Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Γιάνης Βαρουφάκης. Ο αρχιερέας της
πανευρωπαϊκής λιτότητας και ο θεωρητικός της όχι-και-τόσο «μετριοπαθούς
πρότασης» για την ανατροπή της ήταν αναπόφευκτο να μην ενθουσιάσουν ο
ένας τον άλλον.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν στο γκαράζ του κτιρίου Lex, όπου συνεδρίαζε την περασμένη εβδομάδα το Eurogroup, όταν έμαθε ότι η ελληνική αντιπροσωπεία είχε πρόβλημα με το κοινό ανακοινωθέν, κάθε λέξη του οποίου είχε εξετάσει εξονυχιστικά ο Γιάνης Βαρουφάκης. Οι Γερμανοί εξεπλάγησαν από τον βαθμό στον οποίο ο ίδιος ο Ελληνας υπουργός συμμετείχε στις λεπτομέρειες της διαπραγμάτευσης – και ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι, ύστερα από εξαντλητικές διαβουλεύσεις, τελικά απέρριψε το ανακοινωθέν. Περίμεναν μεγαλύτερη συμμετοχή από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη, που όμως δεν παρενέβη. Αντ’ αυτού μιλούσε συνεχώς στα ελληνικά στο κινητό του.
Ο κ. Σόιμπλε δεν είχε διάθεση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις. Συνεννοήθηκε με τον Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος μετέφερε το μήνυμα στην ελληνική πλευρά: το ανακοινωθέν δεν επιδεχόταν περαιτέρω τροποποιήσεις. Οταν προσγειώθηκε στο Βερολίνο, ο Γερμανός υπουργός πληροφορήθηκε ότι δεν υπήρχε κοινό ανακοινωθέν.
Η περιφρονητική στάση του παλαιότερου υπουργού Οικονομικών του Eurogroup απέναντι στον νεότερο δεν αντανακλά μόνο μια ασύμβατη προσωπική χημεία, αλλά και ευθέως συγκρουόμενες πολιτικο-ιδεολογικές προκείμενες. Ο αρχιερέας της πανευρωπαϊκής λιτότητας και ο θεωρητικός της όχι-και-τόσο «μετριοπαθούς πρότασης» για την ανατροπή της ήταν αναπόφευκτο να μην ενθουσιάσουν ο ένας τον άλλον.
Χάσμα εμπιστοσύνης
Το βαθύτερο πρόβλημα, πέρα από τα διπλωματικά ατοπήματα και τα διαπραγματευτικά αυτογκόλ της Αθήνας, είναι ένα άκρως ανησυχητικό χάσμα εμπιστοσύνης. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση της επιστολής Βαρουφάκη την Πέμπτη, με την οποία η Αθήνα αιτήθηκε την παράταση της δανειακής σύμβασης. Η επιστολή, παρά την εξαιρετικά εποικοδομητική της ασάφεια (περισσότεροι από ένας Γερμανοί αξιωματούχοι την επαίνεσαν διφορούμενα για την επιδέξια σύνταξή της), αποτελεί σημαντική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις.
Παρ’ όλα αυτά, εντός ολίγης ώρας από τη διαρροή –που η ίδια είχε λάβει χώρα λίγο μετά την κατάθεση της επιστολής– το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών έστειλε την αρνητική του απάντηση. Μιλώντας στην «Κ», στελέχη του εστίαζαν στο σημείο της επιστολής που αναφέρει τους «τεχνικούς διακανονισμούς» που «ακυρώθηκαν» από τις εκλογές του Ιανουαρίου, σημειώνοντας ότι το τι ακυρώνεται και τι όχι πρέπει να το αξιολογήσει η τρόικα. Επιπλέον, σε μία αποστροφή ενδεικτική της κατάρρευσης εμπιστοσύνης, τόνιζαν ότι ο μόνος σκοπός της επιστολής είναι να εξασφαλίσει η Ελλάδα πρόσβαση σε νέο δανεισμό μέσω εντόκων γραμματίων και σε καλύτερες συνθήκες ρευστότητας για τις τράπεζες, χωρίς πραγματικά να δεσμευθούν σε τίποτα.
