Σε αυτή την περίπτωση η απώλεια εισοδήματος δεν θα είναι απλά ένα
προσωρινό εμπόδιο. Αλλά η Ρωσία δεν αποτελεί μια οικονομική αποτυχία εν
αναμονή - τουλάχιστον όχι ακόμη. Διότι η κατάσταση σήμερα είναι πολύ
διαφορετική από εκείνη του 1998, όταν η Ρωσία παρουσίαζε δημοσιονομικό
έλλειμμα αλλά και έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Η Ρωσία έπρεπε να
δανειστεί και δανειζόταν με δυσμενείς όρους σε ξένο νόμισμα. Αυτό
σήμαινε ότι όσο συνεχιζόταν η υποτίμηση του ρουβλίου το χρέος της Ρωσίας
αυξανόταν. Τελικά η αναδιάρθρωση ήταν αναπόφευκτη. Αντίθετα, τα
τελευταία χρόνια η Ρωσία απολαμβάνει ένα σημαντικό πλεόνασμα στον
κρατικό προϋπολογισμό και το δημόσιο χρέος της είναι κάτω από το 20% του
ΑΕΠ.
Είναι αλήθεια ότι τα εισοδήματα από πετρέλαιο και αέριο, που
αντιστοιχούν στο μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του κράτους, μειώθηκαν στο
μισό όταν υπολογίζονται σε δολάρια. Αλλά το ρωσικό νόμισμα έχει
σημειώσει πτώση της ίδιας τάξεως, επομένως τα έσοδα της κυβέρνησης έχουν
μείνει πάνω-κάτω τα ίδια. Παρομοίως το ισοζύγιο των τρεχουσών
συναλλαγών των τελευταίων χρόνων είναι κυρίως πλεονασματικό. Το καθαρό
δημόσιο και ιδιωτικό εξωτερικό χρέος βρίσκεται κάτω από το 40% του ΑΕΠ. Η
απότομη πτώση των εσόδων από τις εξαγωγές αλλάζει την κατάσταση, αλλά η
Ρωσία ξεκινάει από μια άνετη θέση. Θα ήταν πρώιμο να πανικοβληθεί.
Η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να σταματήσει τις εκροές κεφαλαίων
Η ελεύθερη πτώση του ρουβλίου προκύπτει κυρίως από τις εκροές
κεφαλαίων. Οι περίφημοι ολιγάρχες της Ρωσίας συγκέντρωσαν ήδη το
μεγαλύτερο μέρος του πλούτου τους στο εξωτερικό, αλλά διατηρούν
σημαντικές καταθέσεις και στο εσωτερικό. Καθώς η οικονομική και πολιτική
κατάσταση επιδεινώνεται, είναι πιο πιθανό να βγάλουν και άλλα χρήματα
στο εξωτερικό. Οι μικροκαταθέτες μπορεί να στραφούν επίσης σε ξένο
νόμισμα. Ολα αυτά αποτελούν πρόκληση για τη ρωσική κεντρική τράπεζα. Η
υποτίμηση του ρουβλίου θα προκαλέσει πληθωρισμό, ο οποίος τρέχει ήδη
γύρω στο 11%, ευρισκόμενος αρκετά πάνω από τον στόχο του 5%. Σε αυτό το
πλαίσιο η αύξηση των επιτοκίων έχει νόημα και οι αξιωματούχοι μπορεί να
ελπίζουν ότι θα σταματήσει τις εκροές κεφαλαίων.
Αλλά καθώς τα υψηλότερα επιτόκια μπορεί να βαθύνουν την οικονομική
κρίση, η ρωσική κεντρική τράπεζα μπορεί να γίνει ο αποδιοπομπαίος
τράγος. Δεν έχει σημασία που η κεντρική τράπεζα δεν ευθύνεται για τα
προβλήματα της Ρωσίας και που χρησιμοποιεί τα υψηλά επιτόκια για να
αποτρέψει τη φυγή κεφαλαίων. Η απειλή για τον Πούτιν είναι ξεκάθαρη.
Κινδυνεύει να έχει την ίδια μοίρα με τον προκάτοχό του Μπορίς Γέλτσιν,
που προήδρευσε στη διάρκεια μιας περιόδου με ασυνήθιστα χαμηλές τιμές
πετρελαίου. Ως τώρα ο Πούτιν ήταν τυχερός καθώς ανήλθε στην εξουσία όταν
η τιμή του πετρελαίου είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Οι περισσότεροι Ρώσοι
τού αποδίδουν εύσημα για δύο δεκαετίες στη διάρκεια των οποίων
βελτιώθηκε το επίπεδο διαβίωσής τους.
Η απόφαση του Πούτιν να μην εφαρμόσει αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις
που θα δημιουργούσαν έναν ισχυρό εξαγωγικό τομέα που δεν θα βασιζόταν
στο πετρέλαιο μπορεί να έκανε κακό στη μακροπρόθεσμη υγεία της
οικονομίας αλλά κατάφερε με αυτόν τον τρόπο να διατηρήσει μια ευρεία
λαϊκή υποστήριξη.
Καθώς το βιοτικό επίπεδο των Ρώσων επιδεινώνεται, η μόνη βιώσιμη
στρατηγική για τον Πούτιν θα είναι μια επιθετική διεθνής στάση. Αυτά δεν
σημαίνουν ότι η Δύση θα πρέπει να σκύψει το κεφάλι και να ξεχάσει τις
αρχές της. Αλλά σημαίνει ότι έχει έρθει η ώρα για μια διπλωματική
προσέγγιση με τη Μόσχα, προσέγγιση που δεν εξαρτάται από την προοπτική
μιας οικονομικής κατάρρευσης της Ρωσίας.
Ο κ. Charles Wyplosz είναι καθηγητής Οικονομικών στο Ινστιτούτο Διεθνών Μεταπτυχιακών Σπουδών της Γενεύης.