Γράφει: Θανάσης Γκότοβος
Η παρουσία και η απόθεση λουλουδιών
στη μνήμη των εκτελεσθέντων στην Καισαριανή, κατά τη διάρκεια της
κατοχής, εκ μέρους του Αλέξη Τσίπρα αμέσως μετά την ορκωμοσία του, είναι
κίνηση υψηλού πολιτικού συμβολισμού και ως τέτοια πρέπει να εκτιμηθεί. Έχει βαθύ παιδαγωγικό νόημα
και αν η εμβέλειά της περάσει τα ελληνικά σύνορα και φτάσει στις
συνειδήσεις των πολιτών εκείνου του κράτους, στο όνομα του οποίου
γίνονταν οι εκτελέσεις, υπάρχει ελπίδα να δημιουργηθεί στις συνειδήσεις
αυτές κάποια στιγμή η αίσθηση της υποχρέωσης σεβασμού όχι μόνο του
συγκεκριμένου, αλλά και του αφηρημένου Έλληνα, του Έλληνα μέσα στο
χρόνο.
Διότι αν τότε ένα κράτος και τα όργανά του θεωρούσαν επιβεβλημένο να εκτελούν αμάχους, προκειμένου να πετύχουν τη συμμόρφωση των Ελλήνων στο κατοχικό καθεστώς, μετά το 2009 συμπτωματικά – έτσι το έφερε το καπρίτσιο της Ιστορίας – όργανα του ίδιου κράτους, με πρωτεργάτες πανεπιστημιακούς, οικονομολόγους, πολιτικούς και εκδότες, με χιλιάδες επαναλαμβανόμενες αφηγήσεις για την οκνηρία, την ασωτία, την αφερεγγυότητα, τη δολιότητα και την παρασιτικότητα των Ελλήνων συλλήβδην πυροβολούσαν και συνεχίζουν να πυροβολούν την τιμή και την υπόληψη των Ελλήνων χωρίς επίσημο αντίλογο.
Οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν θεώρησαν αναγκαίο να υπερασπιστούν αυτό το αγαθό, τους ήταν αρκετό να εξασφαλίζουν τις δόσεις των πιστωτών και τη δική τους συνέχεια. Δεν εξασφάλισαν ούτε το ένα ούτε το άλλο, τελικά, και αποχώρησαν άδοξα χωρίς καν να ρίξουν μια ντουφεκιά για την τιμή του ονόματος των Ελλήνων. Διάφοροι τύποι μάλιστα, καθεστωτικοί διανοούμενοι, προσπάθησαν να λανσάρουν αφηγήσεις της κρίσης που δικαίωναν όσους απέδιδαν την κρίση στον εθνικό χαρακτήρα των Ελλήνων, ξεπερνώντας κατά πολύ τον αείμνηστο Νικόλαο Εξαρχόπουλο.
Εκείνος, τουλάχιστον, είχε ανακαλύψει και μερικές αρετές της «φυλής», εκτός από τις κακίες της.
Το μπαράζ των κειμενικών (ας μείνουμε μόνον σε αυτές) επιθέσεων που δέχθηκαν μετά το 2009 οι Έλληνες ως συλλογικότητα, δεν οφείλεται μόνον στην έκταση των αρνητικών φαινομένων που σχετίζονται έμμεσα ή άμεσα με την κρίση, ούτε στην υποτιθέμενη εγγενή επιθετικότητα των γερμανικών Μέσων ή του γερμανικού κοινού απέναντι στους Έλληνες (εκατομμύρια Γερμανοί κάνουν διακοπές στην Ελλάδα κάθε χρόνο), ούτε στο ότι οι Γερμανοί φορολογούμενοι έχουν υποστεί μέχρι τώρα ζημία από τη δανειοδότηση (ναι, τα λεγόμενα πακέτα σωτηρίας) της πτωχευμένης στην ουσία μετά το 2009 χώρας μας.
Οπιο σημαντικός λόγος στον οποίο οφείλεται η άρση των αναστολών του ρατσιστικού λόγου των μεσοστρωμάτων (που υπάρχουν ακόμη και εν πολλοίς ρυθμίζουν στη Γερμανία τον δημόσιο λόγο για άλλες εθνότητες) ειδικά όταν το αντικείμενό του είναι οι Έλληνες και η χώρα τους, είναι ότι στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα ποτέ δεν έγιναν προσπάθειες να διαπαιδαγωγηθεί η νέα γενιά (πέρασαν δύο από τότε) στον σεβασμό απέναντι στα θύματα των οργάνων του γερμανικού κράτους στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής διακυβέρνησης. Οι νέοι στην Ανατολική Γερμανία, ούτως ή άλλως ποτέ δεν έμαθαν να βλέπουν τα εγκλήματα του Τρίτου Ράϊχ ως γερμανική υπόθεση, ως κάτι που αφορά και τους ίδιους.