Στο περιβάλλον της Aγκελα Μέρκελ, που έχει παραμείνει αξιοσημείωτα σιωπηλή καθώς εξελίσσεται αυτό το ελληνογερμανικό ψυχόδραμα, υπήρξε δυσφορία την Πέμπτη με την άμεση αυτή αντίδραση του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών στην επιστολή Βαρουφάκη. Οι άνθρωποι της καγκελαρίου θεωρούν εξαιρετικά προβληματικό το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου διεξάγεται σε μεγάλο βαθμό διά των ΜΜΕ.
Κεντρικό εμπόδιο στη διαπραγμάτευση αποτελεί η γερμανική αντίληψη αναντιστοιχίας μεταξύ των γενικόλογων –όπως τις αντιλαμβάνονται– δεσμεύσεων της αίτησης παράτασης και των συγκεκριμένων μέτρων που προωθεί η κυβέρνηση στη Βουλή. Το ζήτημα της διεύρυνσης της εφαρμογής των 100 δόσεων, ειδικότερα, έχει πλήξει την αξιοπιστία της Αθήνας στα μάτια του Βερολίνου. Ιδιαίτερα κρίσιμο θεωρείται και το μέτωπο της εργασιακής ευελιξίας. Η ανατροπή των σχετικών μεταρρυθμίσεων δεν έχει μεν δημοσιονομικό κόστος, αλλά θα αποτελούσε «κόκκινο» πανί για τη γερμανική κυβέρνηση συνεργασίας – και όχι μόνον για τους κεντροδεξιούς της κ. Μέρκελ. Το συνταξιοδοτικό και οι αποκρατικοποιήσεις είναι επίσης πεδία έντονου γερμανικού προβληματισμού για τις προθέσεις του κ. Τσίπρα.
Τα μηνύματα είναι σαφή: Πρώτον, η Ελλάδα δανειοδοτήθηκε με συγκεκριμένους όρους και δεν πρέπει να καταργήσει μεταρρυθμίσεις που αποτέλεσαν όρους για την απελευθέρωση δόσεων. Δεύτερον, δεν γίνεται να συνεχιστεί η διάσταση μεταξύ διεθνών δεσμεύσεων της Αθήνας και νομοθετικών πρωτοβουλιών στο εσωτερικό που κινούνται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.
Αυστηρή πιστωτική γραμμή
Υπάρχει και ένα ακόμα. Κορυφαίοι Γερμανοί αξιωματούχοι διεμήνυσαν στην «Κ» ότι είναι λάθος της Αθήνας που έχει επενδύσει στις πρωτοβουλίες του Ζ.Κ. Γιουνκέρ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οπως σημειώνουν, η Κομισιόν προσπαθεί μέσω του ελληνικού ζητήματος να αυξήσει την επιρροή της στη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης. Ωστόσο –λένε– δεν συνεισφέρει ούτε ένα ευρώ για τα προγράμματα διάσωσης: «Οι τελικές αποφάσεις λαμβάνονται από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης».
Ο κ. Σόιμπλε, μετά το Ecofin της περασμένης Τρίτης, είπε –όχι χωρίς κακία– ότι τα περισσότερα μέλη του Εurogroup γνωρίζουν το ελληνικό Μνημόνιο καλύτερα από τους Ελληνες υπουργούς. Σχετικά γρήγορα η γερμανική πλευρά αντελήφθη την προσπάθεια της Αθήνας να υποβαθμίσει το Eurogroup.
Ωστόσο, ο σκόπελος Σόιμπλε δεν αποφεύγεται εύκολα – κάτι το οποίο είχε καταστήσει σαφές η κ. Μέρκελ τον περασμένο Σεπτέμβριο και στον τέως πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, όταν του είπε ότι οι φοροελαφρύνσεις που επεδίωκε έπρεπε να λάβουν την έγκριση του υπουργείου Οικονομικών. «Η βαθύτερη λογική μας είναι απλή», λέει ένας Γερμανός αξιωματούχος: «Τα προγράμματα διάσωσης δεν μπορούν να καθορίζονται από εκείνους που διασώζονται. Διέπονται από κανόνες. Και για τη διαμόρφωσή τους παίζουν ρόλο εκείνοι που πληρώνουν. Κυρίως. Αυτό δεν αλλάζει επειδή αλλαξε μία κυβέρνηση».
