, η Τουρκία υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση, επικαλούμενη «λάθος», εφόσον συνειδητοποίησε πως δεν ήταν εύκολο να εφαρμόσει μια εξόφθαλμα παράνομη και δυνάμει εκρηκτική για την περιφερειακή ασφάλεια NOTAM.
Οι ερμηνείες για την τουρκική άκομψη προκλητικότητα ποικίλλουν. Συγκυριακά, η Ελλάδα είναι εν μέσω επίπονων διαπραγματεύσεων με τους εταίρους της, με το κύριο διακύβευμα για εμάς να παραμένει σε εκκρεμότητα. Ανοίγοντας ένα ακόμη σημαντικό εθνικό μέτωπο, το κέντρο βάρους της προσοχής μας θα μετατοπιζόταν, με συνέπεια να καλούμασταν να επιδείξουμε αποτελεσματικότητα στη διαχείριση δύο παράλληλων κρίσεων. Ταυτόχρονα, θα δοκιμάζονταν με επιτακτικό τρόπο η νέα –και σχετικά άγνωστη– κυβέρνηση, η ταχύτητα αντίδρασης, καθώς και η αποτρεπτική της δυνατότητα. Οι επιτυχείς ελιγμοί της ελληνικής διπλωματίας συνέτισαν και πιθανότατα προβλημάτισαν την τουρκική πλευρά. Καθότι, όμως, παραμένει ο κίνδυνος μονομερούς προβολής των διεκδικήσεων της γείτονος με διάφορους αδέξιους τρόπους, εναπόκειται εξίσου και στους συμμάχους μας να καταστήσουν σαφέστερο το μήνυμα αποδοκιμασίας αντίστοιχων ενεργειών στο μέλλον.
Περιφερειακά, η Τουρκία τοποθετείται στο περιθώριο των διεργασιών. Εχει αρνητικές έως και εχθρικές σχέσεις με Συρία, Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο. Οι ηγεμονικές και αναθεωρητικές της βλέψεις συγκρούονται με την αντίληψη των ΗΠΑ για πάση θυσία διατήρηση των βασικών παραμέτρων του περιφερειακού status quo και της αναπόφευκτης ανάγκης για σταδιακή αποκατάσταση της τάξης. Στην παρούσα συγκυρία, η επίδειξη ισχύος δεν μπορεί να μετατρέψει το ντεσαβαντάζ ενός προβληματικού και εν μέρει απρόβλεπτου δρώντα, με κλονισμένη αξιοπιστία και άδηλες προθέσεις, σε πλεονέκτημα.
Σ’ ένα σημείο καμπής για τη διεθνή ασφάλεια, με την Ανατολική Μεσόγειο κρίσιμο σταυροδρόμι συγκρούσεων, σύγχρονων, ασύμμετρων απειλών και πληθυσμιακών μετακινήσεων, κι ενώ η ΝΑΤΟϊκή συμμαχία έχει εισέλθει σε φάση ανασυγκρότησης, η αυξημένη πιθανότητα στρατιωτικής εμπλοκής δύο μελών της θα αποτελούσε τεράστιο πλήγμα στη συνοχή της. Επιπροσθέτως και η ανάγκη διαφύλαξης ενός αρραγούς μετώπου απέναντι στη Ρωσία προσμετρήθηκε, καθότι, ανάλογα με τον βαθμό απογοήτευσης εις μία εκ των δύο πλευρών από τη στάση των Δυτικών της εταίρων, ενδεχομένως να προέκυπταν δυσάρεστες εκπλήξεις.
Αν κοπάσει ο θόρυβος χωρίς περαιτέρω απρόοπτα, ανοίγεται παράθυρο ευκαιρίας για ανάληψη πρωτοβουλιών εκ μέρους της Αθήνας στην κατεύθυνση επίτευξης μιας ευρύτερης περιφερειακής συνεννόησης, με γνώμονα την αναζήτηση κοινών παρονομαστών, ενός κώδικα αποδεκτών συμπεριφορών και συστηματικοποίησης των επαφών. Παρότι σε πολυμερές επίπεδο, κάλλιστα θα μπορούσαν να περιληφθούν και διμερείς διαβουλεύσεις, προκειμένου να αποφεύγονται εκβιαστικές κινήσεις επαναφοράς του διαλόγου με τελεσιγραφικούς όρους. Μια τέτοια ενέργεια θα ήταν ωφέλιμη για όσους προσβλέπουν πραγματικά και όχι κατ’ επίφαση στην περιφερειακή σταθερότητα και λογικά θα τύγχανε θετικής αποδοχής εκ μέρους των συμμάχων μας. Η εύθραυστη κατάσταση υποχρεώνει όλους να αναλάβουν τις ευθύνες τους!
* Ο δρ Κ. Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