Οι κακοί Ναζί που ξεφύτρωσαν κάποια στιγμή στη γερμανική γη (προερχόμενοι μάλλον από τον Άρη ή από τη Δυτική Γερμανία) έκαναν τη ζημιά. Τι σχέση έχουμε εμείς με αυτούς τους εξωγήινους; Αυτή ήταν η προσέγγιση, σχηματικά μιλώντας.
Στη Δυτική Γερμανία υπήρξαν προσπάθειες διαπαιδαγώγησης, αλλά τα πάντα επικεντρώθηκαν στη φρίκη του Ολοκαυτώματος των Εβραίων. Σαν να ήταν ο αφανισμός των εκατομμυρίων Εβραίων της Ευρώπης το μόνο έγκλημα για το οποίο έπρεπε να μάθουν οι νέες γενιές της χώρας, σαν να ήταν οι υπόλοιποι αφανισμοί business as usual, με την έννοια ότι «αυτά έχει ο πόλεμος».
Πληροφορώ τους αναγνώστες της στήλης από πρώτο χέρι, με βάση στοιχεία που υπάρχουν στη διάθεσή μου, ότι όχι μόνο νέοι στη σημερινή Γερμανία, αλλά και μεγαλύτεροι στην ηλικία, όχι μόνον άνθρωποι που δεν ψάχνουν πολύ τα βιβλία αλλά και πανεπιστημιακοί, έχουν βαθειά άγνοια των εγκλημάτων που έχουν συντελεσθεί εναντίον αμάχων στην Ελλάδα από συμπατριώτες τους κατά τη διάρκεια της κατοχής. Ορισμένοι δεν γνωρίζουν καν ότι υπήρχε γερμανική κατοχή στη χώρα μας από τον Απρίλιο του 1941 μέχρι τον Οκτώβριο του 1944 –και στη Κρήτη μέχρι τον Μάϊο του 1945.
Η άγνοια αυτή κάνει πιο εύκολη τη δουλειά όσων φιλοτεχνούν στον Τύπο όχι τα σκίτσα του Μωάμεθ – σε αυτόν τον τομέα η Γερμανία είναι πολύ πραγματιστική για να εκτεθεί σε κίνδυνο– αλλά τα σκίτσα των Ελλήνων, που είναι πολύ χειρότερα. {Ο σεβασμός της συλλογικής ταυτότητας «Έλληνας» δεν υπάρχει στη μεταπολεμική Γερμανία}, όχι επειδή οι Γερμανοί είναι εκ φύσεως αναίσθητοι, όπως ανοήτως λέγεται από διάφορες πλευρές, αλλά επειδή δεν υπήρξε ποτέ διαπαιδαγώγηση του γερμανικού κοινού για τη φρίκη των ελληνικών ολοκαυτωμάτων, ώστε η λέξη Έλληνες να παραπέμπει και στις θηριωδίες των κατοχικών στρατευμάτων.
Στην κατεχόμενη Ελλάδα κυριαρχούσε μια ιδέα που είναι και σήμερα πολύ γνώριμη μετά το 2009: η έννοια του μονόδρομου. Ως μονόδρομος λογιζόταν τότε από το κατοχικό καθεστώς η συμμόρφωση στους κανόνες του, δηλαδή η αποχή από κάθε άμεση ή έμμεση αντιστασιακή ενέργεια. Ήταν το επιχείρημα των ρεαλιστών της εποχής ένθεν κακείθεν. Όποιοι αψηφούσαν την έννοια του μονόδρομου όχι μόνο στη σκέψη, αλλά κυρίως στην πράξη, έπρεπε να λογαριάζουν με αντίποινα.
Και επειδή η έννοια του μονόδρομου πρέπει πάντοτε να συνοδεύεται και από την πρόκληση ακραίου τρόμου, την ίδια τύχη με τους αντάρτες έπρεπε να έχουν και πολλοί άλλοι που ούτε αντάρτες ήταν, ούτε σκόπευαν να γίνουν. Έτσι ώστε κανείς να μην αισθάνεται σίγουρος για τη ζωή του όταν γινόταν κάποια αντιστασιακή πράξη, ακόμη κι αν αυτός δεν είχε εμπλοκή σε αυτήν.