Δίαυλοι και δηλώσεις
Παρά τα εκατέρωθεν πυρά των τριών πρώτων εβδομάδων μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου, οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Βερολίνου παραμένουν ανοιχτοί. Η απειρία και η ανορθόδοξη προσέγγιση της νέας κυβέρνησης, ωστόσο, δεν έχουν βοηθήσει να γεφυρωθεί το χάσμα εμπιστοσύνης. «Οι νέοι συνομιλητές μας του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν με εξωγήινους που δεν εχουν ιδέα πώς λειτουργεί η πολιτική Ευρώπη», είπε στην «Κ» Γερμανός αξιωματούχος. Τοποθετήσεις όπως αυτή του Π. Λαφαζάνη για τους «λεγόμενους» Ευρωπαίους εταίρους ή του Π. Κουρουμπλή, που διερωτήθηκε αν οφείλει να πληρώσει τα 10 εκατ. ευρώ που κόστισε η γερμανική τεχνική βοήθεια στον τομέα της Υγείας, σίγουρα δεν βοηθούν στη συνεννόηση. Ακόμα λιγότερο βοήθησε το διαβόητο σκίτσο της «Αυγής» και η παρομοίωση των στελεχών της τρόικας με βασανιστές της CIA από τον λαλίστατο κ. Βαρουφάκη.
Η γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα, με επαφές του πρέσβη Πέτερ Σόοφ με τον Νίκο Παππά δύο φορές μετά τις εκλογές, επιχείρησε να ρίξει τους τόνους. Τον ίδιο σκοπό, θεωρητικά, είχε και η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά στο Βερολίνο. Παρά τις κινήσεις αυτές, οι πρώτες τρεις εβδομάδες της νέας συγκυβέρνησης δεν θα εγγραφούν στις χρυσές σελίδες της ιστορίας της διπλωματίας.
«Σε ένα Grexit θα χάσουμε 70 δισεκατομμύρια, αλλά αυτό είναι το λιγότερο – το μεγαλύτερο πρόβλημα θα είναι πιθανά το γεωπολιτικό», λέει υπηρεσιακός παράγοντας της γερμανικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», πάντως, ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Νίκος Χουντής διαβεβαίωσε τον ομολογό του Μίχαελ Ροτ ότι δεν υφίσταται ζήτημα γεωπολιτικής στροφής της Αθήνας από την Ευρώπη.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν στο γκαράζ του κτιρίου Lex, όπου συνεδρίαζε την περασμένη εβδομάδα το Eurogroup, όταν έμαθε ότι η ελληνική αντιπροσωπεία είχε πρόβλημα με το κοινό ανακοινωθέν, κάθε λέξη του οποίου είχε εξετάσει εξονυχιστικά ο Γιάνης Βαρουφάκης. Οι Γερμανοί εξεπλάγησαν από τον βαθμό στον οποίο ο ίδιος ο Ελληνας υπουργός συμμετείχε στις λεπτομέρειες της διαπραγμάτευσης – και ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι, ύστερα από εξαντλητικές διαβουλεύσεις, τελικά απέρριψε το ανακοινωθέν. Περίμεναν μεγαλύτερη συμμετοχή από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη, που όμως δεν παρενέβη. Αντ’ αυτού μιλούσε συνεχώς στα ελληνικά στο κινητό του.
Ο κ. Σόιμπλε δεν είχε διάθεση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις. Συνεννοήθηκε με τον Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος μετέφερε το μήνυμα στην ελληνική πλευρά: το ανακοινωθέν δεν επιδεχόταν περαιτέρω τροποποιήσεις. Οταν προσγειώθηκε στο Βερολίνο, ο Γερμανός υπουργός πληροφορήθηκε ότι δεν υπήρχε κοινό ανακοινωθέν.
Η περιφρονητική στάση του παλαιότερου υπουργού Οικονομικών του Eurogroup απέναντι στον νεότερο δεν αντανακλά μόνο μια ασύμβατη προσωπική χημεία, αλλά και ευθέως συγκρουόμενες πολιτικο-ιδεολογικές προκείμενες. Ο αρχιερέας της πανευρωπαϊκής λιτότητας και ο θεωρητικός της όχι-και-τόσο «μετριοπαθούς πρότασης» για την ανατροπή της ήταν αναπόφευκτο να μην ενθουσιάσουν ο ένας τον άλλον.
Χάσμα εμπιστοσύνης
Το βαθύτερο πρόβλημα, πέρα από τα διπλωματικά ατοπήματα και τα διαπραγματευτικά αυτογκόλ της Αθήνας, είναι ένα άκρως ανησυχητικό χάσμα εμπιστοσύνης. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση της επιστολής Βαρουφάκη την Πέμπτη, με την οποία η Αθήνα αιτήθηκε την παράταση της δανειακής σύμβασης. Η επιστολή, παρά την εξαιρετικά εποικοδομητική της ασάφεια (περισσότεροι από ένας Γερμανοί αξιωματούχοι την επαίνεσαν διφορούμενα για την επιδέξια σύνταξή της), αποτελεί σημαντική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις.
Παρ’ όλα αυτά, εντός ολίγης ώρας από τη διαρροή –που η ίδια είχε λάβει χώρα λίγο μετά την κατάθεση της επιστολής– το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών έστειλε την αρνητική του απάντηση. Μιλώντας στην «Κ», στελέχη του εστίαζαν στο σημείο της επιστολής που αναφέρει τους «τεχνικούς διακανονισμούς» που «ακυρώθηκαν» από τις εκλογές του Ιανουαρίου, σημειώνοντας ότι το τι ακυρώνεται και τι όχι πρέπει να το αξιολογήσει η τρόικα. Επιπλέον, σε μία αποστροφή ενδεικτική της κατάρρευσης εμπιστοσύνης, τόνιζαν ότι ο μόνος σκοπός της επιστολής είναι να εξασφαλίσει η Ελλάδα πρόσβαση σε νέο δανεισμό μέσω εντόκων γραμματίων και σε καλύτερες συνθήκες ρευστότητας για τις τράπεζες, χωρίς πραγματικά να δεσμευθούν σε τίποτα.
Στο περιβάλλον της Aγκελα Μέρκελ, που έχει παραμείνει αξιοσημείωτα σιωπηλή καθώς εξελίσσεται αυτό το ελληνογερμανικό ψυχόδραμα, υπήρξε δυσφορία την Πέμπτη με την άμεση αυτή αντίδραση του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών στην επιστολή Βαρουφάκη. Οι άνθρωποι της καγκελαρίου θεωρούν εξαιρετικά προβληματικό το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου διεξάγεται σε μεγάλο βαθμό διά των ΜΜΕ.
Κεντρικό εμπόδιο στη διαπραγμάτευση αποτελεί η γερμανική αντίληψη αναντιστοιχίας μεταξύ των γενικόλογων –όπως τις αντιλαμβάνονται– δεσμεύσεων της αίτησης παράτασης και των συγκεκριμένων μέτρων που προωθεί η κυβέρνηση στη Βουλή. Το ζήτημα της διεύρυνσης της εφαρμογής των 100 δόσεων, ειδικότερα, έχει πλήξει την αξιοπιστία της Αθήνας στα μάτια του Βερολίνου. Ιδιαίτερα κρίσιμο θεωρείται και το μέτωπο της εργασιακής ευελιξίας. Η ανατροπή των σχετικών μεταρρυθμίσεων δεν έχει μεν δημοσιονομικό κόστος, αλλά θα αποτελούσε «κόκκινο» πανί για τη γερμανική κυβέρνηση συνεργασίας – και όχι μόνον για τους κεντροδεξιούς της κ. Μέρκελ. Το συνταξιοδοτικό και οι αποκρατικοποιήσεις είναι επίσης πεδία έντονου γερμανικού προβληματισμού για τις προθέσεις του κ. Τσίπρα.
Τα μηνύματα είναι σαφή: Πρώτον, η Ελλάδα δανειοδοτήθηκε με συγκεκριμένους όρους και δεν πρέπει να καταργήσει μεταρρυθμίσεις που αποτέλεσαν όρους για την απελευθέρωση δόσεων. Δεύτερον, δεν γίνεται να συνεχιστεί η διάσταση μεταξύ διεθνών δεσμεύσεων της Αθήνας και νομοθετικών πρωτοβουλιών στο εσωτερικό που κινούνται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.