Ιδεολογικά το κατοχικό καθεστώς με κεντρική οδηγία από το (τότε) Βερολίνο όριζε ότι κάθε πράξη αντίστασης, ανεξαρτήτως του πραγματικού φορέα της, θα χρεώνεται ως κομμουνιστική ενέργεια και τα θύματα από τα σχετικά αντίποινα θα παρουσιάζονται ως κομμουνιστές που πληρώνουν για τις πράξεις τους. Οι λόγοι για μια τέτοια ταξινόμηση σκοπιμότητας ήταν προφανείς: το καθεστώς επεδίωκε να εμφανιστεί στους «φιλήσυχους νοικοκυραίους» ως κυματοθραύστης του κομμουνισμού.
Αυτή η ναζιστική τακτική δημιούργησε τη βάση για την μεταπολεμική αφήγηση ότι στην Καισαριανή εκτελέστηκαν μόνον κομμουνιστές. Η ακατανόητη κριτική που ασκήθηκε στον Αλέξη Τσίπρα από ορισμένες πλευρές ότι η επίσκεψή του στον τόπο της θυσίας είναι πράξη μονομερούς απότισης φόρου τιμής μόνο σε μια κατηγορία πολιτών που θυσιάστηκαν λόγω της ιδεολογίας τους, είναι και άκαιρη και λανθασμένη.
Στο σκοπευτήριο της Καισαριανής οδηγούνταν από τα στρατεύματα κατοχής και τις γερμανικές υπηρεσίες στην Αθήνα, με την αρωγή των ελληνικών κατοχικών αρχών, από διάφορες τοποθεσίες, και κυρίως από το Χαϊδάρι, όσοι είχαν μπει σε πρόγραμμα εκτέλεσης από τις γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας που βρίσκονταν στο κέντρο της Αθήνας, ως θύματα αντιποίνων ύστερα από αντιστασιακή δράση. Δηλαδή όλοι οι Έλληνες πατριώτες, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και κομματικής ταυτότητας, από τη στιγμή που έμπαιναν στο «δείγμα». Γι αυτό ο τόπος αυτός σηματοδοτεί το μαρτύριο όλων των αμάχων πατριωτών που έμμεσα ή άμεσα αψήφησαν το δόγμα του μονόδρομου, είτε βρέθηκαν σε λάθος τόπο τη λάθος στιγμή.
Η πρώτη πολιτική πράξη του νέου Έλληνα πρωθυπουργού να αποτίσει φόρο τιμής στους εκτελεσμένους της Καισαριανής δεν υπογραμμίζει μόνον ότι η Ευρώπη δεν είναι νοητή χωρίς την Ιστορία της, παρά τα desiderata της παγκοσμιοποιημένης σκέψης που επιμένει ρηχά στο εδώ και τώρα, αλλά και ότι η συνύπαρξη στην Ευρώπη δεν είναι μόνο θέμα υγιών οικονομικών δεικτών, αλλά κυρίως θέμα ενός πυρήνα αξιών πέρα και πάνω από εκείνες που αναγνωρίζουν οι ομάδες πίεσης και οι «αγορές».
Μέσα σε αυτές ανήκει και η αξία της αναγνώρισης και του σεβασμού της τιμής και της υπόληψης του άλλου, του εταίρου. Ήταν χρέος του Έλληνα πρωθυπουργού να τονίσει τη διαφορά προσέγγισης. Και είναι όνειδος να χαρακτηρίζεται ένας ηγέτης ή ένα κόμμα αντιευρωπαϊκό, επειδή δεν ενθουσιάζεται με τις σημερινές ηγετικές ομάδες της Ευρώπης που ορίζουν ως Ευρώπη την ιδεολογία και τα συμφέροντά τους.
Στη σημερινή, κάπως αλαζονική και αυτάρεσκη μετά την επανένωση, Γερμανία πολλοί φαίνεται να ξεχνούν ότι υπάρχει και κάτι που ονομάζεται «αξιοπρέπεια των Ελλήνων». Η γλώσσα της ισχύος και της υπεροχής (αυτή τη φορά, ευτυχώς, οικονομικής και όχι «φυλετικής») έχει γίνει η δεύτερη φύση των γερμανικών ελίτ και των πολιτικών τους εκφραστών.
Όμως, όλα μπορούν ίσως να τα ρυθμίσουν στην Ευρώπη οι ελίτ αυτές, εκτός από ένα: να δραπετεύσουν από την ευρωπαϊκή Ιστορία. Η επίσκεψη του Τσίπρα στην Καισαριανή έδειξε σε όλους τους ενδιαφερόμενους ότι δεν υπάρχει τρόπος ούτε να ακυρωθεί, ούτε και να στεγανοποιηθεί η Ιστορία. Ελπίζω αυτή η παρουσία να μην είναι η τελευταία. Διότι υπάρχουν χρέη και χρέη.
Διότι αν τότε ένα κράτος και τα όργανά του θεωρούσαν επιβεβλημένο να εκτελούν αμάχους, προκειμένου να πετύχουν τη συμμόρφωση των Ελλήνων στο κατοχικό καθεστώς, μετά το 2009 συμπτωματικά – έτσι το έφερε το καπρίτσιο της Ιστορίας – όργανα του ίδιου κράτους, με πρωτεργάτες πανεπιστημιακούς, οικονομολόγους, πολιτικούς και εκδότες, με χιλιάδες επαναλαμβανόμενες αφηγήσεις για την οκνηρία, την ασωτία, την αφερεγγυότητα, τη δολιότητα και την παρασιτικότητα των Ελλήνων συλλήβδην πυροβολούσαν και συνεχίζουν να πυροβολούν την τιμή και την υπόληψη των Ελλήνων χωρίς επίσημο αντίλογο.
Οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν θεώρησαν αναγκαίο να υπερασπιστούν αυτό το αγαθό, τους ήταν αρκετό να εξασφαλίζουν τις δόσεις των πιστωτών και τη δική τους συνέχεια. Δεν εξασφάλισαν ούτε το ένα ούτε το άλλο, τελικά, και αποχώρησαν άδοξα χωρίς καν να ρίξουν μια ντουφεκιά για την τιμή του ονόματος των Ελλήνων. Διάφοροι τύποι μάλιστα, καθεστωτικοί διανοούμενοι, προσπάθησαν να λανσάρουν αφηγήσεις της κρίσης που δικαίωναν όσους απέδιδαν την κρίση στον εθνικό χαρακτήρα των Ελλήνων, ξεπερνώντας κατά πολύ τον αείμνηστο Νικόλαο Εξαρχόπουλο.
Εκείνος, τουλάχιστον, είχε ανακαλύψει και μερικές αρετές της «φυλής», εκτός από τις κακίες της.
Το μπαράζ των κειμενικών (ας μείνουμε μόνον σε αυτές) επιθέσεων που δέχθηκαν μετά το 2009 οι Έλληνες ως συλλογικότητα, δεν οφείλεται μόνον στην έκταση των αρνητικών φαινομένων που σχετίζονται έμμεσα ή άμεσα με την κρίση, ούτε στην υποτιθέμενη εγγενή επιθετικότητα των γερμανικών Μέσων ή του γερμανικού κοινού απέναντι στους Έλληνες (εκατομμύρια Γερμανοί κάνουν διακοπές στην Ελλάδα κάθε χρόνο), ούτε στο ότι οι Γερμανοί φορολογούμενοι έχουν υποστεί μέχρι τώρα ζημία από τη δανειοδότηση (ναι, τα λεγόμενα πακέτα σωτηρίας) της πτωχευμένης στην ουσία μετά το 2009 χώρας μας.
Οπιο σημαντικός λόγος στον οποίο οφείλεται η άρση των αναστολών του ρατσιστικού λόγου των μεσοστρωμάτων (που υπάρχουν ακόμη και εν πολλοίς ρυθμίζουν στη Γερμανία τον δημόσιο λόγο για άλλες εθνότητες) ειδικά όταν το αντικείμενό του είναι οι Έλληνες και η χώρα τους, είναι ότι στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα ποτέ δεν έγιναν προσπάθειες να διαπαιδαγωγηθεί η νέα γενιά (πέρασαν δύο από τότε) στον σεβασμό απέναντι στα θύματα των οργάνων του γερμανικού κράτους στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής διακυβέρνησης. Οι νέοι στην Ανατολική Γερμανία, ούτως ή άλλως ποτέ δεν έμαθαν να βλέπουν τα εγκλήματα του Τρίτου Ράϊχ ως γερμανική υπόθεση, ως κάτι που αφορά και τους ίδιους.