Αυστηρή πιστωτική γραμμή
Υπάρχει και ένα ακόμα. Κορυφαίοι Γερμανοί αξιωματούχοι διεμήνυσαν στην «Κ» ότι είναι λάθος της Αθήνας που έχει επενδύσει στις πρωτοβουλίες του Ζ.Κ. Γιουνκέρ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οπως σημειώνουν, η Κομισιόν προσπαθεί μέσω του ελληνικού ζητήματος να αυξήσει την επιρροή της στη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης. Ωστόσο –λένε– δεν συνεισφέρει ούτε ένα ευρώ για τα προγράμματα διάσωσης: «Οι τελικές αποφάσεις λαμβάνονται από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης».
Ο κ. Σόιμπλε, μετά το Ecofin της περασμένης Τρίτης, είπε –όχι χωρίς κακία– ότι τα περισσότερα μέλη του Εurogroup γνωρίζουν το ελληνικό Μνημόνιο καλύτερα από τους Ελληνες υπουργούς. Σχετικά γρήγορα η γερμανική πλευρά αντελήφθη την προσπάθεια της Αθήνας να υποβαθμίσει το Eurogroup.
Ωστόσο, ο σκόπελος Σόιμπλε δεν αποφεύγεται εύκολα – κάτι το οποίο είχε καταστήσει σαφές η κ. Μέρκελ τον περασμένο Σεπτέμβριο και στον τέως πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, όταν του είπε ότι οι φοροελαφρύνσεις που επεδίωκε έπρεπε να λάβουν την έγκριση του υπουργείου Οικονομικών. «Η βαθύτερη λογική μας είναι απλή», λέει ένας Γερμανός αξιωματούχος: «Τα προγράμματα διάσωσης δεν μπορούν να καθορίζονται από εκείνους που διασώζονται. Διέπονται από κανόνες. Και για τη διαμόρφωσή τους παίζουν ρόλο εκείνοι που πληρώνουν. Κυρίως. Αυτό δεν αλλάζει επειδή αλλαξε μία κυβέρνηση».
Δίαυλοι και δηλώσεις
Παρά τα εκατέρωθεν πυρά των τριών πρώτων εβδομάδων μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου, οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Βερολίνου παραμένουν ανοιχτοί. Η απειρία και η ανορθόδοξη προσέγγιση της νέας κυβέρνησης, ωστόσο, δεν έχουν βοηθήσει να γεφυρωθεί το χάσμα εμπιστοσύνης. «Οι νέοι συνομιλητές μας του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν με εξωγήινους που δεν εχουν ιδέα πώς λειτουργεί η πολιτική Ευρώπη», είπε στην «Κ» Γερμανός αξιωματούχος. Τοποθετήσεις όπως αυτή του Π. Λαφαζάνη για τους «λεγόμενους» Ευρωπαίους εταίρους ή του Π. Κουρουμπλή, που διερωτήθηκε αν οφείλει να πληρώσει τα 10 εκατ. ευρώ που κόστισε η γερμανική τεχνική βοήθεια στον τομέα της Υγείας, σίγουρα δεν βοηθούν στη συνεννόηση. Ακόμα λιγότερο βοήθησε το διαβόητο σκίτσο της «Αυγής» και η παρομοίωση των στελεχών της τρόικας με βασανιστές της CIA από τον λαλίστατο κ. Βαρουφάκη.
Η γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα, με επαφές του πρέσβη Πέτερ Σόοφ με τον Νίκο Παππά δύο φορές μετά τις εκλογές, επιχείρησε να ρίξει τους τόνους. Τον ίδιο σκοπό, θεωρητικά, είχε και η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά στο Βερολίνο. Παρά τις κινήσεις αυτές, οι πρώτες τρεις εβδομάδες της νέας συγκυβέρνησης δεν θα εγγραφούν στις χρυσές σελίδες της ιστορίας της διπλωματίας.
«Σε ένα Grexit θα χάσουμε 70 δισεκατομμύρια, αλλά αυτό είναι το λιγότερο – το μεγαλύτερο πρόβλημα θα είναι πιθανά το γεωπολιτικό», λέει υπηρεσιακός παράγοντας της γερμανικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», πάντως, ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Νίκος Χουντής διαβεβαίωσε τον ομολογό του Μίχαελ Ροτ ότι δεν υφίσταται ζήτημα γεωπολιτικής στροφής της Αθήνας από την Ευρώπη.