Οι κακοί Ναζί που ξεφύτρωσαν κάποια στιγμή στη γερμανική γη (προερχόμενοι μάλλον από τον Άρη ή από τη Δυτική Γερμανία) έκαναν τη ζημιά. Τι σχέση έχουμε εμείς με αυτούς τους εξωγήινους; Αυτή ήταν η προσέγγιση, σχηματικά μιλώντας.
Στη Δυτική Γερμανία υπήρξαν προσπάθειες διαπαιδαγώγησης, αλλά τα πάντα επικεντρώθηκαν στη φρίκη του Ολοκαυτώματος των Εβραίων. Σαν να ήταν ο αφανισμός των εκατομμυρίων Εβραίων της Ευρώπης το μόνο έγκλημα για το οποίο έπρεπε να μάθουν οι νέες γενιές της χώρας, σαν να ήταν οι υπόλοιποι αφανισμοί business as usual, με την έννοια ότι «αυτά έχει ο πόλεμος».
Πληροφορώ τους αναγνώστες της στήλης από πρώτο χέρι, με βάση στοιχεία που υπάρχουν στη διάθεσή μου, ότι όχι μόνο νέοι στη σημερινή Γερμανία, αλλά και μεγαλύτεροι στην ηλικία, όχι μόνον άνθρωποι που δεν ψάχνουν πολύ τα βιβλία αλλά και πανεπιστημιακοί, έχουν βαθειά άγνοια των εγκλημάτων που έχουν συντελεσθεί εναντίον αμάχων στην Ελλάδα από συμπατριώτες τους κατά τη διάρκεια της κατοχής. Ορισμένοι δεν γνωρίζουν καν ότι υπήρχε γερμανική κατοχή στη χώρα μας από τον Απρίλιο του 1941 μέχρι τον Οκτώβριο του 1944 –και στη Κρήτη μέχρι τον Μάϊο του 1945.
Η άγνοια αυτή κάνει πιο εύκολη τη δουλειά όσων φιλοτεχνούν στον Τύπο όχι τα σκίτσα του Μωάμεθ – σε αυτόν τον τομέα η Γερμανία είναι πολύ πραγματιστική για να εκτεθεί σε κίνδυνο– αλλά τα σκίτσα των Ελλήνων, που είναι πολύ χειρότερα. {Ο σεβασμός της συλλογικής ταυτότητας «Έλληνας» δεν υπάρχει στη μεταπολεμική Γερμανία}, όχι επειδή οι Γερμανοί είναι εκ φύσεως αναίσθητοι, όπως ανοήτως λέγεται από διάφορες πλευρές, αλλά επειδή δεν υπήρξε ποτέ διαπαιδαγώγηση του γερμανικού κοινού για τη φρίκη των ελληνικών ολοκαυτωμάτων, ώστε η λέξη Έλληνες να παραπέμπει και στις θηριωδίες των κατοχικών στρατευμάτων.
Στην κατεχόμενη Ελλάδα κυριαρχούσε μια ιδέα που είναι και σήμερα πολύ γνώριμη μετά το 2009: η έννοια του μονόδρομου. Ως μονόδρομος λογιζόταν τότε από το κατοχικό καθεστώς η συμμόρφωση στους κανόνες του, δηλαδή η αποχή από κάθε άμεση ή έμμεση αντιστασιακή ενέργεια. Ήταν το επιχείρημα των ρεαλιστών της εποχής ένθεν κακείθεν. Όποιοι αψηφούσαν την έννοια του μονόδρομου όχι μόνο στη σκέψη, αλλά κυρίως στην πράξη, έπρεπε να λογαριάζουν με αντίποινα.
Και επειδή η έννοια του μονόδρομου πρέπει πάντοτε να συνοδεύεται και από την πρόκληση ακραίου τρόμου, την ίδια τύχη με τους αντάρτες έπρεπε να έχουν και πολλοί άλλοι που ούτε αντάρτες ήταν, ούτε σκόπευαν να γίνουν. Έτσι ώστε κανείς να μην αισθάνεται σίγουρος για τη ζωή του όταν γινόταν κάποια αντιστασιακή πράξη, ακόμη κι αν αυτός δεν είχε εμπλοκή σε αυτήν.
Ιδεολογικά το κατοχικό καθεστώς με κεντρική οδηγία από το (τότε) Βερολίνο όριζε ότι κάθε πράξη αντίστασης, ανεξαρτήτως του πραγματικού φορέα της, θα χρεώνεται ως κομμουνιστική ενέργεια και τα θύματα από τα σχετικά αντίποινα θα παρουσιάζονται ως κομμουνιστές που πληρώνουν για τις πράξεις τους. Οι λόγοι για μια τέτοια ταξινόμηση σκοπιμότητας ήταν προφανείς: το καθεστώς επεδίωκε να εμφανιστεί στους «φιλήσυχους νοικοκυραίους» ως κυματοθραύστης του κομμουνισμού.
Αυτή η ναζιστική τακτική δημιούργησε τη βάση για την μεταπολεμική αφήγηση ότι στην Καισαριανή εκτελέστηκαν μόνον κομμουνιστές. Η ακατανόητη κριτική που ασκήθηκε στον Αλέξη Τσίπρα από ορισμένες πλευρές ότι η επίσκεψή του στον τόπο της θυσίας είναι πράξη μονομερούς απότισης φόρου τιμής μόνο σε μια κατηγορία πολιτών που θυσιάστηκαν λόγω της ιδεολογίας τους, είναι και άκαιρη και λανθασμένη.
Στο σκοπευτήριο της Καισαριανής οδηγούνταν από τα στρατεύματα κατοχής και τις γερμανικές υπηρεσίες στην Αθήνα, με την αρωγή των ελληνικών κατοχικών αρχών, από διάφορες τοποθεσίες, και κυρίως από το Χαϊδάρι, όσοι είχαν μπει σε πρόγραμμα εκτέλεσης από τις γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας που βρίσκονταν στο κέντρο της Αθήνας, ως θύματα αντιποίνων ύστερα από αντιστασιακή δράση. Δηλαδή όλοι οι Έλληνες πατριώτες, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και κομματικής ταυτότητας, από τη στιγμή που έμπαιναν στο «δείγμα». Γι αυτό ο τόπος αυτός σηματοδοτεί το μαρτύριο όλων των αμάχων πατριωτών που έμμεσα ή άμεσα αψήφησαν το δόγμα του μονόδρομου, είτε βρέθηκαν σε λάθος τόπο τη λάθος στιγμή.
Η πρώτη πολιτική πράξη του νέου Έλληνα πρωθυπουργού να αποτίσει φόρο τιμής στους εκτελεσμένους της Καισαριανής δεν υπογραμμίζει μόνον ότι η Ευρώπη δεν είναι νοητή χωρίς την Ιστορία της, παρά τα desiderata της παγκοσμιοποιημένης σκέψης που επιμένει ρηχά στο εδώ και τώρα, αλλά και ότι η συνύπαρξη στην Ευρώπη δεν είναι μόνο θέμα υγιών οικονομικών δεικτών, αλλά κυρίως θέμα ενός πυρήνα αξιών πέρα και πάνω από εκείνες που αναγνωρίζουν οι ομάδες πίεσης και οι «αγορές».
Μέσα σε αυτές ανήκει και η αξία της αναγνώρισης και του σεβασμού της τιμής και της υπόληψης του άλλου, του εταίρου. Ήταν χρέος του Έλληνα πρωθυπουργού να τονίσει τη διαφορά προσέγγισης. Και είναι όνειδος να χαρακτηρίζεται ένας ηγέτης ή ένα κόμμα αντιευρωπαϊκό, επειδή δεν ενθουσιάζεται με τις σημερινές ηγετικές ομάδες της Ευρώπης που ορίζουν ως Ευρώπη την ιδεολογία και τα συμφέροντά τους.
Στη σημερινή, κάπως αλαζονική και αυτάρεσκη μετά την επανένωση, Γερμανία πολλοί φαίνεται να ξεχνούν ότι υπάρχει και κάτι που ονομάζεται «αξιοπρέπεια των Ελλήνων». Η γλώσσα της ισχύος και της υπεροχής (αυτή τη φορά, ευτυχώς, οικονομικής και όχι «φυλετικής») έχει γίνει η δεύτερη φύση των γερμανικών ελίτ και των πολιτικών τους εκφραστών.
Όμως, όλα μπορούν ίσως να τα ρυθμίσουν στην Ευρώπη οι ελίτ αυτές, εκτός από ένα: να δραπετεύσουν από την ευρωπαϊκή Ιστορία. Η επίσκεψη του Τσίπρα στην Καισαριανή έδειξε σε όλους τους ενδιαφερόμενους ότι δεν υπάρχει τρόπος ούτε να ακυρωθεί, ούτε και να στεγανοποιηθεί η Ιστορία. Ελπίζω αυτή η παρουσία να μην είναι η τελευταία. Διότι υπάρχουν χρέη και χρέη.